Όταν έμαθε ο χωριάτ’ς ότι η γ’ναίκα τ’ δεν είχε αφήκ’ σερκό για σερκό στο χωριό, τ’ν πήρε να πάν’ μακριά σ’ άλλον τόπο για να κάνουν μια νέα αρχή. Φόρτωσαν χαράματα τα λίγα υπάρχοντά τους σε ένα γαϊδουράκο απ’ είχαν και έφυγαν. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, νύχτωσαν σ’ έναν μύλο. Εκεί παρακάλεσαν τον μυλωνά να τους φιλοξενήσει για μια βραδιά. Το βράδ’ η... σιαπερένια κοιμήθηκε και με τον μυλωνά. Αφού ξημέρωσε, φόρτωσαν πάλι τον γάιδαρό τους και ξεκίνησαν. Τότε η γυναίκα παρατήρησε.
Θανάσης Κ. ήταν πρόεδρος του κτηνοτροφικού συλλόγου της περιοχής του. Σε μια συγκέντρωση, που αφορούσε στα προβλήματα των κτηνοτρόφων, ζήτησαν από τον πρόεδρο να «βγάλει λόγο».
Ανέβηκε αυτός στο βήμα να μιλήσει, αλλά μόλις αντίκρυσε τα βλέμματα των συγκεντρωμένων να στρέφονται επάνω του και να περιμένουν το «λόγο του» είπε:
Η ντροπαλοσύνη, η σεμνότητα και εντιμότητα, χαρακτήριζαν τους Σαρακατσάνους.
Αυτό μαρτυράει και το παρακάτω «μολόημα».
Στα «Σεβάσματα» έβαζαν το γαμπρό να καθίσει δίπλα, αλλά όχι και τόσο κοντά στη νύφη. Υπήρχε μια σχετική απόσταση μεταξύ τους.
Ο μπαρμπα-Γιώργος, παλιός σαρακατσιάνος, μαζί με άλλους συγχωριανούς του, το Καλοκαίρι του 1974, μετέβαιναν με λεωφορείο, από χωριό της Λάρισας στη Θεσσαλονίκη, για να παρακολουθήσουν την ομιλία του Κ. Καραμανλή.
Όταν περνούσαν πάνω από τον Πλαταμώνα, στο σημείο που φαίνεται από κάτω η θάλασσα, ο μπαρμπα-Γιώργος, για να πειράξει τους συγχωριανούς του, αναφώνησε: « Ώι τι τρανό ποτάμ’!!!». Οι νεότεροι, νομίζοντας πως πράγματι δεν ξαναείδε ο μπάρμπας θάλασσα, έσπευσαν να τον διορθώσουν, «Τι ποτάμ’ λες ρε μπάρμπα-Γιώργο, θάλασσα είναι αυτό που βλέπεις». Και ο μπάρμπας, «Είναι τόσο τρανή η θάλασσα!!!»
Τέλος της δεκαετίας του 1960. Ο Σαρακατσιάνος Νίκος Μπ. ντυμένος παραδοσιακά. αγένωτο, γκλίτσα, τσαρούχια με φούντες και "φεσάκι", μπήκε στο τρόλεϊ επι της Πατησίων και κάθισε στο κάθισμα. Ο γιος του, με τη στολή της σχολής δοκίμων αστυνομίας πόλεων, όρθιος στο πίσω μέρος. Δίπλα στον τσέλιγκα καθόταν μια κυρία η οποία τον περιεργαζόταν.
Στ’ στράτα για τα χειμαδιά, πέρασαν από το παζάρι των Τρικάλων να ψωνίσουν και τα… πέρα-δώθε για της ανάγκες του βιού και της οικογένειας. Η Γερογιάννενα πλησίασε έναν έμπορο που πουλούσε κοπάνες και τον ρώτησε για την τιμή τους.
- Εικοσιπέντε δραχμές, την ενημέρωσε ο πωλητής.
