Παντρεύτηκε μια Σαρακατσιάνα και πήρε φυσικά από το δικό μας το σινάφι. Η οικογένεια στην οποία παντρεύτηκε ήταν πολυμελής. Η νύφη βρήκε πολλά κουνιάδια και οι υποχρεώσεις της πολλές. Ύστερα από κάμποσο καιρό την επισκέφθηκε η μάνα της και, όταν την είδε, της φάνηκε αδυνατισμένη. Παραξενεύτηκε και ρώτησε την κόρη της τι συμβαίνει.
-Μάνα, απάντησε η νιόπαντρη, δεν προλαβαίνω να φάω. Στρώνω την τάβλα να φάμε, καθόμαστε όλοι γύρα-γύρα και με το που κάνουμε το σταυρό μας και ξεκινάμε να τρώμε αρχίζει ο ένας ο κουνιάδος να ζητάει νερό. Τι να κάνω; σηκώνομαι και του πηγαίνω το τσ’κάλ' (1).
Λίγο ως πολύ είναι γνωστό πως δημιουργούνταν τα τσελιγκάτα και οι στάνες των Σαρακατσαναίων. Υπήρχε ο τσέλιγκας με τα αδέρφια του που είχαν πολλά πρόβατα και μαζί τους πήγαιναν και κάποιοι άλλοι, συνήθως συγγενείς ή σμίχτες, που ο καθένας τους είχε λίγα προβατάκια. Οι σμίχτες έσμιγαν το κοπαδάκι τους με τα κοπάδια του τσέλιγκα και έκαναν τον τσοπάνο, έτσι ώστε κι ο τσέλιγκας να έχει τσοπαναραίους, κι αυτοί να μπορούν να ξεχειμωνιάσουν ή να ξεκαλοκαιριάσουν, αφού, αν ήταν μόνοι τους, ήταν δύσκολο να βρουν λιβάδι για το κοπαδάκι τους.
Τα χρόνια κείνα στον Καρβασαρά ήταν ένας έμπορος που τον έλεγαν Θανάση Σακαρέλλο. Διατηρούσε ένα μαγαζάκι στην άκρη της κωμόπολης και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα βγάλει πέρα πουλώντας άλευρα και καλαμπόκι στους χωρικούς της γύρω περιοχής αλλά και ρούχα και παπούτσια, αν τύχαινε και του ’πεφταν στα χέρια. Τα εμπορεύματα τα προμηθευόταν από την Πρέβεζα, πότε πηγαίνοντας μόνος του, πότε στέλνοντας μήνυμα με κάποιον άλλο στους μεγαλεμπόρους της Πρέβεζας και εκείνοι τα φόρτωναν στο καΐκι και τα έστελναν.
Χρόνια πεθαμένος ο γέροντάς της και η γιαγιά έμενε με το μικρότερο παιδί της, όπως συνηθιζόταν.
Μια μέρα που θα πήγαινε ο γιός της στο παζάρι, να ψωνίσει κατ' πέρα δώθε και να κάνει και κάποιες δουλειές που ήθελε, για να πειράξει τη μάνα του της λέει χαριτολογώντας.
«Μάνα, σήμερα θα κατεβώ στο παζάρι, τι θέλεις να σου φέρω, έναν τενεκέ μέλι για να τρως ή έναν γέροντα να ’χεις συντροφιά;».
Ένα από μεγαλύτερα άγχη των Σαρακατσαναίων ήταν η στρατιωτική θητεία. Το “στρατιωτικό” ή "ταχτικό". Ίσως επειδή ήταν η πρώτη φορά που έφευγαν μακριά από την οικογένειά τους, ίσως επειδή ο στρατός σήμαινε πόλεμο στη σκέψη τους, τον στρατό τον θεωρούσαν χειρότερο από την ξενιτιά. Γνωστό μεταξύ των σαρακατσιαναίων το τραγούδι, "τα ταχτικό είναι χτικιό, χτικιάζει παλληκάρια"
Είχε λοιπόν πεθάνει ένα νέο, 18 χρονών, παιδί και κάποια θεία του που δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, επισκέφθηκε την οικογένειά του αργότερα για να τους συλλυπηθεί. "Να τους παρηγορήσει" όπως έλεγαν οι Σαρακατσιάνοι.
