Οι δυο συνεφάδες είχαν ξεκαλοκαιριάσει μαζί στο ίδιο οτζάκι και στη στράτα για τα χειμαδιά έκαναν αντάμα «κονάκι», οι δυο οικογένειες, η μια δίπλα στην άλλη.
Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, η οικογένεια που θα πήγαινε μακρύτερα, φόρτωσε τα πράγματά της και κίν'σει τ' στράτα τ'ς, αφήνοντας πίσω την άλλη συννυφάδα να κλαίει και να «ξενιτεύει», όπως συνήθιζαν οι Σαρακατσιάνες κατά τον αποχωρισμό.
Κοιτώντας το σημείο όπου ήταν η τρύπα που άφησε η φούρκα της «τσιατούρας», είπε με εκείνον τον μονότονο μελαγχολικό ρυθμό:
-Τηράω, ούι κυρούλα μ’, τ’ν τρυπούλα σου… τηράω κυρά μ' τ'ν τρύπα σου και κλαίω και δεν μερώνω...
Εκείνη τη στιγμή, χλημίτρισε η "Κούλα" η φοράδα της οικογένειας. Στο άκουσμα της, η συννυφάδα συνέχισε πάντα στον ίδιο το ρυθμό:
-Κι εσύ τι χλημιτράς κουλάκο μου..;