Ένα βράδυ που δεν είχε φεγγάρι κα το σκοτάδι ήταν βαθύ σαν πίσσα, ο Γιάννος κι ο Μήτρος πήγαν στα μαντριά ν’ αρμέξουν τα γαλάρια.
Τ’ άρμεξαν, με το καλό και γέμισαν δυο κακάβια, χείλ’ μ’ αχείλ’. Πήραν από ένα κακάβι και κατηφόρισαν την πλαγιά να πάνε στα καλύβια. Δεν έβλεπαν το μονοπάτι και πήγαιναν στα τυφλά, ανάμεσα στα πουρνάρια και τις κοτρόνες.
Κάποια στιγμή, ο Γιάννος άκουσε ένα περίεργο θόρυβο, σαν να χτυπιόταν το κακάβι με τις κοτρόνες. Πήγε το μυαλό του στο κακό και ρώτησε τον Μήτρο.
Ο Κολιό Πολύζος ήταν ξακουστός τσέλιγκας με επιρροές στις αρχές.Μια φορά συνέλαβε η αστυνομία έναν βοσκό του επειδή πυροβόλησε διερχόμενο αυτοκίνητο. Είχε βγει στο δρόμο και έκανε οτοστόπ. Για αρκετή ώρα δεν σταματούσε κανένας να τον πάρει και αυτό αγανάκτησε το βοσκό, έβγαλε το ντουφέκι του και όταν το επόμενο αυτοκίνητο δεν σταμάτησε ντουφέκισε. Ο οδηγός ενημέρωσε την αστυνομία, η οποία συνέλαβε τον βοσκό και τον πήγε στο κρατητήριο.
Παλιός σαρακατσιάνος πήγε στην κηδεία γαμπρού του από αδελφή. Αφου μπηκε μέσα στο σπίτι, για να χαιρετίσει το νεκρό και τη χαροκαμένη αδελφή του, βγήκε και πάλι στην αυλή όπου τον περίμενε ο γιος του, που τον είχε συνοδέψει μέχρι εκεί. Εκείνος πρόσεξε μια αλλαγή στην όψη του πατέρα του. Τον είδε προβληματισμένον και κατά κάποιο τρόπο... χουμπωμένον.
Η Κρίση των πυραύλων της Κούβας ήταν μία αντιπαράθεση διάρκειας αρκετών ημερών, που συνέβη τον Οκτώβριο του 1962, μεταξύ των Η.Π.Α. και της Σοβιετικής Ένωσης και απασχόλησε το διεθνή τύπο για πολλές ημέρες. Ήταν το κύριο θέμα στις ειδήσεις τόσο στον έντυπο όσο και στον ηλεκτρονικό τύπο εκείνης της εποχής. Το ελληνικό ραδιόφωνο αναμετέδιδε συνεχώς τις εξελίξεις, επειδή υπήρχε ο κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτόματος.
Πόντιος μουσαφίρης στα κονάκια στο Καϊμακτσαλάν, άκουσε τ’ γερο-Γιάνναινα να... ξενιτεύει.
«Γιατί μοιρολογάει αυτή η γυναίκα;» ρώτησε τη Σαρακατσιάνα, στης οποίας το κονάκι φιλοξενούνταν.
«Δεν μοιρολογάει η έρμ’, ξενιτεύ'…» του απάντησε αυτή.
«Και που πηγαίνει;» ξαναρωτάει ο πόντιος.
«Π’θενά δεν πααίν’, μόν’ έχ’ το παιδί τ’ς φαντάρο και ξενιτεύ’», προσπάθησε να του εξηγήσει η Σαρακατσιάνα, μεγαλώνοντας την απορία του Πόντιου.
(Κουδούνι χωρίς τη γλώσσα), έλεγαν οι Σαρακατσιάνοι τους ανθρώπους με εντυπωσιακή εμφάνιση, αλλά χωρίς σωστή σκέψη και άποψη.
Όπως ένα κουδούνι, όσο εντυπωσιακό και μεγάλο να είναι, αν δεν διαθέτει τη γλώσσα (το μικρό μέταλο στο εσωτερικό του, το οποίο χτυπάει στα τειχώματα και ακούγεται ο ήχος), είναι τελείως άχρηστο, έτσι και ένας άνθρωπος χωρίς το μυαλό του.
(Να δω τη νύφη μου χήρα και ας πεθάνει και το παιδί μου...)
Όταν η κακία τυφλώνει τους ανθρώπους και θέλουν με κάθε θυσία το κακό του άλλου...
