Η Βούλα, ποντιακής καταγωγής, επισκέφτηκε τη σαρακατσιάνα συμφοιτήτριά της για να πάνε μαζί σε γάμο κοινής φίλης. Το βράδυ, μετά το γάμο, διανυκτέρευσε στο πατρικό της φίλης της, όπου κατοικούσε και η γιαγιά.
Την άλλη μέρα που ξύπνησαν τα κορίτσια, η γιαγιά ρώτησε τη φιλοξενούμενη, να μάθει πως πέρασε στο γάμο.
- Πως τα πόρεψες στο γάμο Βούλα μ’;
και η πόντια,
-Χόρεψα, γιαγιά, χόρεψα…
Οι δυο συνεφάδες είχαν ξεκαλοκαιριάσει μαζί στο ίδιο οτζάκι και στη στράτα για τα χειμαδιά έκαναν αντάμα «κονάκι», οι δυο οικογένειες, η μια δίπλα στην άλλη.
Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, η οικογένεια που θα πήγαινε μακρύτερα, φόρτωσε τα πράγματά της και κίν'σει τ' στράτα τ'ς, αφήνοντας πίσω την άλλη συννυφάδα να κλαίει και να «ξενιτεύει», όπως συνήθιζαν οι Σαρακατσιάνες κατά τον αποχωρισμό.
Αυτό που μου άρεσε πάντα με τους παλιούς Σαρακατσιάνους, ήταν πως, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, με μια φράση τους βγάζανε πάρα πολύ νόημα.
Εδώ θα αναφερθώ στη φράση, που άκουσα από το φίλο μου το Δημήτρη, "Εσύ του ψωμάκ' σ', του τυράκ' σ', τη δ'λουλα σ'" (το ψωμάκι σου το τυράκι σου και τη δουλίτσα σου).
Είναι μια φράση με την οποία βάζει κάποιος τον συνομιλητή του στην άκρη, δηλώνοντάς του παράλληλα πως τον θεωρεί κατώτερο των περιστάσεων. Kαι πως λένε οι νέοι μας... "το έστειλε κανονικά το άτομο!"
Ο Μήτρος Π. ήθελε πάντα να παριστάνει τον πολύξερο και πάντα προσπαθούσε να βρίσκει κάποιες φράσεις που δεν αντιλαμβάνονταν οι άλλοι σκηνίτες, για να πει την... εξυπνάδα του.
Ο γερο-Πέτρος Γ. ήταν τσέλιγκας και άνθρωπος με επικοινωνιακά χαρίσματα. Φρόντιζε να προμηθεύεται καθημερινά την εφημερίδα και ενημερωνόταν για όλα τα νέα και τις εξελίξεις. Πάντα είχε επίσης μια συμβουλή για τον κάθε σκηνίτη και όλοι προσπαθούσαν να τον συμβουλεύονται.
Έλεγε μια Σαρακατσάνα:
"'Οϊ μάτια μ' σκόρψαμαν σαν τα π'λια τ’ς πέρδικας, γίνκαμαν σκουρποχώρ', άλλ' σια δω κι άλλ' σια κει. Τώρα απ' τράνεψαν τα παιδιά, άλλος πάει στρατιώτης, άλλος πάει να μάθ' γράμματα, άλλος έφ’κε ντιπ απ' τα πρότα, χάλασε το τσελιγκάτο. Στενοχωρεύετι ου μαύρος ου γέροντας. Σκέφτιτι κι το 'πεσι κακός ταμπλάς. Θα μείνουν τα κ’δούνια κρεμασμένα, γράψ' αλίμονο σε μένα...»
Μια βολά πάνεγαν στ'ν Αθήνα δυό σαρακατσάνοι με το τραίνο. Μπήκαν απ' το Πλατύ και μέχρι να φτάσουν Αθήνα δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Στα μουτφά 8-9 ώρες.
Μόλις έφτασαν στον σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα λέει ο ένας:
- Αυτά απ' λές Μήτρο...
