Λίγες εβδομάδες πριν βαφτίσω το γιό μου, έτυχα σε ένα συγγενικό τραπέζι, καθήμενος δίπλα στην γιαγιά μου, μάνα του πατέρα μου. Ενώ τρώγαμε, κάποια στιγμή που οι άλλοι ήταν αφοσιωμένοι στη συζήτηση κάποιου θέματος, έσκυψε να μοιραστεί μαζί μου κάτι που την απασχολούσε. "Δεν μ' λες, Γιώρ' θα το πεις το παιδί!" Έμοιαζε με συμβουλή, αλλά σε τόνο προστακτικής. Για να την πειράξω, της είπα ότι θα έδινα το όνομα του πεθερού μου. "Ούϊ, μάνα μ', πρώτο παιδί και δεν θα πεις στουν πατέρα σ'!", αντέδρασε ξαφνιασμένη.
Ήταν το πρώτο άρρεν εγγόνι του πατέρα μου και ήθελε να το εξασφαλίσει ότι δεν θα κάνω κάποιο λάθος. Για να συνεχίσω το πείραγμα, την ρώτησα γιατί δεν έδωσε η ίδια στον πρωτότοκο γιο της το όνομα του πεθερού της. Μου απάντησε πως τότε δεν την ρώτησε ο νονός κι έβαλε... "θ'κό του όνομα". Συνέχισα να την ρωτάω, γιατί δεν τίμησε ούτε με το δεύτερο άρρεν τέκνο της τον πεθερό της και το ονόμασε Ηλία. Η απάντηση της βγήκε με χαρά, "ήθελα να κάνω κουρμπάν' στα β'νά". Ήταν μεγάλη χαρά για τους σαρακατσαναίους η αφορμή για γλέντι στα βουνά. Την ρώτησα το ίδιο και για το τρίτο παιδί. Οπότε, νιώθοντας στρυμωγμένη η γιαγιά, επειδή ακολούθησαν και άλλα χωρίς να ονομάσει κάποιο στο όνομα του πεθερού της, με πρόσταξε, "άϊ φάει ψωμί...!" και γύρισε στο πιάτο της...