tsoukali 100Παντρεύτηκε μια Σαρακατσιάνα και πήρε φυσικά από το δικό μας το σινάφι. Η οικογένεια στην οποία παντρεύτηκε ήταν πολυμελής. Η νύφη βρήκε πολλά κουνιάδια και οι υποχρεώσεις της πολλές. Ύστερα από κάμποσο καιρό την επισκέφθηκε η μάνα της και, όταν την είδε, της φάνηκε αδυνατισμένη. Παραξενεύτηκε και ρώτησε την κόρη της τι συμβαίνει.

-Μάνα, απάντησε η νιόπαντρη, δεν προλαβαίνω να φάω. Στρώνω την τάβλα να φάμε, καθόμαστε όλοι γύρα-γύρα και με το που κάνουμε το σταυρό μας και ξεκινάμε να τρώμε αρχίζει ο ένας ο κουνιάδος να ζητάει νερό. Τι να κάνω; σηκώνομαι και του πηγαίνω το τσ’κάλ' (1).

Μόλις κάθομαι και βάζω μια χαψιά (2) στο στόμα, άλλος κουνιάδος θυμάται, «νερό νύφη!». Άλλος νερό, άλλος κρασί, άλλος αλάτι, όλη την ώρα αυτό γίνεται.. Τελειώνει το φαΐ και εγώ η καψερή, δεν προλαβαίνω να φάω.
-Ακουρμάσ' (3) να σ' πού, της λέει η μάνα της. Όταν στρώνεις την τάβλα, μόλις κάτσουν τα κουνιάδια σου, θα βάλεις πίσω από κάθε μιανού τη θέση νερό σε ό,τι έχετε. Σ’ άλλον το τσ’κάλ(ι), σε άλλον τη λίτρα (4), ό,τι έχεις. Έτσι όταν θα αρχίσουν να χαλεύουν (5), δεν θα χρειάζεται να σηκώνεσαι.
Έφυγε μετά από λίγες μέρες η μάνα της και η νύφη έστρωσε την τάβλα, όπως την ορμήνεψε η μάνα της.
Ύστερα από λίγο, «Νερό νύφη!», φώναξε ένας από τους κουνιάδους.
-Στο κώλο σ' αφέντη, απάντησε η νύφη, και εννοούσε φυσικά ότι το νερό είναι ακριβώς από πίσω του, καθότι στην τάβλα κάθονταν και έτρωγαν σταυροπόδι και όχι σε καρέκλες.
Νερό ζήτησε και ο δεύτερος, του υπέδειξε και αυτουνού, στον …κώλο του και έτσι σταμάτησε το βιολί και μπόρεσε η κακομοίρα και έβαλε μια χαψιά στο στόμα της.

1. Τσ’κάλ(ι): Τσουκάλι, μεταλλικό δοχείο νερού
2. Χαψιά: Μπουκιά
3. Ακουρμαίνομαι: Ακούω με προσοχή
4. Λίτρα: Μεταλλικό κύπελο
5. Χαλεύω: Ζητάω

Από το βιβλίο του Ναπ. Βαγγελή

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.