Επειδή ήθελε να παζαρέψει, όπως συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια, έκανε σαν παρέκ’» και ματαγύρ’σε κατ’ τον έμπορα.
- Θα μ’ τ’ δώκ’ς με τριάντα να τ’ν πάρου; …αντιπρότεινε στον πωλητή.
Οταν γεννήθηκε η κόρη του Δημήτρη, τηλεφώνησε σε όλα τα αδέλφια του πατέρα και της μάνας του, για να τους μεταφέρει το ευχάριστο νέο. Μεταξύ αυτών κάλεσε και τη Θειά τ' τ'ν Όλγα.
-Θεία, η Μαρία γέν'σει, έχουμε κορίτσι.
Και η απάντηση της θείας...
Το παιδί τ’ Λαζιά ήταν μαθητής και διάβαζε φωναχτά το μάθημα των Θρησκευτικών για να το αποστηθίσει. Είχαν το κεφάλαιο "Η Κιβωτός του Νώε".
Ακούγοντας τον, ο Λαζιάς, να λέει πως ο Νώε πήρε στην Κιβωτό ένα ζευγάρι από το κάθε είδος ζώου για να διασώσει το είδος, λέει με καημό:
Ο γέροντας επέστρεψε από τα... ειδήσια. Είχε πάει να ιδεί ένα κορίτσ' απ' προξένεψαν στο γιό τους. Η γ'ναίκα τ', τον κατάλαβε τα μακριά ότι δεν τ' άρεσε το κορίτσ' και ρώτησε να μάθει.
- Δεν σ’ άρεσε του κορίτσ’ γέροντα;
- Ήταν αφύσ'κου’ γριά, δεν ωδείζ’ με το θ'κό μας του παιδί.
- Κατί που ωδείζ'; Σαν τ’ν Μήτραινα;
- Ωρέ, τ’ μωρφομήτραινα βάν’ς εσύ!
Ένας Σαρακατσάνος πήγε στην εκκλησία. Δίπλα στο στασίδι καθόταν ένας παπάς με άσπρα γένια. Κοίταγε τον παπά και έκλαιγε. Καμιά φορά έλεγε «τσαπ, τσαπ» και έκλαιγε.
Τον ρωτάει ο παππάς: «τι έχεις τέκνο μου και κλαις;».
Και του απαντάει ο Σαρακατσάνος, «είχα ένα τραγί που έμοιαζε σαν εσένα και το 'χασα σε βλέπω και το θυμάμαι!».
Ο μπαρμπα-Κώστας πήγε με κατ' ανήψια τ' στ'ν Αθήνα για κατ' δ'λειές. Πρώτα όμως τον γκιζέρ'σαν στα διάφορα αξιοθέατα μεταξύ των οποίων και στην Ακρόπολη, από την οποία εντυπωσιάστηκε ο μπάρμπας. "Τι είν' ετούτο εδώ ωρέ παιδιά;" ρώτησε τους νεότερους. "Εδώ ήταν το στερφομάντρ' τ' Περικλή, μπάρμπα" έσπευσε να τον... ενημερώσει ο ανηψιός του, για να δει την αντίδρασή του.
Ο Μήτρος κι η Μήτραινα, κατέβηκαν στο παζάρι στα Βέροια για να ψωνίσουν κατ’ πέρα δώθε. Μεταξύ αυτών και βρακιά για το Μήτρο (μακριά βέβαια). Στο κατάστημα εσωρούχων, τους εξηγούσε ο πωλητής, ξέροντας και λίγο πως λειτουργούν οι βοσκοί, την ιδιότητα του συγκεκριμένου εσώρουχου: «…αυτό, μπάρμπα Μήτρο, θα το φορέσεις το Φθινόπωρο, την Άνοιξη θα το πλύνεις, θα το βάλεις στη ναφθαλίνη και το άλλο Φθινόπωρο θα το ξαναβάλεις σαν καινούριο». Ακούγοντας αυτό η θεια Μήτραινα είπε: «Άμα του βάλ’ δεν το ματαβγάν’ απου ψ’λά τ’».
