Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί σαρακατσαναίοι, είχαν αγοράσει κτήματα κι αρχίνησαν ύστερα από καμπόσα χρόνια να σπέρνουν κι αυτοί και κάνα χωράφι. Αφού έβγαιναν την Άνοιξη στο ξεκαλοκαιριό τους, ύστερα από λίγο, τέλη Μάη έμπα Θεριστή, κατέβαιναν ένας-δυο από κάθε κονάκι και με κανιά γυναίκα, να μάσουν τα σπαρτά.
Θέριζαν με τα δρεπάνια, αλώνιζαν με τ' άλογα, άχερα, ζέστα, ίδρωτας, σκουτιά μαλλίσια, σκασμός και βάσανο. Κι όπως ήταν κι άμαθοι από τέτοιες δουλειές, στέγνωναν οι άνθρωποι, τους περιλάβαιναν κι οι θέρμες, έλειωναν.
Ένας, πούταν και νοικοκύρης με τρείς-τέσσερες κλήρους, απ’ την πολλή δουλειά και τις θέρμες είχε κατάρθει. Νιά χρονιά, αφού κακόμασαν τα σπαρτά, φόρτωσαν στ' άλογα και κάμποσο γέννημα για τα β'νά και τράβηξαν για τον Καρβασαρά. Ο γέρο Αντώνης (δεν ήταν και πολύ γέρος), εξαντλημένος όπως ήταν, έρχονταν καβάλα. Φτάνοντας στη Νεβρόπολη, σιγά-σιγά μπήκαν στα έλατα. Περνώντας λοιπόν ο άνθρωπος κάτω από έναν έλατο, κοντοκράτησε τ' άλογό του και πιάνοντας νιά μπάτσα με το χέρι του και κουνώντας την, είπε αναστενάζοντας από καρδιά:
"Άειντι, ωρέ μπατσούλα μ', σώσιμι αυτήν τ' βουλά κι δε ματά σι αφίνου", εννοώντας ότι δεν ξαναφίνει τα βουνά το καλοκαίρι για δουλειά στον κάμπο.