Ένα βράδυ που δεν είχε φεγγάρι κα το σκοτάδι ήταν βαθύ σαν πίσσα, ο Γιάννος κι ο Μήτρος πήγαν στα μαντριά ν’ αρμέξουν τα γαλάρια.
Τ’ άρμεξαν, με το καλό και γέμισαν δυο κακάβια, χείλ’ μ’ αχείλ’. Πήραν από ένα κακάβι και κατηφόρισαν την πλαγιά να πάνε στα καλύβια. Δεν έβλεπαν το μονοπάτι και πήγαιναν στα τυφλά, ανάμεσα στα πουρνάρια και τις κοτρόνες.
Κάποια στιγμή, ο Γιάννος άκουσε ένα περίεργο θόρυβο, σαν να χτυπιόταν το κακάβι με τις κοτρόνες. Πήγε το μυαλό του στο κακό και ρώτησε τον Μήτρο.
«Όρε Μήτρο μ’ μάκι χύθ΄κι του γάλα;»
Ο Μήτρος που είχε πάρει δυο κωλοτούμπες κι είχε χάσει τ’ αυγά και τα πασχάλια, απάντησε.
«Όρε Γιάννο μ’ δεν ξέρω τι γίν΄κι του γάλα. Το κακάβ’ χαλεύου να βρου…»
Του Γιώργου Φυτιλή