και απαντάει ο άλλος,
Με αφορμή τις ζεστές ημέρες του Καλοκαιριού, μου τηλεφώνησε ο φίλος μου ο Δημήτρης και μου αφηγήθηκε ένα... μολόημα:
Κάθονταν, απ' λες, ο Σαρακατσιάνος κατ' απ' τ'ν οξιά κι έτρωγε το ξ'νόγαλο όταν επέστρεψε ο Μήτρος απ' τον κάμπο.
Ακούγοντας τον πατέρα μου να αφηγείται για την πείνα που πέρασε με το σύντροφό του "στα ζυγούρια", τον ρώτησα γιατί καθότανε και πεινούσανε και δεν σφάζανε ένα ζυγούρι να φάνε!
Τότε αυτός με κοίταξε με αυστηρότητα και μου είπε:
-Εσύ αν πεινούσες θα έσφαζες το σύντροφό σου να τον φας; Εμείς φυσούσαμε στο στόμα τ' αρνί για να τα κάνουμε ζυγούρι και πρατίνα, και θα τα σφάζαμε με το παραμικρό να το φάμε;
Ήταν σαφέστατος..!
Ρώτησε κάποιος έναν κτηνοτρόφο να του πει τι σπούδασε ο γιός του.
-Λύκος σπούδασε, απαντάει αυτός.
-Μα υπάρχει τέτοια επιστήμη, απόρησε ο άλλος.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια επιστήμη, απαντάει ο κτηνοτρόφος, αυτό που ξέρω είναι πως για να σπουδάσει μου έφαγε 300 πρόβατα και 100 γίδια…
Ο σαρακατσιάνος πατέρας πήγε στην Αθήνα να επισκεφτεί την οικογένεια του γιού του. Έφτασε στο σπίτι αργά το απόγευμα και βρήκε εκεί τη μη σαρακατσιάνα νυφαδιά του, αλλά ο γιος έλειπε. Η γυναίκα τηλεφώνησε στον άντρα της να ρωτήσει που βρίσκεται και να του ανακοινώσει την άφιξη του πατέρα του. Εκείνος της απάντησε, «... σκ’λεύομαι, πες στον πατέρα ότι θα έρθω λίγο αργότερα, θα καταλάβει αυτός». Φράση την οποία μετέφερε αυτολεξεί η νύφη στον πεθερό της και αυτός... κατάλαβε.
Χρειάστηκε να πάνε σε δημόσια υπηρεσία και έπρεπε να δώσουν τα στοιχεία τους.
Ρώτησε ο υπάλληλος πρώτα τον άντρα.
«Το όνομά σας;»,
«Μήτρος» απάντησε αυτός.
«Δηλαδή, Δημήτριος», διόρθωσε ο υπάλληλος.
«Το δικό σας όνομα», ρώτησε απευθυνόμενος στη σύζυγο του Μήτρου.
«Μήτραινα», πρόλαβε αυτός.
Έτος 1962. Παραμονή Χριστουγέννων. Χρόνια δύσκολα, οι φαμπλιές μεγάλες, οι απαιτήσεις της νομαδικής ζωής πολλές. Τα αδέρφια σκορπισμένα σε διάφορες εργασίες, καθένας όπου έκρινε ο τσέλιγκας ότι θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα. Οι γναίκις στο κονάκι μέσα στις πυρετώδεις εργασίες των Χριστουγέννων. Ο γένους έχει αρχίσει, τα γυναικόπαιδα πρέπει να εκτελούν τις απαραίτητες προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα στα χειμαδιά.
Στη χασαποταβέρνα των αδελφών Νίκου και Άγγελου -παλιοί σαρακατσιάνοι- μπήκαν μια μέρα δυο περαστικοί να φάνε. Πριν φύγουν ρώτησαν τους ιδιοκτήτες αν τους επέτρεπαν να αναρτήσουν στον τοίχο του καταστήματος μια διαφημιστική πινακίδα των ραπτομηχανών Singer. Με ευχαρίστηση το αποδέχτηκαν οι ιδιοκτήτες. Ήταν μια πινακίδα που απεικόνιζε μια γυναίκα να ράβει και από κάτω υπήρχε το κείμενο «ΡΑΨΤΕ ΤΟ ΜΟΝΗ ΣΑΣ», παροτρύνοντας τη νοικοκυρά να ράψει μόνη της το ρούχο της με την εν λόγω μηχανή.