(Δηλώνει πως πρέπει κάποιος να συμμετέχει στο έργο για να απολαύσει την αμοιβή)
(Φορτώνει ο Γκόγκος αλλά που ξεφορτώνει)
Σαρακατσιάνικη φράση, όταν κάποιος χωρίς περίσκεψη έπαιρνε μια απόφαση, ή συμπεριφέρονταν με ελαφρότητα.
Όταν οι Σαρακατσιάνοι ήθελαν να περιγράψουν με σκοπτικό τρόπο την ανοησία, την ανέχεια και συμπεριοφορές ψεφτοϋπερηφάνειας, χρησιμοποιούσαν φράσεις σαν τις παρακάτω:
Τ' λείπ' μάνα και λαγκιόλ"
(Μια φούστα αποτελούνταν από τη μάνα (ζώνη) και απ' τα λαγγιόλια (πιέτες). Οπότε αν λείπει και η μάνα και τα λαγγιόλια, στην ουσία δεν υπάρχει τίποτε. Άρα η αναφορά στο γεγονός ή στον άνθρωπο, πρόκειται για ανοησία ή για ανυπαρξία). Επίσης μια άλλη φράση που χρησιμοποιούσαν για τους ίδιους λόγους και περιπτώσεις, ήταν: "Τ' λείπ' η σέλα απ' το βρακί τα δυο τα μπουτζινάρια"
Αυτή τη φράση έλεγε ο παππούς μου (Αθανάσιος Ξηρομερίτης) για να εξηγήσει πως πολλοί από αυτούς που επισκέπτονται έναν άρρωστο για να του συμπαρασταθούν, μπορεί να χάσουν τη ζωή τους νωρίτερα από τον ίδιο. Κάτι σαν το: "Μηδένα προ του τέλους μακάριζε..."
Σαρακατσιάνικη φράση, όταν κάποιος δεν προνοεί. Δηλαδή έπρεπε να το φροντίσει από πριν.
'Οποιος λέει τ' φακί φαϊ, το γυναικοσόϊ σόϊ και τον τζιομπάνο άνθρωπο, είναι για τα βρόνταλα...
Κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπόλεμου δεν επέτρεψαν οι αρχές να ανέβουν στα βουνά τα τσελιγκάτα. Γι' αυτό το τσελιγκάτο του παππού μου, μαζί με κάποια άλλα που είχαν τα χειμαδιά τους στο Βαρικό Λιτοχώρου, βρέθηκαν να ξεκαλοκαιριάζουν στον κάμπο του Αιγινίου Πιερίας.
Μια νύχτα, στα μέσα Οκτωβρίου, κατέβηκε μια ομάδα συμμοριτών στον κάμπο για να... επιστρατεύσουν νέους, άλογα και τρόφιμα από την περιοχή. Μεταξύ πολλών άλλων νέων πήραν και μερικά Σαρακατσιανόπουλα.
Όταν έμαθε ο χωριάτ’ς ότι η γ’ναίκα τ’ δεν είχε αφήκ’ σερκό για σερκό στο χωριό, τ’ν πήρε να πάν’ μακριά σ’ άλλον τόπο για να κάνουν μια νέα αρχή. Φόρτωσαν χαράματα τα λίγα υπάρχοντά τους σε ένα γαϊδουράκο απ’ είχαν και έφυγαν. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, νύχτωσαν σ’ έναν μύλο. Εκεί παρακάλεσαν τον μυλωνά να τους φιλοξενήσει για μια βραδιά. Το βράδ’ η... σιαπερένια κοιμήθηκε και με τον μυλωνά. Αφού ξημέρωσε, φόρτωσαν πάλι τον γάιδαρό τους και ξεκίνησαν. Τότε η γυναίκα παρατήρησε.
Θανάσης Κ. ήταν πρόεδρος του κτηνοτροφικού συλλόγου της περιοχής του. Σε μια συγκέντρωση, που αφορούσε στα προβλήματα των κτηνοτρόφων, ζήτησαν από τον πρόεδρο να «βγάλει λόγο».
Ανέβηκε αυτός στο βήμα να μιλήσει, αλλά μόλις αντίκρυσε τα βλέμματα των συγκεντρωμένων να στρέφονται επάνω του και να περιμένουν το «λόγο του» είπε:
Η ντροπαλοσύνη, η σεμνότητα και εντιμότητα, χαρακτήριζαν τους Σαρακατσάνους.
Αυτό μαρτυράει και το παρακάτω «μολόημα».
Στα «Σεβάσματα» έβαζαν το γαμπρό να καθίσει δίπλα, αλλά όχι και τόσο κοντά στη νύφη. Υπήρχε μια σχετική απόσταση μεταξύ τους.