Ένας Σαρακατσάνος είχε αναλάβει τη διοργάνωση του γάμου του αρραβωνιασμένου ανιψιού του, γιο του αδερφού του, και πλησίαζε ο καιρός να τελεστεί το μυστήριο.
Αυτός μια ζωή τσοπάνος, άβγαλτος και συνεσταλμένος άνθρωπος, ελάχιστες ευκαιρίες είχε να δείξει την αξία του, να πάρει πρωτοβουλία να οργανώσει μια τόσο σημαντική εκδήλωση, να δίνει εντολές στους γύρω του όλοι να τον ρωτάνε και να τον υπακούουν. Τώρα είχε έρθει η στιγμή να δείξει επιτέλους ποιος πραγματικά είναι. Έφερνε γύρω στο μυαλό του όλη τη διαδικασία, σχεδίαζε από πού θα ξεκινήσει, πώς θα προχωρήσει, μην του ξεφύγει κάτι. Είχε άγχος αλλά ήταν σίγουρος για την επιτυχία και φουσκωμένος από υπερηφάνεια.
Είναι γνωστή η δύσκολη και γεμάτη στερήσεις ζωή που πέρναγαν οι Σαρακατσαναίοι αλλά και όλοι οι κάτοικοι της υπαίθρου τα παλιότερα χρόνια. Είναι επίσης γνωστό ότι κάποιοι από τους Σαρακατσαναίους είχαν πάει και φυλακή. Ένας λοιπόν γερο-Σαρακατσάνος, ο οποίος στα νιάτα του είχε κάνει φυλακή, ευτυχώς όχι για σοβαρό αδίκημα, μολόγαγε πώς πέρασε στη φυλακή. Η φυλακή ήταν αγροτική. Είχε χωράφια, πρόβατα, κότες και γαλοπούλες. Αυτός ήταν τσοπάνος στα πρόβατα.
Ένας βλάχος έτυχε να πάει κάποτε στην Αθήνα.
Πάει σε ένα περίπτερο και ζητάει τσιγάρα.
Τα παίρνει και λέει στον περιπτερά: «Γράψτα!».
Ο περιπτεράς χαμογελώντας του απαντά:
Πολλά από τα «μολοήματα» των Σαρακατσιαναίων είχαν να κάνουν με τις γυναίκες και τα... καμώματά τους.
Μια τέτοια ιστορία είχαν σκαρφιστεί και για κάποια γυναίκα που προσπαθούσε δήθεν να ελέγξει τον άντρα της.
Μια γυναίκα, επειδή ήθελε να αποφύγει να ασχοληθεί με τη βαριά δουλειά της επεξεργασίας του μαλλιού, μια δουλειά που απασχολούσε τη Σαρακατσιάνα σχεδόν όλο το χρόνο, έπεσε «άρρωστη» στο κρεβάτι και δεν συνέρχονταν με κανένα από τα φάρμακα και γιατροσόφια που της έφερνε ο άντρας της.
Κανόνας στα προξενιά των Σαρακατσιαναίων ήταν να μην ρωτάνε τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους υποψήφιους νύφη και γαμπρό. Βέβαια μπορεί νάξεραν κι αυτοί, ιδίως το παιδί, που μπορεί και να του τόλεγαν για την προξενιά που γίνεται, ή και το κορίτσι να μάθαινε απ’ τη μάνα του, όχι απ’ τον πατέρα, μα να τους ρωτήσουν, να πάρουν τη συγκατάθεσή τους, δεν τους ρώταγαν, ιδίως το κορίτσι. Να ένα παράδειγμα από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού:
Κάποτε κάλεσε ο Χριστός όλα τα επαγγέλματα να τα βλοήσ(ει). Κίνησαν κι οι Σαρακατσιάνοι καβάλα στ' άλογά τους, να παν κι εκείνοι να τους βλοήσει ο Χριστός. Στο δρόμο όμως ηύραν μπόλικο χορτάρι κι έκατσαν λίγο να βοσκήσουν τ' άλογα τους.. Χασομέρ(η)σαν κι όταν κάποτε έφτασαν, ο Χριστός είχε μεράσει όλες τις ευκές του. «Γιατί άργησηταν»; τους είπε. «Έτσι κι έτσι, Χριστέ μ', ηύραμι χουρτάρ(ι) κι είπαμι να βουσκήσουμι λίγου τ' άλουγά μας».