Πολλοί Σαρακατσιάνοι θέλανε να παραστήσουν τον... "γραμματιζούμενο" και τον πολύξερο και ενίοτε χρησιμοποιούσαν λέξεις που άκουσαν και τους εντυπωσίασαν, για να εντυπωσιάσουν κι αυτοί με τη σειρά τους το ακροατήριο τους.
Ο Θωμάς Σ. επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη επιχείρησης χωματουργικών μηχανημάτων, για να του αναθέσει το ξεχέρσωμα του λιβαδικού του τόπου.
Ου Θανάσ΄ς ήταν Κάλφας (βοηθός) σε ένα κοπάδ'.
Κάθε φορά που καθόταν να φάνε την "τριψάνα" (γάλα "παπάρα") μαζί με τον μεγαλύτερο σε ηλικία σύντροφό του, όταν προς το τέλος έμενε λίγο υπόλοιπο, άκουγε τον μεγάλο σύντροφό του να τον ρωτάει:
-Θα του μάσ΄ς ή θα του μάσου; (Δηλαδή θα μαζέψεις (θα αποφάς) εσύ το υπόλοιπο ή θα το μαζέψω εγώ).
Από ντροπή ο μ'κρότερος του απαντούσε,
Συνάντησε τον κουμπάρο του την Άνοιξη στη Βέροια. Είχαν καιρό να συναντηθούν, ξεχειμώνιαζαν σε διαφορετικά μέρη.
Ο κουμπάρος είχε πληροφορηθεί για διάλυση του αρραβώνα της κόρης του και ρώτησε να μάθει λεπτομέρειες.
-Να σ’ που, άρχισε να λέει ο πατέρας.
-Είχα ανάγκη από ένα σκ΄λι. Μ' προξένεψαν ένα καλό πρατάρ’κο σκ’λί. Toυ πήρα κι το ‘φερα στα κονάκια.
Καλεσμένος σε γάμο το είχε παρακάνει με το ποτό και προσπαθούσαν οι δικοί του να τον συγκρατήσουν.
Άλλος καλεμένος, που είδε το σκηνιικό, ρώτησε:
-Τι έπαθε αυτός, ήπιε;
-Ωρέ ήπιε τα ποδάρια τ'... ήταν η απάντηση...
Τόσο πολύ δηλαδή!
Ο παππούς μ' ο Νάσιος είχε στο φύλαγμα του κοπαδιού έναν σύντροφο ο οποίος ήταν "νιόπαντρος" και, ίσως λόγω ανασφάλειας, όλο αναφέρονταν στην γυναίκα του, δήθεν απαξιωτικά ,για να ακούει τον παππού μου να την επαινεί.
Η συζήτηση εξελίσονταν κάθε φορά κάπως έτσι:
- Δεν πήρα καλή γ'ναίκα Νάσιου...
- Μα τί είναι αυτά απ' λες! Εσύ πήρες τ'ν καλύτερη και πιο άξια γ'ναίκα, έσπευδε να την επαινέσει ο παππούς μου.
Δεκαετία του 1970 και ένας Σαρακατσιάνος πήγε στη Βέροια για να εξεταστεί για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης γεωργικού ελκυστήρα.
Αφού δώσανε γραπτές και προφορικές εξετάσεις, στη συνέχεια θα εξετάζονταν στην πράξη. Μαζί με τους άλλους πήγε και ο... θ’κός μας. Εκεί τον ενημέρωσαν πως δεν θα συμμετείχε στην εξέταση οδήγησης, επειδή δεν πέρασε στην προηγούμενη διαδικασία.