Ο μπαρμπα-Γιώργος, παλιός σαρακατσιάνος, μαζί με άλλους συγχωριανούς του, το Καλοκαίρι του 1974, μετέβαιναν με λεωφορείο, από χωριό της Λάρισας στη Θεσσαλονίκη, για να παρακολουθήσουν την ομιλία του Κ. Καραμανλή.
Όταν περνούσαν πάνω από τον Πλαταμώνα, στο σημείο που φαίνεται από κάτω η θάλασσα, ο μπαρμπα-Γιώργος, για να πειράξει τους συγχωριανούς του, αναφώνησε: « Ώι τι τρανό ποτάμ’!!!». Οι νεότεροι, νομίζοντας πως πράγματι δεν ξαναείδε ο μπάρμπας θάλασσα, έσπευσαν να τον διορθώσουν, «Τι ποτάμ’ λες ρε μπάρμπα-Γιώργο, θάλασσα είναι αυτό που βλέπεις». Και ο μπάρμπας, «Είναι τόσο τρανή η θάλασσα!!!»
Τέλος της δεκαετίας του 1960. Ο Σαρακατσιάνος Νίκος Μπ. ντυμένος παραδοσιακά. αγένωτο, γκλίτσα, τσαρούχια με φούντες και "φεσάκι", μπήκε στο τρόλεϊ επι της Πατησίων και κάθισε στο κάθισμα. Ο γιος του, με τη στολή της σχολής δοκίμων αστυνομίας πόλεων, όρθιος στο πίσω μέρος. Δίπλα στον τσέλιγκα καθόταν μια κυρία η οποία τον περιεργαζόταν.
Στ’ στράτα για τα χειμαδιά, πέρασαν από το παζάρι των Τρικάλων να ψωνίσουν και τα… πέρα-δώθε για της ανάγκες του βιού και της οικογένειας. Η Γερογιάννενα πλησίασε έναν έμπορο που πουλούσε κοπάνες και τον ρώτησε για την τιμή τους.
- Εικοσιπέντε δραχμές, την ενημέρωσε ο πωλητής.
Επειδή ήθελε να παζαρέψει, όπως συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια, έκανε σαν παρέκ’» και ματαγύρ’σε κατ’ τον έμπορα.
- Θα μ’ τ’ δώκ’ς με τριάντα να τ’ν πάρου; …αντιπρότεινε στον πωλητή.
Οταν γεννήθηκε η κόρη του Δημήτρη, τηλεφώνησε σε όλα τα αδέλφια του πατέρα και της μάνας του, για να τους μεταφέρει το ευχάριστο νέο. Μεταξύ αυτών κάλεσε και τη Θειά τ' τ'ν Όλγα.
-Θεία, η Μαρία γέν'σει, έχουμε κορίτσι.
Και η απάντηση της θείας...
Το παιδί τ’ Λαζιά ήταν μαθητής και διάβαζε φωναχτά το μάθημα των Θρησκευτικών για να το αποστηθίσει. Είχαν το κεφάλαιο "Η Κιβωτός του Νώε".
Ακούγοντας τον, ο Λαζιάς, να λέει πως ο Νώε πήρε στην Κιβωτό ένα ζευγάρι από το κάθε είδος ζώου για να διασώσει το είδος, λέει με καημό:
Ο γέροντας επέστρεψε από τα... ειδήσια. Είχε πάει να ιδεί ένα κορίτσ' απ' προξένεψαν στο γιό τους. Η γ'ναίκα τ', τον κατάλαβε τα μακριά ότι δεν τ' άρεσε το κορίτσ' και ρώτησε να μάθει.
- Δεν σ’ άρεσε του κορίτσ’ γέροντα;
- Ήταν αφύσ'κου’ γριά, δεν ωδείζ’ με το θ'κό μας του παιδί.
- Κατί που ωδείζ'; Σαν τ’ν Μήτραινα;
- Ωρέ, τ’ μωρφομήτραινα βάν’ς εσύ!
Ένας Σαρακατσάνος πήγε στην εκκλησία. Δίπλα στο στασίδι καθόταν ένας παπάς με άσπρα γένια. Κοίταγε τον παπά και έκλαιγε. Καμιά φορά έλεγε «τσαπ, τσαπ» και έκλαιγε.
Τον ρωτάει ο παππάς: «τι έχεις τέκνο μου και κλαις;».
Και του απαντάει ο Σαρακατσάνος, «είχα ένα τραγί που έμοιαζε σαν εσένα και το 'χασα σε βλέπω και το θυμάμαι!».
