Χρόνια πεθαμένος ο γέροντάς της και η γιαγιά έμενε με το μικρότερο παιδί της, όπως συνηθιζόταν.
Μια μέρα που θα πήγαινε ο γιός της στο παζάρι, να ψωνίσει κατ' πέρα δώθε και να κάνει και κάποιες δουλειές που ήθελε, για να πειράξει τη μάνα του της λέει χαριτολογώντας.
«Μάνα, σήμερα θα κατεβώ στο παζάρι, τι θέλεις να σου φέρω, έναν τενεκέ μέλι για να τρως ή έναν γέροντα να ’χεις συντροφιά;».
Και η γιαγιά χωρίς δεύτερη σκέψη απαντά «Ούι παιδάκι μ', με τι δοντάκια να του φάω ιγώ του μέλ(ι);».
(Από το βιβλίο του Ναπ. Βαγγελή)