Όταν έμαθε ο χωριάτ’ς ότι η γ’ναίκα τ’ δεν είχε αφήκ’ σερκό για σερκό στο χωριό, τ’ν πήρε να πάν’ μακριά σ’ άλλον τόπο για να κάνουν μια νέα αρχή. Φόρτωσαν χαράματα τα λίγα υπάρχοντά τους σε ένα γαϊδουράκο απ’ είχαν και έφυγαν. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, νύχτωσαν σ’ έναν μύλο. Εκεί παρακάλεσαν τον μυλωνά να τους φιλοξενήσει για μια βραδιά. Το βράδ’ η... σιαπερένια κοιμήθηκε και με τον μυλωνά. Αφού ξημέρωσε, φόρτωσαν πάλι τον γάιδαρό τους και ξεκίνησαν. Τότε η γυναίκα παρατήρησε.
«Από δω πα’αίν’ πάλι πίσω για το χωριό μας ο δρόμος άντρα μ’».
Και ο άντρας της λέει,
«Τι άλλο μας μέν’ να κάνουμε γ’ναίκα; Χρώσταγαμαν και στο μυλωνά ένα χέρ’, ήρθαμαν, τόδωκαμαν και πάμε πάλι εκεί απ’ μας ξέρουν...