Mpikos 100Γειά σας φίλες και φίλοι μου. Θα σάς διηγηθώ μία από τις εμπειρίες μου, σαν τσομπανόπουλο, στο χωριό μου τη Δαδια, το 1965, ήμουν 15 ετών.

Σεπτέμβριος μήνας έχουν στειρφέψ(ει) τα πρότα κι έρχιτει μίνια μέρα ου Δήμους ου Ζιώγας,(ου Γιουργαίικους γιατί υπήρχε και άλλος Ζιώγας Δήμος στου χουριό μας) αυτός ήταν γύρου στα 30-35 χρουνών και λέει τ' πατέρα μ’, «Μπάρμπα Μήτρου να ζμίξουμι τα πρότα κι να μ’ δώκ’ς του Σπυράκου να γένουμι συντρόφ’. Να τα πάμει τα πρότα απάν’ στ' Κουτρούνια τα β’νά, δεν έχ’ κουπάδια τώρα ηκεί απάν’ κι εχ’ βουσκή πουλύ, να φάν κι βιλάν’, (βελανίδια είχε πολλές βελανιδιές εκεί πάνω)

Σύντροφοι λέγανε τότε δύο άτομα πού συνυπάρχουν στο ίδιο κοπάδι. Ελληνικότατη λέξη, προέρχεται από την λέξη, τροφός, τρώγανε από τον ίδιο τροφό, δηλαδή από το ίδιο κακάβι, δεν είχανε πιάτα, καθένας το κουτάλι τ’ και παίρνανε μέσα από το ίδιο το κακάβι, από τον ίδιο τροβά, από το ίδιο καρβέλι κλπ. (μεταφορική έννοια).

Τουν ξέρου αυτόν έλιγαν, οι παλιοί, έκαναμαν συντρόφ’ μίνια χρουνιά, απάν στα β’νά, δηλαδή βοσκήσανε κάποτε πρόβατα μαζί.

Ο μεγαλύτερος από τούς συντρόφους, λεγότανε γκαβράρους, ήταν αυτός πού έκανε κουμάντο στο κοπάδι.

Συμφών’σει ου Πατέρας μ’, τά’ζμιξαμαν τα πρότα, φουρτώνουμει κι τα γουμάρια μας, τρουφή για τρεις μέρες,(τριτόημιρου τόλιγαμαν, η τισσιρόημιρου, αν πρόκειται για τέσσερις μέρες ), τροφή για τι μάς κι για τα σκ’λιά, (σκ’λ’οψωμα, ψωμί από πίτουρα ), μία κάπα, μια βελέντζα, κι κανένα τσιόλ’ για να στρώσουμε στο γιατάκ’ μας. Τα γουμάρια ούλ’ μέρα φουρτουμένα μέσα στου κουπάδ’.  500 πρότα κι δυο γουμάρια, 502.

Ξεκίνσαμαν τούν ανήφουρου για τα β’νά, έδρα όπ’ βραδιάσουμει.

Έφτασασαμαν στου μπρουουρισμό μας νύχτα.

Μαζώνουμει τα πρότα να πλαϊάσουν σι μίνια λάκα, (ανοιχτό μέρος χωρίς φράχτη, χωρίς κάτι να περιορίζει τα πρόβατα, η θέση τής λάκας έπρεπε να είναι σε απάγκιο μέρος, να μην το χτυπάει ο βοριάς, να είναι κάπως πλαγιά για να τρέχει το νερό σε περίπτωση βροχής και να έχει από την πλευρά του βοριά πυκνή βλάστηση για να κόβει τον αέρα, γρέκ(ι) το λέγαμε.)

Μαζώνουμει τα πρότα στου γρέκ(ι) να γρικιάσουν κι πιάνουμε τα γουμάρια να τα ξιφουρτώσουμει. Ανάβουμει τ' φουτιά κι έφκιασαμαν τα γιατάκια μας, του ένα γιατάκ(ι) απ’ τ' μίνια τ'μιριά τ’ς φωτιά κι τ' άλλου απ’ τ'ν άλλ’ τ' μιριά τ’ς φουτιά.

