Την Άνοιξη του σαρανταένα, οι δικοί μου με την ανωμαλία που υπήρχε, την κατοχή των Ιταλών κι επειδή είχαν και χωράφια σπαρμένα και για να μην είναι μοιρασμένοι μισοί στον κάμπο και μισοί στα βουνά, αποφάσισαν για πρώτη βολά να μην πάν στα βουνά, να κάτσουν στον κάμπο. Κι έτσι όταν γύρισα απ’ την Αλβανία, τους βρήκα στο χωριό, στη Νταουτζιά. Ο πατέρας μου πάντα στον κάμπο το πέρναγε λίγο πολύ το Καλοκαίρι με τα σπαρτά κι άλλες δουλειές που είχε. Το ίδιο και τ' αδέρφια μου δεν παραννοιάζονταν, όπως κι οι αδερφάδες μου. Η μάνα μου όμως, που απ’ τα γέννητά της, άμα έρχονταν η Άνοιξη, δεν είχε μείνει ούτε νιά μέρα στον κάμπο, δεν την χώραγε ο τόπος.
Δεν μπόρεγε να πιστέψει ότι μπορεί να μείνει στον κάμπο το καλοκαίρι και να μην πάθει τίποτα! Γυρόφερνε από δω, γυρόφερνε από κει, και μη έχοντας σ' άλλον εμπιστοσύνη να πει το φόβο της, έρχονταν σε μένα και μώλεγε: «Τι λες Γιάννη μ' θα ζήσουμι;» Γιατί να μη ζήσουμε, μάνα, της έλεγα. Πως ετούτος ο κόσμος που μένει εδώ, ζει; «Αυτοίν είνι μαθ'μέν' πιδάκι μ '», μώλεγε. Και παρόλο που την κατασύχαζα, ο φόβος δεν της έφευγε. Κι όσο έμπαινε το καλοκαίρι, τόσο και περίμενε νάρθει κανιά λάβα, να μας κάψει! Και βλέποντας με τον καιρό, ότι δεν είναι και του θανατά το πράμα, άρχισε ν' απορεί και να με ρωτάει: «Δε θα νάρθ(ει) άλλ(η) ζέστα τρανύτερ(η);» Θυμάμαι θερίζαμε στα χωράφια και μας έφερνε ξυνόγαλο για δροσιστικό καβάλα σ' ένα γαϊδούρι. Κράταγε το μαντήλι της απλωμένο ίσκιο στο κεφάλι και μόλις έφτανε και ξεπέζευε, έτρεχε αμέσως να πιάσει ίσκιο σε κανιά γκορτσιά. Τόσος ήταν ο φόβος της. Τρόμαξε να της περάσει. Άμα πέρασε όμως το καλοκαίρι κι ήρθε ο Χινόπωρος και πείστηκε πιά οριστικά, ότι δεν είναι τίποτα, ε τότε πιά, ποιος την κράταγε. «Δε ματαπααίνουμι πιδιά μ' στα βουλιάσμένα τα β'νά. Δεν είνι ζουή αυτήν, δυο βουλές του χρόνου, να βρίσκισι στ' στράτα σαν τ'ς γύφτ(οι)».
(Γιάννης Μποτός)