Για την πονηριά των Σαρακατσιαναίων, πούναι ιδίωμα του κάθε αδύναμου, χαρακτηριστικά είναι και τούτα, ας πούμε, γνωμικά τους πώλεγαν:
« Ωρέ τι τα θέλ'ς, όσου φ'λάει η πατ'λιά, δε φ'λάει η Παναϊά», ή « Ωρέ τι τα θέλ'ς, οι τρεις δέλτις σώνουν τουν άνθρουπου: δεν ξέρου, δεν είϊδα, δεν έχου», ή « Ωρέ αναμέρα καλύτερα, ούτι του διάουλου να ιδείς, ούτι του σταυρό σ’ να κάμ'ς».
Την Άνοιξη του σαρανταένα, με την ανωμαλία που υπήρχε, την κατοχή των Ιταλών κι επειδή είχαν και χωράφια σπαρμένα και για να μην είναι μοιρασμένοι μισοί στον κάμπο και μισοί στα βουνά, κάποιες οικογένειες αποφάσισαν για πρώτη βολά να μην πάν στα βουνά, να κάτσουν στον κάμπο και να θερσίσουν και τα σπαρτά τους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί σαρακατσαναίοι, είχαν αγοράσει κτήματα κι αρχίνησαν ύστερα από καμπόσα χρόνια να σπέρνουν κι αυτοί και κάνα χωράφι. Αφού έβγαιναν την Άνοιξη στο ξεκαλοκαιριό τους, ύστερα από λίγο, τέλη Μάη έμπα Θεριστή, κατέβαιναν ένας-δυο από κάθε κονάκι και με κανιά γυναίκα, να μάσουν τα σπαρτά.
Αυγή, αχάραγα, με τον μακαρίτ’ τουν πατέρα μ’, χώρσαμαν τ’ αρνιά από τ’ς μάνες τ’ς και μ’ λέει ο πατέρας μ’, "Πάρι τα πρότα να πας να τα βοσκήσεις, ιγώ θα πάου στου Σουφλί, έχου κάτ’ δ(ου)λειές να κάνου κι του βράδ’ θα να ‘ρθου".
Παίρνου κι εγώ του ντρουβά μ’, βάνου κι ένα περιοδικό σ' γκουλότσεπ’ κι απόλσα τα πρότα να πάν να βουσκήσουν. Κύλσαν τα πρότα κάτ’ κα του χαντακάκ' κι να ακολλήσουν απού πέρα στου προυσήλιου. Ιγώ β(γ)ήκα μπρουστά απ’ τού κουπάδ’, άπλουσα τ’ γκάπα μ’ σι κάτ’ κνούκλις (χαμόθαμνους, μπουρντένια τα λένε στη Δαδιά, τα βάζαμε στις κρεβατίνες του μεταξοσκώληκα, όταν έπρεπε να φτιάξουν τη φούσκα του μετάξι ) και άνοιξα του περιοδικό και διάβαζα.
Παλαιότερα, όταν πάντρευαν οι Σαρακατσιάνοι το παιδί τους, έφτιαχναν μια καλύβα δίπλα στις άλλες, για να κοιμηθούν τα νιόπαντρα.
Σε κάποιο γάμο, αφού κάναν την καλύβα για τα νιόπαντρα, έπιασαν τα προυζύμια, έφτιαξαν το φλάμπουρα και ξεκίνησε η χαρά (γάμος), πήραν τ' νύφ’, πήγαν στα στεφανώματα και αρχήν'σι του γλέντ'.
Γειά σας φίλες και φίλοι μου. Θα σάς διηγηθώ μία από τις εμπειρίες μου, σαν τσομπανόπουλο, στο χωριό μου τη Δαδια, το 1965, ήμουν 15 ετών.
