Ένας Σαρακατσάνος είχε αναλάβει τη διοργάνωση του γάμου του αρραβωνιασμένου ανιψιού του, γιο του αδερφού του, και πλησίαζε ο καιρός να τελεστεί το μυστήριο.
Αυτός μια ζωή τσοπάνος, άβγαλτος και συνεσταλμένος άνθρωπος, ελάχιστες ευκαιρίες είχε να δείξει την αξία του, να πάρει πρωτοβουλία να οργανώσει μια τόσο σημαντική εκδήλωση, να δίνει εντολές στους γύρω του όλοι να τον ρωτάνε και να τον υπακούουν. Τώρα είχε έρθει η στιγμή να δείξει επιτέλους ποιος πραγματικά είναι. Έφερνε γύρω στο μυαλό του όλη τη διαδικασία, σχεδίαζε από πού θα ξεκινήσει, πώς θα προχωρήσει, μην του ξεφύγει κάτι. Είχε άγχος αλλά ήταν σίγουρος για την επιτυχία και φουσκωμένος από υπερηφάνεια.
Μαζεύτηκαν λοιπόν ένα βράδυ στο κονάκι του αδελφού του κι αυτός όλο σκέψη και σπουδή λέει στον αδερφό του και στους άλλους: «Έφτασε ο καιρός να φύγουμε για τα βουνά. Πρέπει να πάρουμε την κοπέλα. Ταχιά θα πάω στο συμπέθερο να κόψω μέρα για το γάμο».
Πράγματι έτσι έγινε. Την άλλη μέρα πήγε στο συμπέθερο. Έφτασε αργά το απόγευμα. Σ’ όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τι θα πει, πώς θα συμπεριφερθεί ώστε να εντυπωσιάσει το συμπέθερο αλλά και να μη θιγεί και η υπόληψή του. Ήταν όμως αγχωμένος και αμήχανος. Οι άνθρωποι τον υποδέχθηκαν θερμά. «Τον καρτέρεσαν καλά», όπως έλεγαν τότε. Ήπιαν ρακές, έφαγαν, είπαν για το βιός τους, για τα λιβάδια, για τα βουνά, για χίλια δυο πράγματα, ακόμα και μουραπάδες παλιούς θυμήθηκαν και, αφού πέρασε η ώρα, έπεσαν να κοιμηθούν.
Όταν ξάπλωσε σκέφτηκε: «Άδικα αγχώνομαν. Ετούτοι εδώ είναι χρυσοί ανθρώποι, αλλά κι εγώ μια χαρά τα 'βγαλα πέρα» και ικανοποιημένος με τον εαυτό του αποκοιμήθηκε. Όπως καταλαβαίνετε από το μεγάλο άγχος που είχε ξέχασε εντελώς τη νύφη και το γάμο και δεν το συζήτησε καθόλου.
Την άλλη ημέρα το πρωί τους χαιρέτησε κι έφυγε.
Όταν έφθασε στο κονάκι του οι άλλοι τον περίμεναν με αγωνία. Η πρώτη κουβέντα που του είπαν ήταν: «Τί έκανες εκεί που πήγες, τί είπατε».
Αυτός άρχισε να τους λέει ότι είπαν για τα πρόβατα, για τα λιβάδια αλλά εκείνοι τον διέκοψαν και τον ρώτησαν τι έκανε με το γάμο, αν έκοψε μέρα και για πότε. Ο κακομοίρης έμεινε άφωνος. Τότε θυμήθηκε το λόγο για τον οποίο είχε πάει στο συμπέθερο και μισοξεψυχισμέος και ντροπιασμένος απάντησε: «Ακούς, ωρέ, ούλα τα 'παμαν, μαναχά για τ' νύφ' δεν είπαμαν».
1.ταχιά=αύριο
2.κόβω μέρα=ορίζω ημερομηνία
3.μαναχά=μοναχά
4.μουραπάδες-ιστορίες
(Από το βιβλίο του Ναπ. Βαγγελή)