Έκουψαμαν κάτι κλαριά τά‘στρουσαμαν καταή για να φκιάσουμει τα γιατάκια μας. Μ’ λέει ου γκαβράρους σύρει τώρα κάτ’ στου ρέμα να φέρ’ς νιρό. (άντε να πεις τώρα ότι φοβάσαι να πας στο ρέμα για νερό, μέσα στη νύχτα, δεν τολμούσε να πεις κάτι τέτοιο, μεγάλη προσβολή) . Πήρα τ’ς φτσέλεις (ξύλινα δοχεία ), δύο κακάβια μικρά και πήγα κάτω στο ρέμα, σιουρώντας (σφυρίζοντας ) έτσι έτσι για να σπάει η σιωπή τής νύχτας και να φεύγουν τα διάφορα ζούδια που τυχόν ήτανε μπροστά μου, έτσι για να μην βγουν μπροστά μου και λαχταρίσω. Όταν έβλεπα, κάτι πού μαύριζε, είτε πέτρα είτε κούτσουρο, είτε κάποια νυχτερίδα που πετάγουνταν, η ψυχή μου πήγαινε στην κολότσεπη. Αφού έφερα το νερό, έπρεπε να μαγειρέψω. Τι θα μαγειρέψουμε; οι επιλογές μας ήταν, τραχανάς, η πέτρα (χυλοπίτες) , η πυρωμένο ψωμί με τυρί. Αποφάσισαμαν να βράσουμει τραχανά. Έπρεπει να πάου μέσα στου (ο)ρμάν’, να βρού ξύλου για να φκιάσου βρασταριά, (η βρασταριά ήταν ένα ξύλο σε σχήμα γάμμα, το καρφώναμε δίπλα στ’ φωτιά και η γωνία που σχημάτιζε το γάμμα έπεφτε πάνω στη φωτιά, εκεί κρεμάγαμε του κακάβ(ι) μη του φαϊ. Αφού έβρασε ου τραχανάς, παίρουμε τα χλιάρια μας κι έτρουγαμαν μέσα από του κακαβάκ(ι). Πιάτο δεν υπάρχει.

Πέρναγαν οι μέρις, με βρουχές μι κατιγίδεις, του βράδ’ στ’ φουτιά στέγνουναμαν τα τσουράπια, τ’ς γκούμις (λαστιχένια παπούτσια ), τα σκτιά (τα ρούχα) δεν χρειάζονταν να τα στεγνώσουμε, τα προστάτευε η κάπα, μόνο το παντελόνι στα μπατζάκια βρέχονταν. Αυτή η κάπα όσο βρέχεται άλλο τόσο βαριά γίνεται. Την ημέρα που τελείωσαν οι τροφές έπρεπε να πάω κάτω στο χωριό να φέρω τροφές. Πήγαινα εγώ γιατί ήμουν μ’κρός κι ου γκαβράρους δε μι ιμπιστεύουνταν να μ’ άφηκ’ μαναχό μέσα στα β’νά κι τ’ς λύκ(οι). Όταν κόντιβη να ν’χτώσ’, μού λέει ου γκαβράρους, Σπυράκου, τώρα απ’ νυχτών’ τα γρούνια σκαρίζουν, ιγώ θα Πάρου του τφέκ(ι) κι θα πάω να στήσου καρτέρ’, ισύ θα πάρ’ς του κουπάδ’ κι θα του πας στου γρέκ(ι). Θα ανάψεις τ' φουτιά, θα πάς στου ρέμα να φέρ’ς νιρό κι όταν θα νάρθου ιγώ, θα πάρ’ς του γουμάρ’ κι θα πάς στου χουριό. Κατάλαβης; Κατάλαβα, τ' λέω.

Βάν’ του τφέκ’ (ντουφέκι) καταϊ κι μ' λέει, "πέρνα τρεις βουλές απάν’ απ’ του τφέκ’ για γούρ'). Πέρασα τρεις βουλές κι έφυγη αυτός, πήγι στου καρτέρι. Ιγώ πήρα του κοπάδ’ κι του πήγα στου γρέκ(ι), πήγα στου ρέμα για νιρό, άναψα φουτιά κι καρτέργα νάρθ' ου γκαβράρους. Εδώ θέλω να σάς πω ότι, στο γρέκ' την επόμενη χρονιά και για πολλά χρόνια, επειδή είχε κοπριά από τα πρόβατα που κοιμούνται, φυτρώνει πολύ χορτάρι και το λέγαμε παλιουκόπρ'. Σκοτωμός για να βρούνε οι τσοπάνηδες παλιουκόπρι. Αρχίν’σει να μπουμπουνιζ(ει), να αστράφτει! Ωχ λέου απού μέσα μ', μι βρουχή θα πααίνου ούλ’ νύχτα. Κάποια στιγμή ήρθι ου γκαβράρους. Άντε, πάρη του γουμάρ(ι) κι σύρει στου χουριό, μ' λέει.

Καβαλ(ι)κεύου του γουμάρ κι ξικνάου για του χουριό τρεις ώρες στράτα, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, μέσα στα β(ου)νά. Αρχινάει να βρέχ’, να αστράφτ’, ικεί απ άστραφτει, έφιγγει ου τόπους κι ξαφνικά πάλι σκουτάδ’, έβλεπα κάτι να μαυρίζει, τι να είναι αυτό τώρα αναρωτιόμουν, λύκος, αγριογούρουνο, φάνταζμα, είχαμε και τα φαντάσματα τότε. Η ψυχή στην κολοτσέπ(ι), μέχρι που έφτασα στο χωριό ξημερώματα.

Αυτή ήταν η ζωή του τσομπανόπουλου τότε, ήταν το μπούλιγκ της εποχής.

Σπύρος Μπίκος

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.