Οπότε ο... θ’κός μας αντέδρασε φωνάζοντας στους εξεταστές, «Γιατί δεν μ’ αφήνετε κι εμένα να καβαλ’κέψω;»
Ο μπαρμπ'-Αχιλλέας, γέρος πια και ιδιότροπος, μάλωνε κάθε τόσο με τ’ γριά τ’. Αυτό ανάγκασε τον γιό του να φτιάξει ένα κονάκι παρέκει, για να βρει την ησυχία της η οικογένεια.
Εμμονικός ο μπάρμπας, ζητούσε κάθε τόσο απ' το γιό του να καλέσει γιατρό για να εξετάσει τη γιαγια. Γιατί, όπως έλεγε... «δεν είναι καλά η μάνα σ’ πιδί μ', φέρε γιατρό να τ’ν εξετάσ’!».
Κάποια κορίτσια απ’ τα κονάκια, που γνώριζαν την εμμονή του μπάρμπα, για να αστειευτούν μαζί του, σκέφτηκαν να ντύσουν μία απ’ αυτές με ένα άσπρο πουκάμισο και να την παρουσιάσουν στο κονάκι του μπάρμπα σαν γιατρό.
Στη δεκαετία του 60 υπήρχαν συνεργεία κινηματογράφου τα οποία περιόδευαν τα χωριά και προβάλανε ταινίες στις πλατείες ή σε διάφορους στεγασμένους χώρους.
Σε μια τέτοια προβολή πήγε ο Αποστόλης τη μάνα του. Το θέμα της ταινίας «η Γκόλφω», η οποία ξεκίνησε δείχνοντας πλαγιές και πρόβατα να βόσκουν.
Βλέποντας αυτά η μάνα λέει:
Ένας Σαρακατσιάνος πήγε να δώσει εξετάσεις για δίπλωμα γεωργικού ελκυστήρα.
Μεταξύ των ερωτήσεων, στις εξετάσεις, ήταν και οι ταχύτητες.
-Πες μας τις ταχύτητες του μηχανήματος, του είπε ο εξεταστής.
Λίγες εβδομάδες πριν βαφτίσω το γιό μου, έτυχα σε ένα συγγενικό τραπέζι, καθήμενος δίπλα στην γιαγιά μου, μάνα του πατέρα μου. Ενώ τρώγαμε, κάποια στιγμή που οι άλλοι ήταν αφοσιωμένοι στη συζήτηση κάποιου θέματος, έσκυψε να μοιραστεί μαζί μου κάτι που την απασχολούσε. "Δεν μ' λες, Γιώρ' θα το πεις το παιδί!" Έμοιαζε με συμβουλή, αλλά σε τόνο προστακτικής. Για να την πειράξω, της είπα ότι θα έδινα το όνομα του πεθερού μου. "Ούϊ, μάνα μ', πρώτο παιδί και δεν θα πεις στουν πατέρα σ'!", αντέδρασε ξαφνιασμένη.
Την Άνοιξη του σαρανταένα, οι δικοί μου με την ανωμαλία που υπήρχε, την κατοχή των Ιταλών κι επειδή είχαν και χωράφια σπαρμένα και για να μην είναι μοιρασμένοι μισοί στον κάμπο και μισοί στα βουνά, αποφάσισαν για πρώτη βολά να μην πάν στα βουνά, να κάτσουν στον κάμπο. Κι έτσι όταν γύρισα απ’ την Αλβανία, τους βρήκα στο χωριό, στη Νταουτζιά. Ο πατέρας μου πάντα στον κάμπο το πέρναγε λίγο πολύ το Καλοκαίρι με τα σπαρτά κι άλλες δουλειές που είχε. Το ίδιο και τ' αδέρφια μου δεν παραννοιάζονταν, όπως κι οι αδερφάδες μου. Η μάνα μου όμως, που απ’ τα γέννητά της, άμα έρχονταν η Άνοιξη, δεν είχε μείνει ούτε νιά μέρα στον κάμπο, δεν την χώραγε ο τόπος.
