Ο Νίκος Γιαννακός, στη συνέντευξη που έδωσε στο Γιώργο Κολοβό, και είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα του, αναφερόμενος στη "στράτα" περιγράφει την αντίδραση του κοπαδιού, όταν πλησίαζε ο καιρός της μετακίνησής τους προς τα βουνά. Ήταν καταγραμμένο στο DNA τους να ξεκινήσουν τη «στράτα».
Έχω την εντύπωση πως αυτή η ανάγκη, για μετάβαση στις κορυφές των βουνών, είναι βαθιά ριζωμένη στο ένστικτο του Σαρακατσιάνου. Αυτό έκανε και τη δική μας παρέα να βρεθεί ένα Σαββατοκύριακο του Αυγούστου στις κορφές του όρους Βόρας, το γνωστό στους περισσότερους με την τούρκικη ονομασία, Καϊμακτσαλαν.
«Ο ξάδερφος μ' ο Τάκης, θα νάναι με τ'ν παρέα τ' στα β'νλα αυτές τ'ς μέρες», μου τηλεφώνησε ο φίλος μου ο Δημήτρης. «Θέλ'ς να πάμε κι εμείς εκεί κανά δυο μερούλες;». Και εγώ έσπευσα να του απαντήσω καταφατικά.
Όπως λέει και το σαρακατσάνικο τραγούδι "Άλλ' έρχονται απ' τον Αλμυρό κι άλλ' απ' την Αλασσώνα...", έτσι κι εμείς, άλλοι από τη Θεσσαλονίκη κι εμείς από τη Λάρισα, συναντηθήκαμε, το απόγευμα του Σαββάτου, στις Κερασιές Πέλλας. Το τελευταίο χωριό πριν από την ανάβαση στο βουνό. Όνομα και πράμα. Όπου να γυρίσεις το μάτι σου, περιβόλια με κερασιές. Αφού ξεκουραστήκαμε για λίγο στο ξενοδοχείο, πήραμε την κατάλληλη για τα υψώματα ενδυμασία και ξεκινήσαμε για το τελευταίο ανηφορικό κομμάτι της διαδρομής.
Εκεί, στα 1630 μέτρα υψόμετρο, κάτω από τις οξιές, κοντά σε μια βρύση που κελάρυζε τα νερά της σε μια “κοπάνα”, βρήκαμε κατασκηνωμένη την παρέα του ξάδερφου-Τάκη. Λίγο πιο πέρα ένα τροχόσπιτο. «Είναι ένα ζευγάρι συνταξιούχων. Ο άνδρας είναι Σαρακατσάνος γιατρός που ζεί μόνιμα στην Γερμανία και η γυναίκα του αυστριακής καταγωγής. Έρχονται κάθε χρόνο εδώ περνούν μεγάλο μέρος των διακοπών τους στην προγονική γή. Μαζεύουν άγρια φρούτα και τα κάνουν μαρμελάδες», μας ενημέρωσαν οι φίλοι μας.
Αφού γνωριστήκαμε μεταξύ μας, όσοι συναντιόμασταν για πρώτη φορά, άρχισε η κουβέντα για τη ζωή των προγόνων του καθενός. Που έβγαιναν, που ξεχείμαζαν, ποια τσελιγκάτα εδώ, ποια εκεί και ποιος συγγένευε με ποιον. Πρέπει να πω πως την παρέα μας συμπλήρωνε και ο θείος του φίλου μου, ο «θείος», ο οποίος στα μικράτα του, είχε προλάβει το νομαδικό βίο και μας εξιστορούσε σκηνές από τότε και μας ενημέρωνε για τις αξίες και τα έθιμα των προγόνων μας. Άλλες από δικά του βιώματα και άλλες μεταφέροντας διηγήσεις των προγόνων του. Είναι καλός αφηγητής! Ήμαστε τυχεροί που τον είχαμε στην παρέα. Αναφορές του στα τότε ευτράπελα, μας έκαναν να γελάσουμε πολύ και διηγήσεις από τις αξίες των παλιών Σαρακατσιαναίων, μας έκαναν να αισθανθούμε υπερήφανοι που κρατάμε από τέτοιους ανθρώπους.
Παράλληλα, όσοι είχαν αναλάβει την προετοιμασία του φαγητού, φυσικά και με τη βοήθεια των άλλων, ασχολούνταν με αυτό. Η φωτιά έκαιγε από νωρίς. Ο ένας είχε ετοιμασίες για ψησταριά, ο άλλος για το σουβλί κλπ. Για τη δική μας την παρέα, χρέη ψήστη είχε αναλάβει ο Δημήτρης με το βαλιτσάκι του στο οποίο είχε τη διαιρούμενη σούβλα του. Μας την παρουσίασε με περηφάνια! Κάθε τόσο φώναζε και την Καίτη, τη γυναίκα του. Ήθελε να την έχει δίπλα του. «Έτσι κάνει και στο σπίτι» μας εξομολογήθηκε η Καίτη... «κάθε φορά που βγαίνει να κόψει το γκαζόν με φωνάζει κι εμένα να είμαι εκεί κοντά»
Ο "ξάδερφος-Τάκης", προσπαθεί να είναι κατά κάποιο τρόπο παραδοσιακός. Δεν του αρκεί το ψήσιμο σε μια σύγχρονη ψησταριά ή σε σουβλί. Έδωσε και του κατασκεύασαν έναν παραδοσιακό «γάστρο» και ψήνει το φαγητό του όπως έκαναν οι πρόγονοί μας. Το βιντεάκι δείχνει τη διαδικασία.
