Mpikos 100Είναι η εποχή που οι Σαρακατσάνοι έχουν ήδη κατέβει στα χωριά και έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής του τσοπάνη.
Τα μαντριά μία, άντε δύο ώρες μακριά από το χωριό, το βράδυ, τα πρότα μέσα στου μαντρί, φλώρου σκνί γυρβουλιά απ'του μαντρί και πέντε έξι παλιουσκτιά, για σκιάζματα, κι ου τζιουμπάνους παίρ' τ' άλουγου, ;h του γουμάρ' κι του βράδ' στου σπίτ', ν' αυγή πάλι στου μαντρί, κάθι μέρα τ'ν ίδια σουρτάρα.

Αυτά βέβαια του χ'μώνα. Του καλοκαίρ', αντί οι Σαρακατσάνοι να πάνε στα β'νά, πάαιναν στου γκάμπου, άλλαξαν οι καιροί, λειτουργούμε με νέο κώδικα, ήταν η βοσκή στις καλαμιές, μετά σιγά σιγά αφού μάζευαν τις αγροτικές παραγωγές οι αγρότες, τ' απόλαγαγαμαν τα πρότα μέσα στα χωράφια, ειδικά στο χωριό μ' ήταν και το ποτάμ' που διέσχιζε του γκάμπου, άφθονο νερό για να πουτίσουμι τα πρότα, εκεί μάθαμε και κολύμπι στ'ς γκιόλις, άσε που σε μερικά σημεία είχε μεγάλις γκιόλις κι κολύμπαγαμαν τα πρότα, τα στριμώχναμε τα πρότα στου νόχτου, στ'ν άκρ' στ' γκιόλα, πιτάς κάνα δυο μέσα στου νιρό, κι άπα σουδιάζουν ούλα, ένα κουντά τ' άλλου μέσα στου νιρό, εκεί να δεις θέαμα, απόλαύσ' να βλέπ'ς να πααίνουν τα πρότα δέκα δεκαπέντε μέτρα μέσα στ' γκιόλα τ'ς πλέου (πλέοντας) ένα κουντά απ' τ' άλλου.

Βέβαια, επειδή στουν κάμπου κάν΄πολλή ζέστα, τα πρότα, απ' τ'ς δέκα με έντεκα η ώρα, γκβαριάζουνταν, (μαζεύονται κουβάρι και βάζουν τα κεφάλι τους κάτω ώστε να το προστατέψουν απ' τον ήλιο), όταν άρχιζαν και γκβαριάζονταν τα πρότα τα βάζαμε στου στάλου, αλλά και εκεί στου στάλου απ' τά 'χουμι πρέπ' να προσέχουμε γιατί ου ήλιους γυρνάει κι άμα γυρίσ' ου ήλιους κι βαρέσ' αουπάν στα πρότα υπάρχει περίπτωση τα πρότα να κριτσιανιάσουν (είναι μιά αρρώστια σαν ηλίαση), πολλές βολές, εμείς τα παιδιά, έβαναμαν τα πρότα στου στάλου κι ξιχνιόμασταν, με τα παιχνίδια, στ'ς γκιόλις, ψάχναμε για φουλιέςς από τρυγόνια, κοτσύφια, χαμουκέρασα και πολλούς άλλους πειρασμούς του κάμπου, γύρναγι ου ήλιους τά 'πιανι ου ήλιους τα πρότα στου στάλου κι μας χούϊαζαν οι τρανοί, "ωρέ τά 'καψι ου ήλιους τα πρότα, θα κριτσιανιάσουν!"

Κατά τ'ς πέντε η ώρα το γιόμα αρχνάει και δροσίζει η μέρα, τα πρότα, άμα δεν τα σκαρίσ' ου τζιουμπάνους, αυτά από μόνα τους αρχίζουν από ένα ένα κι σκαρίζουν μαναχά τ'ς. Οπότε έρθονταν η ώρα για άρμεμα, τα αρμέγαμε κι πάειναν στούν πουτ'στή για πότισμα, είτε στο ρέμα, είτε σε ποτίστρες με τσιμιντένιις κουπάνις, ή σουβάτια. Τα σουβάτια είναι ένα είδος Σαρακατσάνικης ποτίστρας, εκεί που αναβλύζει η βρύση, κατά μήκος της ροής του νερού, ανοίγουμε λακούβες, δέκα είκοσι, ανάλογα πόσο μεγάλο είναι το κοπάδι.