Τόχαμε παλληκαριά να πειράξουμε κάνα σκ(υ)λί, να μας ριχτεί και να το αλικοτήσουμε, βαρώντας το με το ξύλο. Σε λίγα όμως σκυλιά κόταγαμε να το κάμουμε αυτό. Μόνο ο Λιγάκης ο Κόρκος, πούταν και τρανυτεράκος από μας, δε σκιάζονταν και τράβαγε ίσια απάνω τους και μόλις του ρίχνονταν τα σκυλιά, ανέμιζε την κλίτσα του πέρα δώθε σα σπάθα και σαν παλαβός. Γι’ αυτό και τον έλεγαν «Λία Θυμωμένο», ή ο «Θυμωμένος». Απ’ τα σκυλιά έχω πάθει πολύ μικρός, νήπιο, λαχτάρα που τα σημάδια της τάχω ακόμα στο χέρι μου. Είχαμε νιά ξένη φαμελιά τσιοπαναραίόυς κι είχαν φκιάσει παρέκει απ’ τα σπίτια μας καλύβι με φτέρες και μπάτσες.
Ο μπαρμπα-Γρηγόρης παζάρευε έναν γάϊδαρο που πωλούσε στο παζάρι ένας γύφτος. Αφού τα βρήκαν στην τιμή, ρώτησε ο υποψήφιος αγοραστής το Γύφτο, αν ήταν πράγματι δικό του το ζώο και να τον διαβεβαιώσει πως δεν το είχε κλέψει από κάποιον, και πήρε τη διαβεβαίωση ότι αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης του ζώου.
Αφού ο... πωλητής πήρε το συμφωνημένο ποσό και πριν απομακρυνθεί ο αγοραστής, του φώναξε:
Περνώντας το καραβάνι έξω από ένα χωριό είδαν για πρώτη φορά ένα αλέτρι. Επειδή ο πιο κοσμογυρισμένος και πολύξερος της στάνης ήταν πάντα ο τσέλιγκας, τον φώναξαν να τους εξηγήσει τι ήταν αυτό το αντικείμενο που έβλεπαν.
Ο τσέλιγκας, ο Γεροκ'δούνας, αφού το περιεργάστηκε για λίγο, είπε:
Η δεκαετία του 1950 πολλοί Σαρακατσιαναίοι στράφηκαν στη γεωργία αγοράζοντας τα πρώτα μηχανήματα για την καλλιέργεια της γης.
Τότε έγιναν πολλά ευτράπελα, αλλά και πολλά δυστυχήματα.
Ένας Σαρακατσιάνος, αγόρασε ένα τρακτέρ μάρκας Massey Haris. Ήταν τα κόκκινα τρακτέρ των οποίων οι μπροστινές ρόδες ήταν ή μία δίπλα στην άλλη και το έκανε να φαίνεται σαν τρίκυκλο. Γι αυτό δεν είχαν καλή ευστάθεια στις στροφές.
Η Βούλα, ποντιακής καταγωγής, επισκέφτηκε τη σαρακατσιάνα συμφοιτήτριά της για να πάνε μαζί σε γάμο κοινής φίλης. Το βράδυ, μετά το γάμο, διανυκτέρευσε στο πατρικό της φίλης της, όπου κατοικούσε και η γιαγιά.
Την άλλη μέρα που ξύπνησαν τα κορίτσια, η γιαγιά ρώτησε τη φιλοξενούμενη, να μάθει πως πέρασε στο γάμο.
- Πως τα πόρεψες στο γάμο Βούλα μ’;
και η πόντια,
-Χόρεψα, γιαγιά, χόρεψα…
Οι δυο συνεφάδες είχαν ξεκαλοκαιριάσει μαζί στο ίδιο οτζάκι και στη στράτα για τα χειμαδιά έκαναν αντάμα «κονάκι», οι δυο οικογένειες, η μια δίπλα στην άλλη.
Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, η οικογένεια που θα πήγαινε μακρύτερα, φόρτωσε τα πράγματά της και κίν'σει τ' στράτα τ'ς, αφήνοντας πίσω την άλλη συννυφάδα να κλαίει και να «ξενιτεύει», όπως συνήθιζαν οι Σαρακατσιάνες κατά τον αποχωρισμό.
Αυτό που μου άρεσε πάντα με τους παλιούς Σαρακατσιάνους, ήταν πως, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, με μια φράση τους βγάζανε πάρα πολύ νόημα.
Εδώ θα αναφερθώ στη φράση, που άκουσα από το φίλο μου το Δημήτρη, "Εσύ του ψωμάκ' σ', του τυράκ' σ', τη δ'λουλα σ'" (το ψωμάκι σου το τυράκι σου και τη δουλίτσα σου).
Είναι μια φράση με την οποία βάζει κάποιος τον συνομιλητή του στην άκρη, δηλώνοντάς του παράλληλα πως τον θεωρεί κατώτερο των περιστάσεων. Kαι πως λένε οι νέοι μας... "το έστειλε κανονικά το άτομο!"
Ο Μήτρος Π. ήθελε πάντα να παριστάνει τον πολύξερο και πάντα προσπαθούσε να βρίσκει κάποιες φράσεις που δεν αντιλαμβάνονταν οι άλλοι σκηνίτες, για να πει την... εξυπνάδα του.
Ο γερο-Πέτρος Γ. ήταν τσέλιγκας και άνθρωπος με επικοινωνιακά χαρίσματα. Φρόντιζε να προμηθεύεται καθημερινά την εφημερίδα και ενημερωνόταν για όλα τα νέα και τις εξελίξεις. Πάντα είχε επίσης μια συμβουλή για τον κάθε σκηνίτη και όλοι προσπαθούσαν να τον συμβουλεύονται.
Έλεγε μια Σαρακατσάνα:
"'Οϊ μάτια μ' σκόρψαμαν σαν τα π'λια τ’ς πέρδικας, γίνκαμαν σκουρποχώρ', άλλ' σια δω κι άλλ' σια κει. Τώρα απ' τράνεψαν τα παιδιά, άλλος πάει στρατιώτης, άλλος πάει να μάθ' γράμματα, άλλος έφ’κε ντιπ απ' τα πρότα, χάλασε το τσελιγκάτο. Στενοχωρεύετι ου μαύρος ου γέροντας. Σκέφτιτι κι το 'πεσι κακός ταμπλάς. Θα μείνουν τα κ’δούνια κρεμασμένα, γράψ' αλίμονο σε μένα...»
Μια βολά πάνεγαν στ'ν Αθήνα δυό σαρακατσάνοι με το τραίνο. Μπήκαν απ' το Πλατύ και μέχρι να φτάσουν Αθήνα δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Στα μουτφά 8-9 ώρες.
Μόλις έφτασαν στον σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα λέει ο ένας:
- Αυτά απ' λές Μήτρο...
και απαντάει ο άλλος,
Με αφορμή τις ζεστές ημέρες του Καλοκαιριού, μου τηλεφώνησε ο φίλος μου ο Δημήτρης και μου αφηγήθηκε ένα... μολόημα:
Κάθονταν, απ' λες, ο Σαρακατσιάνος κατ' απ' τ'ν οξιά κι έτρωγε το ξ'νόγαλο όταν επέστρεψε ο Μήτρος απ' τον κάμπο.
Ακούγοντας τον πατέρα μου να αφηγείται για την πείνα που πέρασε με το σύντροφό του "στα ζυγούρια", τον ρώτησα γιατί καθότανε και πεινούσανε και δεν σφάζανε ένα ζυγούρι να φάνε!
Τότε αυτός με κοίταξε με αυστηρότητα και μου είπε:
-Εσύ αν πεινούσες θα έσφαζες το σύντροφό σου να τον φας; Εμείς φυσούσαμε στο στόμα τ' αρνί για να τα κάνουμε ζυγούρι και πρατίνα, και θα τα σφάζαμε με το παραμικρό να το φάμε;
Ήταν σαφέστατος..!