Φοιτητές στη Θεσσαλονίκη τα παιδιά, ανέβηκαν το Καλοκαίρι στα κονάκια να δούνε τους δικούς τους. Ένα βράδυ, καθώς κάθονταν στο φριτζιάτο, το έφερε η κουβέντα στο σύμπαν, τα’ αστέρια και τη γη που γυρίζει γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον ήλιο. Ακούγοντας αυτά ο γερο-Κίτσιος που πλάϊαζε μέσα στο καλύβι, πετάχτηκε έξω και άρχιζε να φωνάζει: «Τι είν’ αυτά απ’ μουλογάτε ωρέ χαζά τ’ διάολ’; Αν γύρνα’ε η γη, εδώ θα να ‘ταν η ρούγα απ’ του καλύβ’; Τ’ν μια τ’ μέρα θα νάταν εδώ κι τ’ν άλλ’ να τηράει κατ’ εκεί»
Καινούρια εμπειρία το ραδιόφωνο στα κονάκια, κάθονταν όλοι τριγύρω και άκουγαν το ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης.
Κάποια στιγμή έβηξε ο εκφωνητής και απόρρησε ο Σαρακατσιάνος.
«Ωρε τηράτε που έφτασε η τεχνολογία! Να ‘ναι σ’ναχωμένος αυτός στ’ Σαλονίκ’ και να τον ακούμε εμείς στο Ιμπιλί!
Στο Ιμπιλί, στο Βέρμιο, υπάρχει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Αυτή κατασκευάστηκε από ένα τμήμα του Ελληνικού Στρατού. Όταν άρχισαν οι στρατιώτες να διαμορφώνουν το χώρο για την κατασκευή της, τους πλησίασε ο Γερο Λίας, από τα παρακείμενα κονάκια, και ρώτησε τον επικεφαλής αξιωματικό.
-Τι φκιάν'τε εδώ ωρέ καλόπαιδο;
-Μια εκκλησία μπάρμπα, του απάντησε ο αξιωματικός.
Ο γερο Λίας, αφού σκεφτηκε για λίγο, λέει:
Μια γυναίκα, για να αποφεύγει τις δουλειές, έπεφτε κάτω και κλοτσούσε τα πόδια της και τίναζε το κορμί της για λίγο και μετά ξάπλωνε και δεν έλεγε τίποτε μέχρι να απομακρυνθεί ο άντρας της.
Όταν ο δύστυχος άντρας της την ρωτούσε τι παθαίνει και κάνει έτσι, αυτή του απαντούσε πως την πιάνουν οι «ζάντζες» και δεν μπορεί να τις ελέγξει.
Η Γερογιάννενα επισκέφτηκε τα παιδιά τ’ς στ’ Σαλονίκ, να δει το καινούριο διαμέρισμα απ’ αγόρασαν. Την πήγε ο γιός της μέχρι την πόρτα της πολυκατοικίας και χτύπησε το κουδούνι να κατέβουν να την παραλάβουν. Κατέβηκε η νυφαδιά τ’ς και την έπιασε από το μπράτσο να την βοηθήσει να μπεί στο… ‘σανσέρ(ι).
Ζαλισμένη η... μάκου, λέει στη νύφη της:
Όξου ου αέρας σταματ'σει να φ'σάει. Ένα απαλό αηράκ' απόμ'νει μαναχά, θαρρείς κι ήθελ' ου Θεός να διωχν' τουν μπόχου απ' του θάνατου!
Τι βραδιά κι αυτή Θέ' μ'!
Ο Γιάννους τ'ς Αλέξινας, τον ήφεραν σήμηρα απ' του Νουσουκουμείου.
"Δεν γέννητι", ειπαν οι γιατροί "παρτη τουν στα καλύβια να παραδώσει τ' ψ'χή τ'!".
Ποιος; ...ου Γιάννους απ' έπιανει τ'ν πέτρα κι τ'ν έστυβει!!!