Ου Θανάσ΄ς ήταν Κάλφας (βοηθός) σε ένα κοπάδ'.
Κάθε φορά που καθόταν να φάνε την "τριψάνα" (γάλα "παπάρα") μαζί με τον μεγαλύτερο σε ηλικία σύντροφό του, όταν προς το τέλος έμενε λίγο υπόλοιπο, άκουγε τον μεγάλο σύντροφό του να τον ρωτάει:
-Θα του μάσ΄ς ή θα του μάσου; (Δηλαδή θα μαζέψεις (θα αποφάς) εσύ το υπόλοιπο ή θα το μαζέψω εγώ).
Από ντροπή ο μ'κρότερος του απαντούσε,
Συνάντησε τον κουμπάρο του την Άνοιξη στη Βέροια. Είχαν καιρό να συναντηθούν, ξεχειμώνιαζαν σε διαφορετικά μέρη.
Ο κουμπάρος είχε πληροφορηθεί για διάλυση του αρραβώνα της κόρης του και ρώτησε να μάθει λεπτομέρειες.
-Να σ’ που, άρχισε να λέει ο πατέρας.
-Είχα ανάγκη από ένα σκ΄λι. Μ' προξένεψαν ένα καλό πρατάρ’κο σκ’λί. Toυ πήρα κι το ‘φερα στα κονάκια.
Καλεσμένος σε γάμο το είχε παρακάνει με το ποτό και προσπαθούσαν οι δικοί του να τον συγκρατήσουν.
Άλλος καλεμένος, που είδε το σκηνιικό, ρώτησε:
-Τι έπαθε αυτός, ήπιε;
-Ωρέ ήπιε τα ποδάρια τ'... ήταν η απάντηση...
Τόσο πολύ δηλαδή!
Ο παππούς μ' ο Νάσιος είχε στο φύλαγμα του κοπαδιού έναν σύντροφο ο οποίος ήταν "νιόπαντρος" και, ίσως λόγω ανασφάλειας, όλο αναφέρονταν στην γυναίκα του, δήθεν απαξιωτικά ,για να ακούει τον παππού μου να την επαινεί.
Η συζήτηση εξελίσονταν κάθε φορά κάπως έτσι:
- Δεν πήρα καλή γ'ναίκα Νάσιου...
- Μα τί είναι αυτά απ' λες! Εσύ πήρες τ'ν καλύτερη και πιο άξια γ'ναίκα, έσπευδε να την επαινέσει ο παππούς μου.
Δεκαετία του 1970 και ένας Σαρακατσιάνος πήγε στη Βέροια για να εξεταστεί για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης γεωργικού ελκυστήρα.
Αφού δώσανε γραπτές και προφορικές εξετάσεις, στη συνέχεια θα εξετάζονταν στην πράξη. Μαζί με τους άλλους πήγε και ο... θ’κός μας. Εκεί τον ενημέρωσαν πως δεν θα συμμετείχε στην εξέταση οδήγησης, επειδή δεν πέρασε στην προηγούμενη διαδικασία.
Οπότε ο... θ’κός μας αντέδρασε φωνάζοντας στους εξεταστές, «Γιατί δεν μ’ αφήνετε κι εμένα να καβαλ’κέψω;»
Ο μπαρμπ'-Αχιλλέας, γέρος πια και ιδιότροπος, μάλωνε κάθε τόσο με τ’ γριά τ’. Αυτό ανάγκασε τον γιό του να φτιάξει ένα κονάκι παρέκει, για να βρει την ησυχία της η οικογένεια.
Εμμονικός ο μπάρμπας, ζητούσε κάθε τόσο απ' το γιό του να καλέσει γιατρό για να εξετάσει τη γιαγια. Γιατί, όπως έλεγε... «δεν είναι καλά η μάνα σ’ πιδί μ', φέρε γιατρό να τ’ν εξετάσ’!».
Κάποια κορίτσια απ’ τα κονάκια, που γνώριζαν την εμμονή του μπάρμπα, για να αστειευτούν μαζί του, σκέφτηκαν να ντύσουν μία απ’ αυτές με ένα άσπρο πουκάμισο και να την παρουσιάσουν στο κονάκι του μπάρμπα σαν γιατρό.
Στη δεκαετία του 60 υπήρχαν συνεργεία κινηματογράφου τα οποία περιόδευαν τα χωριά και προβάλανε ταινίες στις πλατείες ή σε διάφορους στεγασμένους χώρους.