Ρώτησε κάποιος έναν κτηνοτρόφο να του πει τι σπούδασε ο γιός του.
-Λύκος σπούδασε, απαντάει αυτός.
-Μα υπάρχει τέτοια επιστήμη, απόρησε ο άλλος.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια επιστήμη, απαντάει ο κτηνοτρόφος, αυτό που ξέρω είναι πως για να σπουδάσει μου έφαγε 300 πρόβατα και 100 γίδια…
Ο σαρακατσιάνος πατέρας πήγε στην Αθήνα να επισκεφτεί την οικογένεια του γιού του. Έφτασε στο σπίτι αργά το απόγευμα και βρήκε εκεί τη μη σαρακατσιάνα νυφαδιά του, αλλά ο γιος έλειπε. Η γυναίκα τηλεφώνησε στον άντρα της να ρωτήσει που βρίσκεται και να του ανακοινώσει την άφιξη του πατέρα του. Εκείνος της απάντησε, «... σκ’λεύομαι, πες στον πατέρα ότι θα έρθω λίγο αργότερα, θα καταλάβει αυτός». Φράση την οποία μετέφερε αυτολεξεί η νύφη στον πεθερό της και αυτός... κατάλαβε.
Χρειάστηκε να πάνε σε δημόσια υπηρεσία και έπρεπε να δώσουν τα στοιχεία τους.
Ρώτησε ο υπάλληλος πρώτα τον άντρα.
«Το όνομά σας;»,
«Μήτρος» απάντησε αυτός.
«Δηλαδή, Δημήτριος», διόρθωσε ο υπάλληλος.
«Το δικό σας όνομα», ρώτησε απευθυνόμενος στη σύζυγο του Μήτρου.
«Μήτραινα», πρόλαβε αυτός.
Έτος 1962. Παραμονή Χριστουγέννων. Χρόνια δύσκολα, οι φαμπλιές μεγάλες, οι απαιτήσεις της νομαδικής ζωής πολλές. Τα αδέρφια σκορπισμένα σε διάφορες εργασίες, καθένας όπου έκρινε ο τσέλιγκας ότι θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα. Οι γναίκις στο κονάκι μέσα στις πυρετώδεις εργασίες των Χριστουγέννων. Ο γένους έχει αρχίσει, τα γυναικόπαιδα πρέπει να εκτελούν τις απαραίτητες προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα στα χειμαδιά.
Στη χασαποταβέρνα των αδελφών Νίκου και Άγγελου -παλιοί σαρακατσιάνοι- μπήκαν μια μέρα δυο περαστικοί να φάνε. Πριν φύγουν ρώτησαν τους ιδιοκτήτες αν τους επέτρεπαν να αναρτήσουν στον τοίχο του καταστήματος μια διαφημιστική πινακίδα των ραπτομηχανών Singer. Με ευχαρίστηση το αποδέχτηκαν οι ιδιοκτήτες. Ήταν μια πινακίδα που απεικόνιζε μια γυναίκα να ράβει και από κάτω υπήρχε το κείμενο «ΡΑΨΤΕ ΤΟ ΜΟΝΗ ΣΑΣ», παροτρύνοντας τη νοικοκυρά να ράψει μόνη της το ρούχο της με την εν λόγω μηχανή.
Πολλοί Σαρακατσιάνοι θέλανε να παραστήσουν τον... "γραμματιζούμενο" και τον πολύξερο και ενίοτε χρησιμοποιούσαν λέξεις που άκουσαν και τους εντυπωσίασαν, για να εντυπωσιάσουν κι αυτοί με τη σειρά τους το ακροατήριο τους.
Ο Θωμάς Σ. επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη επιχείρησης χωματουργικών μηχανημάτων, για να του αναθέσει το ξεχέρσωμα του λιβαδικού του τόπου.