Ο μπαρμπα-Κώστας πήγε με κατ' ανήψια τ' στ'ν Αθήνα για κατ' δ'λειές. Πρώτα όμως τον γκιζέρ'σαν στα διάφορα αξιοθέατα μεταξύ των οποίων και στην Ακρόπολη, από την οποία εντυπωσιάστηκε ο μπάρμπας. "Τι είν' ετούτο εδώ ωρέ παιδιά;" ρώτησε τους νεότερους. "Εδώ ήταν το στερφομάντρ' τ' Περικλή, μπάρμπα" έσπευσε να τον... ενημερώσει ο ανηψιός του, για να δει την αντίδρασή του.
Ο Μήτρος κι η Μήτραινα, κατέβηκαν στο παζάρι στα Βέροια για να ψωνίσουν κατ’ πέρα δώθε. Μεταξύ αυτών και βρακιά για το Μήτρο (μακριά βέβαια). Στο κατάστημα εσωρούχων, τους εξηγούσε ο πωλητής, ξέροντας και λίγο πως λειτουργούν οι βοσκοί, την ιδιότητα του συγκεκριμένου εσώρουχου: «…αυτό, μπάρμπα Μήτρο, θα το φορέσεις το Φθινόπωρο, την Άνοιξη θα το πλύνεις, θα το βάλεις στη ναφθαλίνη και το άλλο Φθινόπωρο θα το ξαναβάλεις σαν καινούριο». Ακούγοντας αυτό η θεια Μήτραινα είπε: «Άμα του βάλ’ δεν το ματαβγάν’ απου ψ’λά τ’».
Τόχαμε παλληκαριά να πειράξουμε κάνα σκ(υ)λί, να μας ριχτεί και να το αλικοτήσουμε, βαρώντας το με το ξύλο. Σε λίγα όμως σκυλιά κόταγαμε να το κάμουμε αυτό. Μόνο ο Λιγάκης ο Κόρκος, πούταν και τρανυτεράκος από μας, δε σκιάζονταν και τράβαγε ίσια απάνω τους και μόλις του ρίχνονταν τα σκυλιά, ανέμιζε την κλίτσα του πέρα δώθε σα σπάθα και σαν παλαβός. Γι’ αυτό και τον έλεγαν «Λία Θυμωμένο», ή ο «Θυμωμένος». Απ’ τα σκυλιά έχω πάθει πολύ μικρός, νήπιο, λαχτάρα που τα σημάδια της τάχω ακόμα στο χέρι μου. Είχαμε νιά ξένη φαμελιά τσιοπαναραίόυς κι είχαν φκιάσει παρέκει απ’ τα σπίτια μας καλύβι με φτέρες και μπάτσες.
Ο μπαρμπα-Γρηγόρης παζάρευε έναν γάϊδαρο που πωλούσε στο παζάρι ένας γύφτος. Αφού τα βρήκαν στην τιμή, ρώτησε ο υποψήφιος αγοραστής το Γύφτο, αν ήταν πράγματι δικό του το ζώο και να τον διαβεβαιώσει πως δεν το είχε κλέψει από κάποιον, και πήρε τη διαβεβαίωση ότι αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης του ζώου.
Αφού ο... πωλητής πήρε το συμφωνημένο ποσό και πριν απομακρυνθεί ο αγοραστής, του φώναξε:
Περνώντας το καραβάνι έξω από ένα χωριό είδαν για πρώτη φορά ένα αλέτρι. Επειδή ο πιο κοσμογυρισμένος και πολύξερος της στάνης ήταν πάντα ο τσέλιγκας, τον φώναξαν να τους εξηγήσει τι ήταν αυτό το αντικείμενο που έβλεπαν.
Ο τσέλιγκας, ο Γεροκ'δούνας, αφού το περιεργάστηκε για λίγο, είπε:
Η δεκαετία του 1950 πολλοί Σαρακατσιαναίοι στράφηκαν στη γεωργία αγοράζοντας τα πρώτα μηχανήματα για την καλλιέργεια της γης.
Τότε έγιναν πολλά ευτράπελα, αλλά και πολλά δυστυχήματα.
Ένας Σαρακατσιάνος, αγόρασε ένα τρακτέρ μάρκας Massey Haris. Ήταν τα κόκκινα τρακτέρ των οποίων οι μπροστινές ρόδες ήταν ή μία δίπλα στην άλλη και το έκανε να φαίνεται σαν τρίκυκλο. Γι αυτό δεν είχαν καλή ευστάθεια στις στροφές.