Σε μια τέτοια προβολή πήγε ο Αποστόλης τη μάνα του. Το θέμα της ταινίας «η Γκόλφω», η οποία ξεκίνησε δείχνοντας πλαγιές και πρόβατα να βόσκουν.
Βλέποντας αυτά η μάνα λέει:
Ένας Σαρακατσιάνος πήγε να δώσει εξετάσεις για δίπλωμα γεωργικού ελκυστήρα.
Μεταξύ των ερωτήσεων, στις εξετάσεις, ήταν και οι ταχύτητες.
-Πες μας τις ταχύτητες του μηχανήματος, του είπε ο εξεταστής.
Λίγες εβδομάδες πριν βαφτίσω το γιό μου, έτυχα σε ένα συγγενικό τραπέζι, καθήμενος δίπλα στην γιαγιά μου, μάνα του πατέρα μου. Ενώ τρώγαμε, κάποια στιγμή που οι άλλοι ήταν αφοσιωμένοι στη συζήτηση κάποιου θέματος, έσκυψε να μοιραστεί μαζί μου κάτι που την απασχολούσε. "Δεν μ' λες, Γιώρ' θα το πεις το παιδί!" Έμοιαζε με συμβουλή, αλλά σε τόνο προστακτικής. Για να την πειράξω, της είπα ότι θα έδινα το όνομα του πεθερού μου. "Ούϊ, μάνα μ', πρώτο παιδί και δεν θα πεις στουν πατέρα σ'!", αντέδρασε ξαφνιασμένη.
Την Άνοιξη του σαρανταένα, οι δικοί μου με την ανωμαλία που υπήρχε, την κατοχή των Ιταλών κι επειδή είχαν και χωράφια σπαρμένα και για να μην είναι μοιρασμένοι μισοί στον κάμπο και μισοί στα βουνά, αποφάσισαν για πρώτη βολά να μην πάν στα βουνά, να κάτσουν στον κάμπο. Κι έτσι όταν γύρισα απ’ την Αλβανία, τους βρήκα στο χωριό, στη Νταουτζιά. Ο πατέρας μου πάντα στον κάμπο το πέρναγε λίγο πολύ το Καλοκαίρι με τα σπαρτά κι άλλες δουλειές που είχε. Το ίδιο και τ' αδέρφια μου δεν παραννοιάζονταν, όπως κι οι αδερφάδες μου. Η μάνα μου όμως, που απ’ τα γέννητά της, άμα έρχονταν η Άνοιξη, δεν είχε μείνει ούτε νιά μέρα στον κάμπο, δεν την χώραγε ο τόπος.
Φοιτητές στη Θεσσαλονίκη τα παιδιά, ανέβηκαν το Καλοκαίρι στα κονάκια να δούνε τους δικούς τους. Ένα βράδυ, καθώς κάθονταν στο φριτζιάτο, το έφερε η κουβέντα στο σύμπαν, τα’ αστέρια και τη γη που γυρίζει γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον ήλιο. Ακούγοντας αυτά ο γερο-Κίτσιος που πλάϊαζε μέσα στο καλύβι, πετάχτηκε έξω και άρχιζε να φωνάζει: «Τι είν’ αυτά απ’ μουλογάτε ωρέ χαζά τ’ διάολ’; Αν γύρνα’ε η γη, εδώ θα να ‘ταν η ρούγα απ’ του καλύβ’; Τ’ν μια τ’ μέρα θα νάταν εδώ κι τ’ν άλλ’ να τηράει κατ’ εκεί»
Καινούρια εμπειρία το ραδιόφωνο στα κονάκια, κάθονταν όλοι τριγύρω και άκουγαν το ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης.
Κάποια στιγμή έβηξε ο εκφωνητής και απόρρησε ο Σαρακατσιάνος.
«Ωρε τηράτε που έφτασε η τεχνολογία! Να ‘ναι σ’ναχωμένος αυτός στ’ Σαλονίκ’ και να τον ακούμε εμείς στο Ιμπιλί!
Στο Ιμπιλί, στο Βέρμιο, υπάρχει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Αυτή κατασκευάστηκε από ένα τμήμα του Ελληνικού Στρατού. Όταν άρχισαν οι στρατιώτες να διαμορφώνουν το χώρο για την κατασκευή της, τους πλησίασε ο Γερο Λίας, από τα παρακείμενα κονάκια, και ρώτησε τον επικεφαλής αξιωματικό.
