Πολλά από τα «μολοήματα» των Σαρακατσιαναίων είχαν να κάνουν με τις γυναίκες και τα... καμώματά τους.
Μια τέτοια ιστορία είχαν σκαρφιστεί και για κάποια γυναίκα που προσπαθούσε δήθεν να ελέγξει τον άντρα της.
Μια γυναίκα, επειδή ήθελε να αποφύγει να ασχοληθεί με τη βαριά δουλειά της επεξεργασίας του μαλλιού, μια δουλειά που απασχολούσε τη Σαρακατσιάνα σχεδόν όλο το χρόνο, έπεσε «άρρωστη» στο κρεβάτι και δεν συνέρχονταν με κανένα από τα φάρμακα και γιατροσόφια που της έφερνε ο άντρας της.
Απογοητευμένος αυτός, από την πορεία της υγείας της, την ρώτησε:
-Τι άλλο να κάνω βρε γ'ναίκα για να γέν’ς καλά;
-Μ’ φαίνεται, άντρα μ’, αν έκαιγες όλο το μαλλί απ’ έχουμε κρατ’μένο και μ’ έπαιρνε η μυρουδιά τ’, θα γένωμαν καλά.
Τι να κάνει ο καημένος ο άντρας της, προκειμένου να δει την γυναίκα του και πάλι υγιή, άδειασε όλο το μαλλί μπροστά στο κονάκι και το ‘βαλε φωτιά. Αφού κάηκε το μαλλί και είχαν μείνει μόνο οι άκρες γύρω από τη φωτιά, ρώτησε την άρρωστη.
–Πως σ' φαίνετι τώρα γ’ναίκα;
Αυτή, που πρόσεξε ότι είχαν μείνει οι άκρες του σωρού άκαφτες, είπε με καημό:
-Και τ’ς ακρίτσες και τ’ς ακρίτσες, αυτές οι ακρίτσες με θανατώνουν.
Ήθελε να εξασφαλίσει πως δεν θα έμενε τίποτε άκαφτο…