Τη δεκαετία του 70, πολλοί νέοι σαρακατσιάνοι φοιτητές, αντάμωναν στη Θεσσαλονίκη και δημιουργούσαν τις άτυπες σαρακατσιάνικες νεολαίες και εκεί... “σουμπουλιάστ'καν” και πολλά ανέκδοτα, αναφορικά με τη ζωή των σαρακατσιαναίων και την σταδιακή ένταξή τους στον αστικό κορμό της χώρας.
Ένα από αυτά είναι με τη λέξη τλουπόξ', δηλαδή τυλίξου με τα σκεπάσματα. Λέξη το άκουσμα της οποίας παραπέμπει σε ονομασία φαρμάκου.
Οπότε, όταν κάποιος δήλωνε άρρωστος από κρυολόγημα, η... συνταγή ήταν Tlupox. Και άντε να καταλάβουν οι μη σαρακατσιάνοι τι εννοούσαν οι φίλοι τους.
Από το λεξιλόγιο:
«Τλούπα» = η τούφα του μαλλιού που δένεται στη ρόκα και γνέθεται.
Από το «τολύπη» = τουλούπα, όγκος, τμήμα ξεσμένου μαλλιού έτοιμο για γνέσιμο, από το οποίο παράγεται και το ομηρικό ρήμα «τολυπεύω» = μεταποιώ το έριον εις τολύπας, «κάμνω τουλούπας», παρασκευάζω, πλέκω (τ, 137, Ω, 7).