Πόντιος μουσαφίρης στα κονάκια στο Καϊμακτσαλάν, άκουσε τ’ γερο-Γιάνναινα να... ξενιτεύει.
«Γιατί μοιρολογάει αυτή η γυναίκα;» ρώτησε τη Σαρακατσιάνα, στης οποίας το κονάκι φιλοξενούνταν.
«Δεν μοιρολογάει η έρμ’, ξενιτεύ'…» του απάντησε αυτή.
«Και που πηγαίνει;» ξαναρωτάει ο πόντιος.
«Π’θενά δεν πααίν’, μόν’ έχ’ το παιδί τ’ς φαντάρο και ξενιτεύ’», προσπάθησε να του εξηγήσει η Σαρακατσιάνα, μεγαλώνοντας την απορία του Πόντιου.
Τότε ανέλαβε ο άντρας του σπιτιού να εξηγήσει στον καλεσμένο, ότι οι Σαρακατσιάνες αναφέρονται στους ξενιτεμένους αυτοσχεδιάζοντας στίχους κρατώντας αυτόν τον μονότονο ρυθμό.
Την ιστορία αυτή τη διηγήθηκε, σε μια παρέα Σαρακατσιαναίων στον Τύρναβο, ο ξάδελφός μου ο Γιώργος. Όλοι στην παρέα, μέσης ηλικίας και πάνω, καταλάβαμε για ποιο πράγμα μιλούσε και κάναμε το μολόημα εικόνα, επειδή είχαμε όλοι παρόμοιες εμπειρίες. Σήμερα είναι δύσκολο να εξηγήσεις στους νέους απογόνους των Σαρακατσιαναίων το ξενίτεμα.
Να γιατί λέω ότι απέτυχαν οι σύλλογοι να διασώσουν την παράδοση.