-Τι φκιάν'τε εδώ ωρέ καλόπαιδο;
-Μια εκκλησία μπάρμπα, του απάντησε ο αξιωματικός.
Ο γερο Λίας, αφού σκεφτηκε για λίγο, λέει:
Μια γυναίκα, για να αποφεύγει τις δουλειές, έπεφτε κάτω και κλοτσούσε τα πόδια της και τίναζε το κορμί της για λίγο και μετά ξάπλωνε και δεν έλεγε τίποτε μέχρι να απομακρυνθεί ο άντρας της.
Όταν ο δύστυχος άντρας της την ρωτούσε τι παθαίνει και κάνει έτσι, αυτή του απαντούσε πως την πιάνουν οι «ζάντζες» και δεν μπορεί να τις ελέγξει.
Η Γερογιάννενα επισκέφτηκε τα παιδιά τ’ς στ’ Σαλονίκ, να δει το καινούριο διαμέρισμα απ’ αγόρασαν. Την πήγε ο γιός της μέχρι την πόρτα της πολυκατοικίας και χτύπησε το κουδούνι να κατέβουν να την παραλάβουν. Κατέβηκε η νυφαδιά τ’ς και την έπιασε από το μπράτσο να την βοηθήσει να μπεί στο… ‘σανσέρ(ι).
Ζαλισμένη η... μάκου, λέει στη νύφη της:
Όξου ου αέρας σταματ'σει να φ'σάει. Ένα απαλό αηράκ' απόμ'νει μαναχά, θαρρείς κι ήθελ' ου Θεός να διωχν' τουν μπόχου απ' του θάνατου!
Τι βραδιά κι αυτή Θέ' μ'!
Ο Γιάννους τ'ς Αλέξινας, τον ήφεραν σήμηρα απ' του Νουσουκουμείου.
"Δεν γέννητι", ειπαν οι γιατροί "παρτη τουν στα καλύβια να παραδώσει τ' ψ'χή τ'!".
Ποιος; ...ου Γιάννους απ' έπιανει τ'ν πέτρα κι τ'ν έστυβει!!!
Πολλοί σαρακατσάνοι με την εγκατάστασή τους σε χωριά, από λάθος επιλογές, αλλά και από θέμα τύχης, βρέθηκαν να τα περνάνε δύσκολα. "Δεν είχαν τον τρόπο τ'ς", όπως μου το είπε ο Γιώργος που μου διηγήθηκε την ιστορία. Ένας από αυτούς, ο μπαρμπα-Σπύρος, περήφανος σαρακατσιάνος, αλλά με... "στενάχωρα" οικονομικά, πήγε με τ' γριά τ' στον οδοντογιατρό για να τους εξετάσει τα δόντια. Αυτός διαπίστωσε ότι τέσσερα δόντια του ίδιου και 3 της γιαγιάς, ήταν σε τέτοια κατάσταση παραμελημένα, που δεν μπορούσαν πια να γιατρευτούν και έπρεπε να προχωρήσει στην εξαγωγή τους και ενημέρωσε σχετικά τον πελάτη.
(Όταν ο μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Τσάτσος, συνάντησε τον Μήτρο Μαλαμούλη (1909))
Θα ‘μουνα δέκα χρονών. Το καλοκαίρι, όταν τέλειωνα το σχολείο κατέβαινα στο ισόγειο δικηγορικό γραφείο του πατέρα μου, όπου και με έβαζαν να αντιγράφω δικόγραφα. Για τις τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μια δραχμή.
Καθισμένος σ’ ένα από τα γραφεία των βοηθών χάζευα πού και πού τους πελάτες, κάθε λογής, που μπαινόβγαιναν.
Ο Νίκος και ο Άγγελος, δυο αδέρφια Σαρακατσιάνοι, είχαν αφήσει προ καιρού το νομαδικό βίο και εγκαταστάθηκαν σε μια κωμόπολή της Φθιώτιδας. Εκεί ασχολούνταν με τη Γεωργία και παράλληλα άνοιξαν και μια ταβέρνα-ψησταριά στο κέντρο του χωριού.
