Στ’ στράτα για τα χειμαδιά, πέρασαν από το παζάρι των Τρικάλων να ψωνίσουν και τα… πέρα-δώθε για της ανάγκες του βιού και της οικογένειας. Η Γερογιάννενα πλησίασε έναν έμπορο που πουλούσε κοπάνες και τον ρώτησε για την τιμή τους.
- Εικοσιπέντε δραχμές, την ενημέρωσε ο πωλητής.
Επειδή ήθελε να παζαρέψει, όπως συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια, έκανε σαν παρέκ’» και ματαγύρ’σε κατ’ τον έμπορα.
- Θα μ’ τ’ δώκ’ς με τριάντα να τ’ν πάρου; …αντιπρότεινε στον πωλητή.
- Άντε πάρ’ την και με τριάντα, είπε, κρύβοντας τη χαρά του ο έμπορος.
Όταν η Γερογιάννενα επέστρεψε στο μπλούκ’, μολόγησε το… κατόρθωμά της στους άλλους.
- Ωρέ τι λές! Την κορόιδεψαν οι άλλοι.
- Εσύ τον γέλασες τον έμπορα!