Αφού λοιπόν τα άρμεγαμαν, τα πότ'ζαμαν, πήγαιναν για βοσκή, η οποία διαρκούσε μέχρι τις πρωινές ώρες, την ώρα που σχολάνε τα μπουζούκια, χαχαχα. Πολλές φορές την νύχτα βουλώναμε τα κουδούνια και πηγαίναμε τα πρότα σε απογορευμένη ζώνη, γι' αυτό κάθε Παρασκευή έβλεπες τους Σαρακατσάνους στου Σουφλί, στο δικαστήριο, άκουγες τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ένοχος! εκατό μεταλλικές, διακόσιες μεταλλικές κλπ.

Τέλος Αυγούστου, αφού μαρκαλιόνταν τα πρότα κι στέρφιβαν, η μόνη ενασχόληση τους ήταν μόνο η βοσκή.

Το 1963, ήταν τέτοια εποχή, αρχές Σεπτεμβρίου, εγώ ήμαν δεκατρία χρονών, ήρθε μιά μέρα ου Δήμους ου Ζιώγας, ου Γιουργαίϊκους, ήτανε γύρω στα τριάντα, τριανταπέντε χρονών αυτός, -είχαμαν κι άλλουν Δήμου Ζιώγα, αυτός ήταν ου τρανός, έτσι για να τους ξεχωρίζουμε-, ήρθε που λέτε μιά μέρα ο Δήμος καί λέει τ' πατέρα μ', μπάρμπα Μήτρου, θα μ' δώκ'ς του Σπυράκου, να σμίξουμι τα πρότα, να κάνουμι συντρουφ'λίκ, (σύντροφοι, με την καλή έννοια, όχι τη κουμουνιστικιά έννοια) κι να τα βγάλουμι απάν στα βνά, έχ' πουλύ βουσκή ικεί απάν τώρα, παστρικός ου τόπους, δεν έχ' κουπάδια, τα παλιουκόπρια, τάνι γιουμάτα χουρτάρ', να φάν' κι βιλάν', έχει πολλές βελανιδιές εκεί πάνω. (παλιουκόπρ είναι το μέρος που κάποτε ήταν μαντρί η στρούγκα και επειδή ήταν κοπρισμένος ο τόπος (είχε πολύ κοπριά), ήταν άφθονο το χορτάρι)

Συμφώνησε ο πατέρας μου και μου λέει ο Δήμος, μιθαύριου, αυγή αυγή, φουρτώνουμι τα καπιά μας κι τα τρουβάδια, στα γουμάρια, ισύ απού 'κει κι 'γω απού 'δω, τα ζμί(γου)μι τα πρότα κι τούν ανήφουρου απάν κα τα β'νά.


Βέβαια ξέταζαμαν τ' μέρα απ' θα ξικ'νήσουμι, να μήν είναι μέρα Τρίτ', δεκατρείς του μηνός κλπ.

Ήρθη η μέρα, φόρτουσαμαν στα γουμάρια, τα καπιά, τα τρουβάδια μας, ψωμί για τρεις μέρες, τριτόημιρου το λέγαμε, απ' τ' μίνια τ' μιριά απ' του ντ'σάκ', (δισάκι) ψουμί για τι μένα κι απ' τ'ν άλλ' τ' μιριά σκ'λόψουμα για τα σκ'λιά, κάνα δυο τρουβάδια για να βάλουμε μέσα τυρί, κανένα σακούλ' τραχανά η πέτρα (χυλοπίτες), του κακαβούλι μ', του χλιάρι μ' κλπ.

Αφού, λοιπόν, φόρτουσαμαν τα γουμάρια τα σαλάγ'σαμαν μέσα στου κουπάδ' κι ξικίνσαμαν για τα β'νά.

Εκεί απ' θα πάιναμαν δεν είχαμαν μαντρί να πλαϊάσουν τα πρότα, ούτι καλύβ' για τι 'μας, ντίπ στ' λάκα, έδρα όπου βραδιάσουμε.
Ιδώ απ' πάιναμαν τουν ανήφουρου ου Δήμους έπιασι τ' μπρουστνέλα κι γω σα μκρότιρους έπιασα τ' γκουτνέλα, (μπρουσνέλα είναι μπροστά και κουτνέλα είναι από πίσω, το κουντνέλα μην το μπερδεύετε με το κοντά, οι Σαρακατσάνοι το από πίσω, το λέγανε απού κουντά, ισύ έλα απού κουντά μ', η πιάσι τ' μπρατίνα απ' τα κουντ'νά τα πουδάρια, η έπισα κι βάρισα του κουντνό μ', πισινό μου),
Περνώντας η μέρα, πήραμαν μπαϊά μιντιάν, βήκαμαν απάν' σι κάτ' λάκις μι κάτ' χουρτάρια, να σι πέρ' η χαρά.

