Mpikos 100Αυγή, αχάραγα, με τον μακαρίτ’ τουν πατέρα μ’, χώρσαμαν τ’ αρνιά από τ’ς μάνες τ’ς και μ’ λέει ο πατέρας μ’, "Πάρι τα πρότα να πας να τα βοσκήσεις, ιγώ θα πάου στου Σουφλί, έχου κάτ’ δ(ου)λειές να κάνου κι του βράδ’ θα να ‘ρθου".
Παίρνου κι εγώ του ντρουβά μ’, βάνου κι ένα περιοδικό σ' γκουλότσεπ’ κι απόλσα τα πρότα να πάν να βουσκήσουν. Κύλσαν τα πρότα κάτ’ κα του χαντακάκ' κι να ακολλήσουν απού πέρα στου προυσήλιου. Ιγώ β(γ)ήκα μπρουστά απ’ τού κουπάδ’, άπλουσα τ’ γκάπα μ’ σι κάτ’ κνούκλις (χαμόθαμνους, μπουρντένια τα λένε στη Δαδιά, τα βάζαμε στις κρεβατίνες του μεταξοσκώληκα, όταν έπρεπε να φτιάξουν τη φούσκα του μετάξι ) και άνοιξα του περιοδικό και διάβαζα.

Κάτ’ στου ρέμα όμους, παραφύλαγι ου λύκους. Μόλις β(γ)ήκαν τα πρότα στ' μπλαϊά στου προυσήλιου, απ’ τ’ γκοτνέλα (το πίσω μέρος του κοπαδιού ), αρπάζ' μίνια πρατίνα ου λύκους κι δε μπήρα χαμπάρ’ ούτι γώ ούτι τα σκ(υ)λιά. Τα σκ’λιά τα δικαιολογώ γιατί ο τσοπάνος ποτέ δεν ταϊζει τα σκυλιά το πρωί στο μαντρί, εάν τα ταΐζει στο μαντρί πολλές φορές δεν ακολουθούν το κοπάδι, γι' αυτό τα ταΐζει όταν απομακρυνθεί το κοπάδι από το μαντρί. Έτσι κι εγώ περίμενα να απομακρυνθώ απ' το μαντρί και μετά να ταΐσω τα σκυλιά. Τα σκυλιά όμως, μέχρι να τα ταΐσω έρχονται από πίσω μου, σκεπτόμενα, τώρα θα μας ταϊσ’, τώρα θα μάς ταϊσ’, νηστικά όπως ήταν, (δύο φορές την ημέρα τα ταϊζαμε, πρωί και βράδυ). Οι Σαρακατσάνοι δεν τα ταϊζανε καλά τα σκυλιά, "σκλί χουρτάτου δε φ'λάει πρότα", έλεγαν.

Στην περίπτωσή μου όμως, άμα είναι και πολύ νηστικό, πάλι δεν φυλάει πρόβατα. Τέλος πάντων, κύλησε η μέρα, γύρω στο απόγευμα ήρθε ο πατέρας μου και μού λέει, "άφτα τα πρότα τώρα, πάρει τ' άλουγου σύρι στου χουριό κι έλα ν' αυγή πάλι". Παίρνου κι εγώ τ' άλουγου, πήγα στο χωριό, ήταν μία με μιάμιση ώρα δρόμος και το πρωί πήγα πάλι στο μαντρί.
Βλέπου του μπατέρα μ’ φούρκα! τσιατάλια τα νεύρα τ'. Μι ρουτάει, "πού τ’ν είνι η κάτσην’ η πρατίνα η κρούτα;" (Κάτσινη είναι η άσπρη προβατίνα με κοκκινοπό πρόσωπο, και κρούτα η προβατίνα με μικρά κέρατα. Η συγκεκριμένη προβατίνα είχε και τα δύο χαρακτηριστικά.)

"Γιατί ρουτάς;" του απάντησα. "Σύρι κάτ’ στου ρέμα να ιδείς τ' μπρουστούρα τ’ς", μου λέει εκείνος. (Μπρουστούρα είναι η ακαθαρσίες από την κοιλιά του ζώου όταν ξεκοιλιάζεται) «Ικεί σ' νέφαγι ού λύκους αυγή αυγή, κι ισύ φλάς τ’ν ξιβράκουτ’ (το περιοδικό) σ' γκουλότσεπ’ κι σ' όφαγη ου λύκους τ’ μπρατίνα! Καλά κατάλαβα ιγώ ειχτές από ‘ρχουμαν κατί σένα», μού λέει. "Είδα τα όρνια απ’ ίφηρναν γυρβουλιά τούν αρανό, αλλά δεν έδουκα σημασία".

Τα όρνια, με το που ξεκοίλιαζε ο λύκος την προβατίνα, ή ψόφαγε κάποιο ζώο, αμέσως παίρναν μυρουδιά. Τα εξώφυλλα των περιοδικών, για εκείνη την εποχή θεωρούνταν ξεβράκωμα.

Σπύρος Μπίκος

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.