Μετά το φαγητό καθίσαμε μέχρι αργά, γύρω από τη φωτιά, εξιστορώντας ό,τι ήξερε ο καθένας από τα παλιά, αλλά αναλύοντας και τα καινούρια. Μέχρι και για το faceboοk και τη χρησιμότητά του μιλήσαμε. Μεγάλη η παρέα, πολλά τα θέματα, ακόμα περισσότερες οι απόψεις, πέρασαν οι ώρες της ημέρας ακολούθησαν αυτές της νύχτας και εμείς, γύρω από τη φωτιά, δεν καταλάβαμε πως ήρθαν τα μεσάνυχτα. Αργά το βράδυ. η παρέα μας, κατηφόρισε και πάλι στο ξενοδοχείο.
Το άλλο πρωί, στο πρόγευμα στη βεράντα του ξενοδοχείου, ακούγαμε τον «θείο» να μας λέει ιστορίες από τον ποιμενικό βίο των προγόνων μας. Εκεί θυμήθηκε και την περιπέτεια του «Χρήστου». Γελάσαμε μέχρι δακρύων.
Μετά το ιδιαίτερο αυτό πρόγευμα, αποχωρήσαμε από το ξενοδοχείο ανηφορίζοντας και πάλι το δρόμο προς τις κορυφές. Το πρόγραμμα είχε, μετάβαση στη θέση Σταυρός στα «Γιαννακλαίικα» εκεί όπου μέχρι το 2012 γίνονταν το αντάμωμα των Σαρακατσαναίων της κεντρικής Μακεδονίας, για να συναντηθούμε με τους κατασκηνωτές, και να επαναλάβουμε τη βραδινή συνάντηση με ψήσιμο, κουβέντα και τραγούδι. Και πάλι ο φίλος μου ο Δημήτρης έψαχνε την Καίτη. Ήθελε να είναι δίπλα του όσο αυτός σούβλιζε το ζυγούρι. Αφού όλα μπήκαν στη φωτιά άρχισε και πάλι η κουβέντα. Ποιο τσελιγκάτο ήταν καλύτερο, ποιοι βγήκαν πρώτοι εδώ και ποιοι εκεί. Ποιος ανέβηκε πρώτος εκείνη τη χρονιά στα βουνά κλπ. Ο Δημήτρης με τον Τάκη, τα δυο πρώτα ξαδέρφια, αλληλοπειράζονταν για το όνομα και το οικογενειακό τους. «Ποιοι ν’ ήσασταν εσείς και σας έδωκαμαν κορίτσ’» ο ένας «ωρέ δεν λες απ’ ου πατέρας μ’ ήταν λεβέντ’ς!» ο άλλος, και περνούσαμε καλά. Κάποιοι κάνανε τη βόλτα τους εξερευνώντας τις γύρω περιοχές, φάγανε χαμοκέρασα και φωτογραφίσανε το τοπίο.
Πριν φύγουμε από το βουνό, κάναμε και μια βόλτα στην ευρύτερη περιοχή, φτάσαμε μέχρι το χιονοδρομικό κέντρο και αγναντέψαμε τις κορφές. Είδαμε από ψηλά τα πανέμορφα λιβάδια της «Μαλκοτσίτσας» και ήπιαμε γάργαρο νερό από τις «σαραντόβρυσες». Ο «θείος», μας έδειξε που ήταν το ένα και που το άλλο τσελιγκάτο. Αφού φωτογραφηθήκαμε όλοι μαζί, πήραμε και πάλι το δρόμο της επιστροφής. Άλλοι προς τη Θεσσαλονίκη, άλλοι προς τη Λάρισα, αλλά όλοι χαρούμενοι που περάσαμε ένα τέτοιο Σαββατοκύριακο.
Κλείνοντας θα ήταν παράλειψη να μην ευχαριστήσουμε και τους υπόλοιπους οικοδεσπότες τον Κώστα και τον Θόδωρο με τις οικογένειες τους και να μην αναφερθούμε στα μικρά παιδιά της παρέας που βιώνουν με μεγάλο ενθουσιασμό αυτές τις εμπειρίες. Σίγουρα θα αποτελεί και για αυτά ο τόπος των προγόνων τους, τόπο προσκυνήματος στις παραδόσεις μας και ελπίδα για την συνέχεια. Ανανεώσαμε και δεσμευτήκαμε, με μεγάλο ενθουσιασμό, για τον επόμενο χρόνο, με μια πιο διευρυμένη παρέα, για μια συνάντηση που θα περιλαμβάνει και ένα πραγματικό γλέντι με ορχήστρα. Ενα γνήσιο γλέντι που θα συμπληρώνει τα παραπάνω χωρίς σκοπιμότητες, πρωτόκολλα και επισήμους. Ένα πραγματικό αντάμωμα για «να χορτάσει το στόμα μας κουβέντα», που τονίζει πάντα ο φίλος μου ο Δημήτρης.
Καλή αντάμωση και να ‘μαστε γεροί!