Σάν έκαναν κι λάρουσαν τα πρότα κι να ακούς τόν ήχου απ' τα κ'δούνια, -διαφορετικός είναι ο ήχος από τα κουδούνια, όταν είναι λαρουμένα τα πρότα-, εκεί γιόν ντουν ήταν λόρθους ου Δήμους, ακούμπ'σι στ' γκλίτσα κι αρχίν'σι του τραγούδ', " θέλτι δεντρά μ' ανθήσητι θέλτι να λουλουδίστι", είχε ωραία φωνή, αλλά γενικά οι Ζιουγαίοι τό 'χουν στου τραγούδ κι του χουρό.

Είμασταν μέσα στ' χαρά, χουρτάρια πουλλά, δεν είχι άλλα κουπάδια, ούλις οι λάκις κι τα παλιουκόπρια ήταν θ'κά μας.

Το βράδ' γύρω στις οκτώ η ώρα, αυτήν την εποχή οκτώ η ώρα σουρουπών', φτάσαμε στον προορισμό μας, διαλέξαμε ένα απάγκιο μέρος για να γρικιάσουν τα πρότα, έπρεπε το μέρος αυτό να είναι προσηλιακό, να είναι κάπως ελαφριά πλαγιά για να τρέχουν τα νερά όταν βρέχει και από την πάνω πλευρά, την βορεινή να έχει πλούσια συστάδα δέντρων για να κόβει τόν αέρα, να είναι απάγκιου.

Στην κάτω άκρη από το γρέκ, στήσαμε το γιατάκι μας, είχε και ένα δεντράκ', όχ' πουλύ μεγάλου κι μαζών' τσ' αστραπές, ίσια ίσια να κριμάμι τα τρουβάδια κι τα καπιά μας, να μην τα φάν τα σκλιά κι οι αλπές.

Έπιασαμαν τά γουμάρια τα ξιφόρτουσαμαν, τα κακουμοίρ'κα ούλ' μέρα φουρτουμένα, μόλις τ' απόλσαμαν, απουλίσκαν να λάβουν κλισταριά να κλιστούν, σε χώματα να ραχατέψ' του κουρμί τ'ς.


Πάρι τ'ς φτσέλις κι τα κακαβούλια Σπύρου κι σύρι κάτ' στου ρέμα να φέρ'ς νιρό κι ιγώ θα ανάψου τ' φουτιά, μ' λέει ου Δήμους.

Εύκολο είναι να πάς, δεκατρία χρονών παιδί, μέσα στη νύχτα, κάτ' στου ρέμα;
Αλλά τότε δεν καταδέχονταν ο μικρός Σαρακατσάνος να πει σκιάζουμι. Σκιάζουμι ξι σκιάζουμι πήρα τ'ς φτσέλις κι τα κακαβούλια κι πήρα του γκατήφορου ψιλοτραγουδώντας και ψιλοσιουρίζοντας, πρόγκαϊ κάνα π'λί μέσα στ' νύχτα, ικιό του φλιτούρζμα απόκανι μόκουβι τα πουδάρια.

Πήρα νιρό, ανέφ'κα απάν' στου γρέκ', είχι ανάψ' τ' φουτιά ου Δήμους, αλλά έπριπι να φκιάσουμι τα γιατάκια τώρα, απουλίσκαμαν μεσ' στ' ουρμάν' μι τα τσικ'ράκια (μικρά τσεκούρια) να κόψουμε κλαριά να στρώσουμι στου γιατάκ'.

