moirologistres 02Όξου ου αέρας σταματ'σει να φ'σάει. Ένα απαλό αηράκ' απόμ'νει μαναχά, θαρρείς κι ήθελ' ου Θεός να διωχν' τουν μπόχου απ' του θάνατου!
Τι βραδιά κι αυτή Θέ' μ'!
Ο Γιάννους τ'ς Αλέξινας, τον ήφεραν σήμηρα απ' του Νουσουκουμείου.
"Δεν γέννητι", ειπαν οι γιατροί "παρτη τουν στα καλύβια να παραδώσει τ' ψ'χή τ'!".
Ποιος; ...ου Γιάννους απ' έπιανει τ'ν πέτρα κι τ'ν έστυβει!!!

Τα ζωντανά ανακατώθ'καν κανα δυό βουλές. Κυπριά κι κ'δούνια σαν νά 'σκουξαν κι σήκωσαν ν'χο ψ'λά. Καμπάνις θανάτου κι όχ' του γλυκολάρωμα τ'ς κουρφές και στα πλάϊα.
Δεν ήταν παρακάλια, δεν ήταν τραγούδ', δεν ήταν του γλυκοκιλάϊδησμα απ' βγάνουν τα κ'δούνια άμα η ψ'χή γιλάει. Έσκουξαν, σαν να καταριότι η μάνα του πιδιτ'ς. Σα να γκριμίζητει ο βύραγκας στα λ'θάρια κι η βουή να αντιλαλάει κι να δυναμών'.
Μέσα στ'ν καλύβα μπούζ' κι τα ζωντανά να ανακατώνουντι σα να κ'βαριάζ' ο χ'μωνας τουν Απρ'ιλ' να τουν πνιξ'. 
Ώρε κατακαϋμένε Γιάννο! Τριανταπέντι χρόνια, πως παν να βασιλέψουν! Ανατριχήλα κακιά..!
Ου Γιάννους, απ' αναμέραε τα μυρμήγκια να μην τα πατήσ', κοίτιτει τώρα ανήμπουρους κι βουγκάει! 
"Όχ(ι)! Δεν συ σκιάζουμαι Χάρε, δεν κλαίου! Να τραγ'δήσου θέλου!"
Κι αρχ'νάει ου Γιάννους το μοιρολόϊ.

"Ωρε θέλ'τε δένδρα μ' ανθίσετε
σα' θέ'τε λουλουδίστε,
στον ίσκιο σας, δένδρα μ', δεν κάθουμαι
μήτε και στη δροσιά σας.
Μον' καρτερού την Άνοιξη
Νά 'ρθει το καλοκαίρι..."

Δεν πρόκαμι ου Γιάννους να τιλέψ' του τραγούδ' κι η λιβέντικ' σαρακατσάνικ' ψ'χή τ' κίν'σει για να ανταμώσ(ι) αλλνούς συντρόφους σ' άλλουν κόσμου... Εκεί απάν', απ' τα δέντρα ειν' ανθισμένα πάντα.

Ο θάνατος για τον Σαρακατσάνο είναι μαύρος κι "άραχνος", όπως όλων των αρχαίων Ελλήνων οι οποίοι έχουν την ίδια σκοτεινή αντίληψη για το θάνατο. Δεν τον φοβούνται όμως. Λυπούνται, πονάνε, όμως δεν τους τρομάζει η ιδέα του θανάτου όσο και αν ομολογούν μεταξύ τους ότι "είναι κρύο πράγμα ". «Τον έχουν στ΄ αρζαύτ’». Η στάση του Σαρακατσάνου, που γεννιέται στ’ στράτα (στο δρόμο) και πολλές φορές πεθαίνει σ’ αυτήν, είναι σχεδόν οικεία με τον θάνατο . Οι Σαρακατσάνοι, έχουν τις νεκραλαξιές πάντα στα «σέα» τους (το σύνολο του ρουχισμού). Ο θάνατος θεωρείται πέρασμα σε μια άλλη ζωή, αναγεννημένη.
Ο Γιάννος, χρόνια ποτισμένος με αυτές τις παραστάσεις , λυπάται, πονάει , αλλά δεν φοβάται. Να τραγουδήσει θέλει . Να ξορκίσει το κακό . Τούτη η Άνοιξη όμως δεν θα τον βρει εκεί. 
Όταν τα κλαριά θα αρχίσουν απ’ τα ξεράδια να βγάζουν τα πρώτα βλαστάρια, ο Γιάννος θα λείπει, για αυτό και δεν τον νοιάζει …στον ίσκιο τους δεν θα κάτσει πια, μήτε και στη δροσιά τους. Θέλει μόνο να ανθίσουν τα κλαριά, να βγουν οι σύντροφοι μου στα βουνά για να χαρούν την Άνοιξη. Θέλει τη συνέχεια της ζωής.
Βουλώστε τα κουδούνια, αυτές τις καμπάνες του θανάτου που απόψε δεν ησύχασαν, σε μια υπόκωφη συμφωνία θανάτου. 
(Οι Σαρακατσάνοι, όταν ξεψυχούσε παλληκάρι η τσέλιγκας, βούλωναν όλα τα κουδούνια του κοπαδιού να μην λαλούν. Όταν δε πέθαινε, έβγαζαν τα κουδούνια από τα ζώα για χρόνο ολάκερο.)
Βουλώστε τα να μην λαρώσουν αύριο, που θα ξεκινήσουν τα κοπάδια και τραγουδήσουν τον γλυκό ήχο του κοπαδιού που ξεχύνεται στα ξεκαλοκαιριά.
(Του Ευαγγελισμού, με το παλιό "με τον πρώτο κούκο", οι Σαρακατσάνοι «σιδέρωναν», "αρμάτωναν" τα κοπάδια με τα κυπροκούδουνα, για να λαλήσουν στα βουνά και στα λαγκάδια όπως ο κούκος.

Του Ζήση Κατσαρίκα

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.