Ένα απόγευμα, ενώ ετοίμαζαν το μαγαζί, σταμάτησε εκεί μπροστά ένα αυτοκίνητο απ' το οποίο κατέβηκαν δυο κυρίες. Η μια απ' αυτές απευθυνόμενη στον Άγγελο τον ρώτησε:
Το παιδί του Σαρακατσιάνου πήγε στο στρατό και σαν ανειδίκευτος που ήταν τον... «επιλέξανε» για μάγειρα. Ο πατέρας του, για να κάνει τον… καμπόσο στα κονάκια, όταν τον ρώτησαν τι ειδικότητα πήρε το παιδί του, είπε:
-Ειδικός επιλεγμένος απ’ το ΓΕΣ για μάγειρας
Και αφού το έφερε η κουβέντα, ας θυμηθούμε και το στοίχο ενός τραγουδιού που αναφέρεται στο στρατό (τακτικό) και δείχνει τη σχέση των σαρακατσιαναίων με αυτό:
Τη δεκαετία του 80 έβγαινα για μερικά καλοκαίρια κοντά σε μια στάνη, από τις λίγες που είχαν απομείνει στα βουνά του Βερμίου και έμενα με την οικογένειά μου σε ένα κονάκι που είχα "ανακαινίσει".
Επειδή ένα απόγευμα δεν ντύθηκα καλά μετά απ' το μπάνιο, κρυολόγησα και έπεσα στο κρεβάτι με πυρετό. Εκεί δεχόμουν την επίσκεψη των γειτόνων κτηνοτρόφων. Ένα απόγευμα κόποιασε και ο 76χρονος μπαρμπα Γιώργης, ο οποίος μεταξύ άλλων συμβουλών, μου είπε:
Ο Νίκος κι ο Αγγελής, δυο αδέρφια Σαρακατσιάνοι, για να πάνε με το τρακτέρ τους στο χωράφι τους, έπρεπε να στρίψουν αριστερά πατώντας τη διπλή γραμμή της ασφάλτου. Τους είδε όμως το περιπολικό της τροχαίας και τους σταμάτησε...
-Πατήσατε τη διπλή γραμμή, παρατήρησε ο τροχονόμος.
-Και σαν τ’ν πάτ’σαμαν, ωρέ παιδί, τι έπαθε, τ’ς βγήκαν τ' άντερα; Είπε ο Νίκος ο οποίος καθόταν δίπλα στον οδηγό.
Γέλασε ο τροχονόμος, γλίτωσαν την κλήση τ’ αδέλφια.
Ο Σαρακατσιάνος στον ξένο γενικά ήταν πολύ καχύποπτος. Δεν τον εμπιστευόταν. Δεν του άνοιγε την καρδιά του, ούτε εξέφραζε εύκολα τις σκέψεις του μπροστά του. Ο τρόπος της ζωής του, οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζε, ζώντας λόγω του επαγγέλματος του στο μεταίχμιο της νομιμότητας και της παρανομίας, της εξουσίας και της παραεξουσίας, τον ανάγκαζαν να είναι ολιγομίλητος, ανέκφραστος, κρυψίνους.
Η παρακάτω ιστοριούλα δείχνει αυτή την τάση του Σαρακατσιάνου.
Πολλές φορές οι νεότεροι πείραζαν τους γεροντότερους για τις επιδόσεις τους στον έρωτα. Έτσι και ένας ανιψιός άνοιξε παρόμοια κουβέντα με τον ηλικιωμένο μπάρμπα του:
-Τι γένεται μπάρμπα, φκιάνς τίποτα με τ' γριά σ';
-Παιδάκι μ' τι να σ' που, μια βολά του Χ'μώνα μια το Καλοκαίρ'.
-Έ, Άνοιξ' είναι τώρα, έρχεται και το Καλοκαίρ'.
Οπότε πετάζεται η γερόντισα, που άκουγε μέχρι εκείνη τη στιγμή σιωπηλά την κουβέντα και λέει αναστενάζοντας,
Τη δεκαετία του 70, πολλοί νέοι σαρακατσιάνοι φοιτητές, αντάμωναν στη Θεσσαλονίκη και δημιουργούσαν τις άτυπες σαρακατσιάνικες νεολαίες και εκεί... “σουμπουλιάστ'καν” και πολλά ανέκδοτα, αναφορικά με τη ζωή των σαρακατσιαναίων και την σταδιακή ένταξή τους στον αστικό κορμό της χώρας.