Απ' τ' μίνια τ' μιριά απ' τ' φουτιά ου Δήμους του γιατάκ' τ' κι απ' τ'ν άλλ' τ' μιριά τού θκό μ' του γιατάκ', απουσταμέν' γιόν είμασταν, δεν έκαναμαν φαϊ, κάτ' πυρουμάδις ψουμί μι τυρί έφαγαμαν κι πλάϊασαμαν.
Ξημέρωσε έβρασαμαν στου κακαβούλ' λίγου τσιάι τού βουνού!!! κι απόλ'σαμαν τα πρότα.
"Ιγώ τώρα Σπύρου, θα πάρου τα πρότα κι θα τα κάνου πέρα να βουσκήσουν κι ισύ θα πάρ'ς του τσικ'ράκ'ς να κόψεις παλιούρια να φκιάσις κόρδα". Η κόρδα είναι μία στρογγυλή, πρόχειρη περίφραξη, για να μπαίνουν μέσα τα πρόβατα και να είναι κάπως περιορισμένα, να μήν είναι τελείως ελεύθερα.

Πήρα του τσικ'ράκι μ' κι απουλίσκα πέρα κατ' ουρμάν, έκουψα παλιούρια τά 'κανα διμάτια, διμάτια και για να τα γκβαλήσου έκουψα ένα ξύλο μι μίνια φούρκα (διχάλα) μπρουστά, δεν θυμάμαι πώς τι λέγαμε, βίλα; γίλα; κι σούφλαγα τ' φούρκα στου διμάτ' απ' τα παλιούρια, του σήκουνα ίσια αουπάν κι σιγά σιγά τ'ν έκανα τ' γκόρδα κι πήγα κι 'γω κουντά στα πρότα.

Πέρναγαν οι μέρες ευχάριστα, εγώ κατ'ενθουσιασμένος, ζούσα το όνειρό μου, τράνιψα έλεγα από μέσα μου, β'ήκα μι κουπάδ' απάν' στα β'νά, πααίνου κάτ' στου ρέμα νύχτα μαναχός μ', έχου του γιατάκι μ'.
Είμαι σίγουρος αρκετοί από εσάς πού διαβάζετε τον τρόπο διαβίωσης, λέτε του κακουμοίρ'κου τι τράβα'ι κι όμως δεν τράβαγα καν τίπουτα, το απολάμβανα, ζούσα το όνειρο μου.

Όλ' μέρα με τα πρότα, με τ' αγρίμια, με περιπέτειες, εμπειρίες, να μου λέει ο Δήμος διάφορες ιστορίες, περιπέτειες, ο τρόπος ζωής των Σαρακατσαναίων.


Έμαθα πουλλά απ' του Δήμου αυτό το διάστημα απ' είμασταν συντρόφ', τραγούδια χοροί.

Μιά μέρα χόρευε το παλιακό τσιάμ'κου, αυτό που λέμε κάτσα, γιόν είχι του ντρουβά κι τ' φτσέλα στούν ώμου, ξικίν'σι του πρώτου βήμα αμπ'διχτά, στρουφή κι κάτσα. Γιόν έκανι τ' στρουφή, τουν βάρισι η φτσέλα στα πλευρά κι έσκουξι, ούουι μι φόνιψι γαμό τ' μάνα τ' μι τ' αυτήν γαμότιν.

Όντας έφτασι η μέρα να κατιβούμι στου χουριό για ψουμί, μ' λέει ου Δήμους, σήμηρα θα κατέβ'ς κάτ' στού χουριό να φέρ'ς ψουμί, αλλά θα φύβγ'ς νύχτα, για να φτάσεις στ' αμπέλια μισάν'χτα, να μπεις στ' αμπέλ' τ' Ζούπκα, απ' έχ' καλά σταφύλια, τά 'χ' σι κουρδόν' αυτός, θα γιουμόσεις του ένα του ντσάκ' σταφύλλια θα του τρυπόσεις μέσα στα βάτα κι τ'ν αυγή απ' θα νάρθ'ς, θα τα πάρ'ς κι θα τα φέρ'ς νά 'χουμι να τρώμι.


Ήμουν υποχρεωμένος να κάνω γιόν λέει ου τρανός, γιόν λέει ου γκαβράρους, (γκαβράρους είναι αυτός που κάνει κουμάντο στο κοπάδ').