Σεπτέμβριος μήνας έχουν στειρφέψ(ει) τα πρότα κι έρχιτει μίνια μέρα ου Δήμους ου Ζιώγας,(ου Γιουργαίικους γιατί υπήρχε και άλλος Ζιώγας Δήμος στου χουριό μας) αυτός ήταν γύρου στα 30-35 χρουνών και λέει τ' πατέρα μ’, «Μπάρμπα Μήτρου να ζμίξουμι τα πρότα κι να μ’ δώκ’ς του Σπυράκου να γένουμι συντρόφ’. Να τα πάμει τα πρότα απάν’ στ' Κουτρούνια τα β’νά, δεν έχ’ κουπάδια τώρα ηκεί απάν’ κι εχ’ βουσκή πουλύ, να φάν κι βιλάν’, (βελανίδια είχε πολλές βελανιδιές εκεί πάνω)

Το πρόσφατο αστυνομικό επεισόδιο που είχε ως συνέπεια το θάνατο ενός νεαρού Ρομά, έδωσε αφορμή να γραφούν διάφορα άρθρα και σχόλια. Σ΄ ένα από αυτά διάβασα ότι « η ελληνική κοινωνία τρέφει εναντίον των Ρομά κάποια ξεχωριστή εμπάθεια και τους στιγματίζει στα ΜΜΕ , κάτι που δεν κάνει σε άλλες φυλές, όπως λ.χ. με τους Έλληνες Αρβανίτες, με τους Ελληνόβλαχους, με τους Σαρακατσαναίους, τους Μουσουλμάνους ή τους Εβραίους». (Καθημερινή – επιστολές αναγνωστών, 6.11.2021).
Παραμονή τ' Αϊ Γιαννιού, ου μπάρμπα Γιάνν'ς έσφαξι τ' αρνί, το 'γδαρι, του λιάν'σι, του κάθαρ'σει κι το 'δουκι στ' θειά τ' Γιάννινα να του κουμανταρίσ' κι αυτός ξάπλουσι στου κριβάτ' κι έβλιπι τ'ν τηλεόρασ'.
Η θειά η Γιάννινα είχι να κάν' χουσμέτια ακόμα. Έπριπι να καθαρίσ' του σπίτ'. Αϊ Γιάνν'ς τ'ν άλλ' τ'ν μέρα, θα λα νάρθουν κόσμους, να ιτοιμάσ' τα σέα τ' μπάρμπα Γιάνν' κι τα θκάτσ', για να πάν σ'ν ικκλησιά.
Στην παρακάτω αφήγηση φαίνεται το πόσο επικίνδυνη ήταν η ζωή των προγόνων μας στις μετακινήσεις τους και στις συναλλαγές τους με την υπόλοιπη κοινωνία:
Σαρακατσιάνος, αφηγείται την "επιστράτευσή" του από αριστερούς αντάρτες (συμμορίτες) και την απόδρασή του , από τα Πιέρια, τον Οκτώβριο του 1947...
και ένα ποντιακό τραγούδιΠολλές φορές έτυχε, νομίζω, σε όλους μας να είμαστε μάρτυρες στις κακογουστιές που συμβαίνουν σήμερα στα διάφορα «παραδοσιακά» γλέντια και εκδηλώσεις. Αρχίζοντας από το κακόγουστο «εκο» των μουσικών οργάνων που αλλοιώνει την φωνή και τον ήχο, δημιουργώντας μια θολούρα που σε ανακατεύει και δεν ξέρεις που αρχίζει και που σταματά το κάθε τι και προχωράς στον τραγουδιστή που έχει ένα ρεπερτόριο το οποίο περιλαμβάνει, Marry Me (train)* για την είσοδο ενός ζευγαριού στην πίστα σε ένα γάμο, μέχρι τον κόκορα στου παιδιού μας την χαρά, χωρίς βέβαια, οι στίχοι σε κανένα από τα τραγούδια που «εκτελεί πραγματικά» να είναι ακριβείς.
Είναι η εποχή που οι Σαρακατσάνοι έχουν ήδη κατέβει στα χωριά και έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής του τσοπάνη.
Τα μαντριά μία, άντε δύο ώρες μακριά από το χωριό, το βράδυ, τα πρότα μέσα στου μαντρί, φλώρου σκνί γυρβουλιά απ'του μαντρί και πέντε έξι παλιουσκτιά, για σκιάζματα, κι ου τζιουμπάνους παίρ' τ' άλουγου, ;h του γουμάρ' κι του βράδ' στου σπίτ', ν' αυγή πάλι στου μαντρί, κάθι μέρα τ'ν ίδια σουρτάρα.
Ένα βράδυ που δεν είχε φεγγάρι κα το σκοτάδι ήταν βαθύ σαν πίσσα, ο Γιάννος κι ο Μήτρος πήγαν στα μαντριά ν’ αρμέξουν τα γαλάρια.
