Palkaroplo 100Λίγο ως πολύ είναι γνωστό πως δημιουργούνταν τα τσελιγκάτα και οι στάνες των Σαρακατσαναίων. Υπήρχε ο τσέλιγκας με τα αδέρφια του που είχαν πολλά πρόβατα και μαζί τους πήγαιναν και κάποιοι άλλοι, συνήθως συγγενείς ή σμίχτες, που ο καθένας τους είχε λίγα προβατάκια. Οι σμίχτες έσμιγαν το κοπαδάκι τους με τα κοπάδια του τσέλιγκα και έκαναν τον τσοπάνο, έτσι ώστε κι ο τσέλιγκας να έχει τσοπαναραίους, κι αυτοί να μπορούν να ξεχειμωνιάσουν ή να ξεκαλοκαιριάσουν, αφού, αν ήταν μόνοι τους, ήταν δύσκολο να βρουν λιβάδι για το κοπαδάκι τους.

Την άνοιξη και το φθινόπωρο, ο τσέλιγκας έκανε λογαριασμό με τον κάθε σμίχτη ξεχωριστά και ανάλογα τον χρέωνε ή του έδινε κάποιο υπόλοιπο. Σε αρκετές βέβαια περιπτώσεις ο λογαριασμός έβγαινε χρεωστικός και ο σμίχτης πλήρωνε. Μάλιστα, σε κάποια ανάλογη περίπτωση, ειπώθηκε από κάποιον σμίχτη και το αμίμητο: «Εγώ τί δικαιούμι να πληρώσω;»

Το παρακάτω περιστατικό έγινε όταν ένας τσέλιγκας λογαριάζονταν τε τους σμίχτες της στάνης του.

Πέρασε το καλοκαίρι και μαζεύτηκαν οι σμίχτες να λογαριαστούν με τον τσέλιγκα. Καθένας με τη σειρά του ανάλογα πλήρωνε ή έπαιρνε κάποιο ποσό από τον τσέλιγκα, ευχόταν καλό χειμώνα και έφευγε για να πάρει το κοπάδι του. Τέλος ήρθε κι η σειρά του Αντρέα. Ο Αντρέας βλέποντας πού πήγαινε ο λογαριασμός, πριν καν τελειώσει ο τσέλιγκας, κατάλαβε ότι όχι μόνο δεν θα ’παίρνε τίποτα αλλά για να ξεχρεωθεί έπρεπε να δώσει και τα λίγα πρόβατα που είχε στον τσέλιγκα. Πήρε λοιπόν την κλιτσούλα του κι έκαμε πιο πέρα πικραμένος για να φύγει.

Τότε ο τσέλιγκας δήθεν στενοχωρημένος του φωνάζει: «Πού πααίν'ς, ωρέ Αντρέα έτσ(ι), ούτε την υγειά δεν θα μας αφήκ ’ς».

Κι ο Αντρέας, ετοιμόλογος, του απαντάει: «Αυτήν μαναχά μ' άφ’κεις, να στ ’ δώκου κι αυτήν!»

(Από το βιβλίο του Ναπ. Βαγγελή)

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.