Άρχισε και βράδιαζε, ήμασταν κάτ' σένα κλούρ', (κλούρ' είναι μία λάκα εκεί που ενώνονται δύο η τρία ρέματα), μ' λέει: Σπύρου, ιγώ θα πάρου του τ'φέκ' κι θα πάου ως απάν' σιακεί απ' είνι οι σκόρτσις (κέδρα), θα παραφ'λάξου, μάκι βαρέσου κανένα γρούν', είνι η ώρα απ' σκαρίζουν τώρα, ισύ πάρι τα πρότα βγάλτα απάν' στου γρέκ, άναψι τ' φουτιά, σύρι κάτ' στου ρέμα φέρει νιρό κι θα νάρθου κι γω για να πάς στου χουριό.


Ένταξ' τ' λέου. Βάν' του τ'φέκ' καταή κι μ' λέει, αμπήδα του τ'φέκ' τρεις βουλές, τό 'χου σι καλό μ' μ' λέει.

Αμπήδ'σα του τ'φέκ' τρεις βουλές, πήρι του τ'φέκ' ου Δήμους πήγι στου καρτέρ' κι γω πήρα του κουπάδ' σιγά-σιγά, τά 'βγαλα απάν' στου γρέκ', άναψα φουτιά, ίφιρα νιρό, κατά τ'ς εννιά η ώρα ήρθε κι ου Δήμους.
Άντι, πάρ' του γουμάρ' κι τράβα στου χουριό, ώρα σ' καλή!

"Τι ώρα μ' καλή μ' λές ισύ τώρα", λέου ιγώ απού μέσα μ'. Άντι τώρα μέσα στ' νύχτα, δεκατρία χρονών παιδί, μέσα στα β'νά κι στα ρέματα. 
Αλλά είπαμαν, πιρ'φάνια, ντρουπή να πεις σκιάζουμι. Καβαλ'κεύου του γουμάρ' κι πήρα του γκατήφορου, πήρα κι τ'ν κάπα μ', γιατί αρχήν'σι κι έβριχι, στ' στράτα απ' πάαινα να πααίν του τσιουκάν' απ' του γουμάρ', τράγκα τράγκα για συνουδεία κι ιγώ να σιουράου κι να τραγουδάου, ν' αστράφτ' κι να φέγγ' ου τόπους, να βλέπ'ς μέρα, ουδί 'κει σκοτάδ'. Έγλιπα κάτ' απ' μαύριζε, τι είνι αυτό τώρα έλιγα, ζ'λάπ' η κούτσουρου, η φάντασμα! Είχαμαν κι τα φαντάσματα τότε. Έλεγαν τότε, σι 'κείν' τ' βρύσ' σκότουσαν έναν χουρουφύλακα οι αντάρτις κι του βράδ' βγαίν' του φάντασμα τ', σι κείνου του λιθάρ' απού κουντά σκότουσαν έναν Γιρμανό κι του βράδ' βγαίν' του φάντασμα τ'. Ιγώ όμους συνέχ'σα τ' στράτα μ'. Να κατιβάζουν τα ρέματα νιρό, κι να μη μπιρνάει του ρέμα, άντι να πάου σια κάτ', απ' ανοίγ' του ρέμα μα κι πιρνάει. Μι τα πουλά έφτασα στο αμπέλ' τ' Ζούπκα, μπήκα μέσα γιόμουσα του τσσάκ' σταφύλλια, μι του φόβου, έγλιπα κάτ' απ' μαύριζε, τι είναι αυτό έλεγα, μπρουσούκ', η ου Ζούπκας φ'λάει τ' αμπέλ' απ' τα μπρουσούκια;

Τ' μπέρασα κι αυτήν τ' λαχτάρα, πήγα στου σπίτ', ά'κ'σι η μάνα μ' του τσιουκάν' απ' του γουμάρ', λαχτάρσι! Τέτοια ώρα του γουμάρ όξου απ' του σπίτ'!


"Πού σ' έστειλνι τέτοια ώρα μέσα στ' νύχτα μι τέτοια βρουχή! Ιγώ όμους καμάρουνα, το έζησα κι αυτό έλεγα από μέσα μου!

Κατά του μισ'μιράκ' πήγα στ' Δήμαινα, μό' 'βαλι τα τρόφιμα τ' Δήμου, παίρ'ου κι τα δικά μ' τα τρουβάδια κι κίν'σα κα τα βάτα απ' είχα τρυπώσ' τα σταφύλλια. Τα πήρα κι αυτά κι τήραξα τ' δ'λειά μ'.
Έφτασα κατά του βραδάκ' απάν' στου γρέκ' κι πάλι απ' τ'ν αρχνή.

Του Σπύρου Μπίκου

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.