Ένα από αυτά είναι με τη λέξη τλουπόξ', δηλαδή τυλίξου με τα σκεπάσματα. Λέξη το άκουσμα της οποίας παραπέμπει σε ονομασία φαρμάκου.
Ο Μήτρος, πατέρας εννιά παιδιών, κατέβηκε στο παζάρι για... κατ' πέρα δώθε. Αφού τελείωσε τις δουλειές του, πέρασε και από το καφενείο όπου σύχναζαν οι σαρακατσιάνοι, «μπακ’ κι δει κανέναν γνωστό». Εκεί συνάντησε συγγενή του, ο οποίος καθόταν στο τραπέζι με κάποιον άγνωστο στο Μήτρο, και του πρότεινε να καθίσει μαζί τους. Αφού κάθισε, ακολούθησαν οι συστάσεις. «από εδώ ο Αποστόλης ο Βαρβάτος» είπε στον Μήτρο συστήνοντας τον ομοτράπεζό του ο ξάδερφος.
Το 2007 τ' Αϊ-Δημήτρη, ο μπάρμπα Γιάννος μπήκε στο Νοσοκομείο για εξετάσεις σε ηλικία 87 ετών. Γιατρό είχε να δει απ' όταν πήγε στο στρατό (Στο Τακτικό).
Ήρθε ο γιατρός στο κρεβάτι του για να πάρει το ιστορικό.
Μέσα σ' άλλα τον ρωτάει:
-Παππού καπνίζεις;
-Καπνίζω, κι αυτός ο διάλος θα με φάει...
-Πόσα χρόνια καπνίζεις;
Τα παιδιά τ’ μπάρμπα Χρήστου τράνεψαν ανύπαντρα. Ο Γιώργος, ο τρανύτερος από τ(ου)ς τρείς, κόντευε τα πενήντα. Γι αυτό ο συγγενής, που τους επισκέφτηκε στα βουνά, έπιασε κουβέντα μαζί του για την ανάγκη να βρει μια γυναίκα και να… νοικοκυρευτεί.
«Να πάει κατά διόλ’ να πάει, μουναχίσκαμαν μαναχάμας» δήλωσε ο Γιώργος συμφωνώντας μαζί του ότι πρέπει να αλλάξει η κατάσταση.
Ο μπάρμπα-Χρήστος, που άκουγε μέχρι εκείνη τη στιγμή τη συζήτηση σιωπηλός, μπήκε στην κουβέντα λέγοντας με καημό:
Στα πουρνάρια πούταν στην άκρη απ’ τα κονάκια, ήταν ο χεζολόγος.
Δεν τον έφκιασε καένας, ούτε τον όρισε για τέτοιον. Το μέρος ήταν ανάμερο, κρυφό και πάαινε ο κόσμος εκεί.
Νιά βολά μ' έπιασε ο μπάρμπα Κολιός να κάνω τη δ(ου)λειά μ’. Ντροπιάστηκα, σηκώθηκα, έμασα τα βρακιά μ', μα αυτός ο καημένος μούπε:
«Άει κόπρισι τουν τόπου πιδί μ'...!».
Εκιά τα χρόνια σ'κώνονταν τα παιδιά κι έβγαιναν στο κλαρί, γένονταν κλέφτες, άμα μάλωναν με καέναν Τούρκο ή άμα σκότωναν καέναν. Νιά βολά ήταν ένας κηχαϊάς πολύ πλούσιος κ' είχε δυό παιδιά, το τρανό μερακλάντσε κι βήκι στο κλαρί, γίνκε κλέφτ'ς και δε ματαγύρσε κανιά βολά στο οτζάκι. Το μκρό το παιδί έκατσε στο οτζάκι, ήταν μπαϊά μ'κρότερο, έμαθε και γράμματα και θαλά πάρει το οτζάκι όντα θα τρανέψ'. Ύστερα απο χρόνια, έφυγε το οτζάκι πάει αλλού, σ' άλλα β'νά. Νια νύχτα πάν οι κλέφτες στα κονάκια. Στ' εκ'νούς τ'ς κλέφτες καπετάνος ήταν το τρανό το παιδί τ' κηχαϊά, αλλά δεν ήξερε τίνος είναι το οτζάκι εκιό. Παν εκεί κι είπαν ότις είναι τούρκ', τ'ς ήταν με τουρκικά σκτιά και τάχα πάν τ'ς βλάχ' ένα γράμμα απ΄τουν Πασά.