Φοιτητές στη Θεσσαλονίκη τα παιδιά, ανέβηκαν το Καλοκαίρι στα κονάκια να δούνε τους δικούς τους. Ένα βράδυ, καθώς κάθονταν στο φριτζιάτο, το έφερε η κουβέντα στο σύμπαν, τα’ αστέρια και τη γη που γυρίζει γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον ήλιο. Ακούγοντας αυτά ο γερο-Κίτσιος που πλάϊαζε μέσα στο καλύβι, πετάχτηκε έξω και άρχιζε να φωνάζει: «Τι είν’ αυτά απ’ μουλογάτε ωρέ χαζά τ’ διάολ’; Αν γύρνα’ε η γη, εδώ θα να ‘ταν η ρούγα απ’ του καλύβ’; Τ’ν μια τ’ μέρα θα νάταν εδώ κι τ’ν άλλ’ να τηράει κατ’ εκεί»
Και για τους νεότερους: «Τι είναι αυτά που εξιστωρείτε βρε χαζά του διαβόλου. Αν γυρνούσε η γη, εδώ θα ήταν η πόρτα από το καλύβι; Τη μια ημέρα θα ήταν εδώ και την άλλη να κοιτάζει προς τα εκεί»