Τ’ άρμεξαν, με το καλό και γέμισαν δυο κακάβια, χείλ’ μ’ αχείλ’. Πήραν από ένα κακάβι και κατηφόρισαν την πλαγιά να πάνε στα καλύβια. Δεν έβλεπαν το μονοπάτι και πήγαιναν στα τυφλά, ανάμεσα στα πουρνάρια και τις κοτρόνες.
Κάποια στιγμή, ο Γιάννος άκουσε ένα περίεργο θόρυβο, σαν να χτυπιόταν το κακάβι με τις κοτρόνες. Πήγε το μυαλό του στο κακό και ρώτησε τον Μήτρο.
Ο Κολιό Πολύζος ήταν ξακουστός τσέλιγκας με επιρροές στις αρχές.
Μια φορά συνέλαβε η αστυνομία έναν βοσκό του επειδή πυροβόλησε διερχόμενο αυτοκίνητο. Είχε βγει στο δρόμο και έκανε οτοστόπ. Για αρκετή ώρα δεν σταματούσε κανένας να τον πάρει και αυτό αγανάκτησε το βοσκό, έβγαλε το ντουφέκι του και όταν το επόμενο αυτοκίνητο δεν σταμάτησε ντουφέκισε. Ο οδηγός ενημέρωσε την αστυνομία, η οποία συνέλαβε τον βοσκό και τον πήγε στο κρατητήριο.
Παλιός σαρακατσιάνος πήγε στην κηδεία γαμπρού του από αδελφή. Αφου μπηκε μέσα στο σπίτι, για να χαιρετίσει το νεκρό και τη χαροκαμένη αδελφή του, βγήκε και πάλι στην αυλή όπου τον περίμενε ο γιος του, που τον είχε συνοδέψει μέχρι εκεί. Εκείνος πρόσεξε μια αλλαγή στην όψη του πατέρα του. Τον είδε προβληματισμένον και κατά κάποιο τρόπο... χουμπωμένον.
Η Κρίση των πυραύλων της Κούβας ήταν μία αντιπαράθεση διάρκειας αρκετών ημερών, που συνέβη τον Οκτώβριο του 1962, μεταξύ των Η.Π.Α. και της Σοβιετικής Ένωσης και απασχόλησε το διεθνή τύπο για πολλές ημέρες. Ήταν το κύριο θέμα στις ειδήσεις τόσο στον έντυπο όσο και στον ηλεκτρονικό τύπο εκείνης της εποχής. Το ελληνικό ραδιόφωνο αναμετέδιδε συνεχώς τις εξελίξεις, επειδή υπήρχε ο κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτόματος.
Πόντιος μουσαφίρης στα κονάκια στο Καϊμακτσαλάν, άκουσε τ’ γερο-Γιάνναινα να... ξενιτεύει.
«Γιατί μοιρολογάει αυτή η γυναίκα;» ρώτησε τη Σαρακατσιάνα, στης οποίας το κονάκι φιλοξενούνταν.
«Δεν μοιρολογάει η έρμ’, ξενιτεύ'…» του απάντησε αυτή.
«Και που πηγαίνει;» ξαναρωτάει ο πόντιος.
«Π’θενά δεν πααίν’, μόν’ έχ’ το παιδί τ’ς φαντάρο και ξενιτεύ’», προσπάθησε να του εξηγήσει η Σαρακατσιάνα, μεγαλώνοντας την απορία του Πόντιου.
Κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπόλεμου δεν επέτρεψαν οι αρχές να ανέβουν στα βουνά τα τσελιγκάτα. Γι' αυτό το τσελιγκάτο του παππού μου, μαζί με κάποια άλλα που είχαν τα χειμαδιά τους στο Βαρικό Λιτοχώρου, βρέθηκαν να ξεκαλοκαιριάζουν στον κάμπο του Αιγινίου Πιερίας.
Μια νύχτα, στα μέσα Οκτωβρίου, κατέβηκε μια ομάδα συμμοριτών στον κάμπο για να... επιστρατεύσουν νέους, άλογα και τρόφιμα από την περιοχή. Μεταξύ πολλών άλλων νέων πήραν και μερικά Σαρακατσιανόπουλα.