TherosΤην Άνοιξη του σαρανταένα, με την ανωμαλία που υπήρχε, την κατοχή των Ιταλών κι επειδή είχαν και χωράφια σπαρμένα και για να μην είναι μοιρασμένοι μισοί στον κάμπο και μισοί στα βουνά, κάποιες οικογένειες αποφάσισαν για πρώτη βολά να μην πάν στα βουνά, να κάτσουν στον κάμπο και να θερσίσουν και τα σπαρτά τους.

Η Σαρακατσιάνα, που απ’ τα γέννητά της, άμα έρχονταν η Άνοιξη, δεν είχε μείνει ούτε νιά μέρα στον κάμπο, δεν την χώραγε ο τόπος. Δεν μπόρεγε να πιστέψει ότι μπορεί να μείνει στον κάμπο το καλοκαίρι και να μην πάθει τίποτα! Γυρόφερνε από δω, γυρόφερνε από κει, πλησίαζε το γιό της και τώλεγε:

 -Τι λες Γιάννη μ' θα ζήσουμι;
-Γιατί να μη ζήσουμε, μάνα, πως ετούτος ο κόσμος που μένει εδώ, ζει;
-Αυτοίν είνι μαθ'μέν' πιδάκι μ'

Παρόλο που την κατασύχαζε ο γιός της, ο φόβος δεν της έφευγε. Κι όσο έμπαινε το καλοκαίρι, τόσο και περίμενε νάρθει κανιά λάβα, να τους... κάψει! Αλλά βλέποντας με τον καιρό, ότι δεν είναι και του θανατά το πράμα, άρχισε ν' απορεί και να ρωτάει:

-Δε θα νάρθ(ει) άλλ(η) ζέστα τρανύτερ(η);

Άμα πέρασε όμως το καλοκαίρι κι ήρθε ο Χινόπωρος και πείστηκε πιά οριστικά, ότι δεν είναι τίποτα, ε τότε πιά, ποιος την κράταγε.

-Δε ματαπααίνουμι πιδιά μ' στα βουλιάσμένα τα β'νά. Δεν είνι ζουή αυτήν, δυο βουλές του χρόνου, να βρίσκισι στ' στράτα σαν τ'ς γύφτ(οι)!

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.