Τόχαμε παλληκαριά να πειράξουμε κάνα σκ(υ)λί, να μας ριχτεί και να το αλικοτήσουμε, βαρώντας το με το ξύλο. Σε λίγα όμως σκυλιά κόταγαμε να το κάμουμε αυτό. Μόνο ο Λιγάκης ο Κόρκος, πούταν και τρανυτεράκος από μας, δε σκιάζονταν και τράβαγε ίσια απάνω τους και μόλις του ρίχνονταν τα σκυλιά, ανέμιζε την κλίτσα του πέρα δώθε σα σπάθα και σαν παλαβός. Γι’ αυτό και τον έλεγαν «Λία Θυμωμένο», ή ο «Θυμωμένος». Απ’ τα σκυλιά έχω πάθει πολύ μικρός, νήπιο, λαχτάρα που τα σημάδια της τάχω ακόμα στο χέρι μου. Είχαμε νιά ξένη φαμελιά τσιοπαναραίόυς κι είχαν φκιάσει παρέκει απ’ τα σπίτια μας καλύβι με φτέρες και μπάτσες.
Με πήραν νιά μέρα οι αδερφάδες μου και πήγαμε εκεί να παίξουμε μ’ άλλα παιδιά. Τι τούρθε ένα διαολόσκυλό τους -τα σκυλιά στα κονάκια δε χύνονταν ποτέ σε λιανοπαίδια και σε γυναίκες-, χυμάει απάνω μας, κι όπως απ’ το φόβο μου άπλωσα τα χέρια μου, μου το χάσπωσε ολόκληρο το ένα χέρι κι έχωσε τα δόντια του από πάνω απ’ τον καρπό, στον πήχυ. Έτρεξαν και μ' έβγαλαν και με γιάτρευαν μήνες να κλείσουν οι πληγές, τόσο βαθιά με δάγκωσε, αφού και τώρα φαίνονται οι ουλές απ’ τις δαγκωματιές.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού "Σαρακατσιαναίοι"