Οι κτηνοτρόφοι όταν οδηγούσαν τα κοπάδια τους στη βοσκή, «επικοινωνούσαν» με τα ζώα τους με φωνές και σφυρίγματα. Ήχους που τα ζώα αναγνώριζαν και στο άκουσμά τους αντιδρούσαν ανάλογα. Χαρακτηριστικά στοιχεία των ήχων αυτών όπως η ένταση, η χροιά, ο χρόνος διάρκειας, η επανάληψη, καθόριζαν και τη συμπεριφορά τους. Εκτός από τη φωνή του τσομπάνου που αποτελούσαν χαρακτηριστικοί και αναγνωρίσιμοι από τα ζώα ήχοι, κυρίαρχο στοιχείο της επικοινωνίας του ήταν και το σφύριγμα.
Το σαλάγισμα των ζώων, όπως ονόμαζαν τους ήχους που επικοινωνούσαν με αυτά, καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό και από το σφύριγμα. Διαδικασία που γίνονταν με τη δύναμη του εκπνευσμένου αέρα από το στόμα του βοσκού. Για την επιτυχία του έπρεπε να δημιουργηθεί στα χείλη μια στενωπός. Ο εκπνευσμένος αέρας ύστερα από δυνατό φύσημα, βγαίνει από το στενό πέρασμα των χειλιών και δημιουργεί το σφύριγμα. Ένα παρατεταμένο φίουουου… Πολλές φορές αυτό επιτυγχάνεται και με τα δάκτυλα. Ο βοσκός έβαζε ένα ή δύο δάκτυλα στο στόμα του δημιουργώντας στενό πέρασμα στον αέρα που εξέπνεε φυσώντας δυνατά δημιουργώντας έτσι το σφύριγμα.
Η ικανότητα αυτή, του να σφυρίζει κανείς, αλλά πρωτίστως να επικοινωνεί με αυτό, αποκτιόνταν από μικρή ηλικία κατά κανόνα στους άνδρες και πολύ λιγότερο στις γυναίκες. Στην κτηνοτροφία εκτεταμένης μορφής που ασκούνταν παλαιότερα, δεν υπήρχε κανένας βοσκός που να μην χρησιμοποιεί το σφύριγμα στο κοπάδι του. Ο ήχος του σφυρίγματος είναι διαπεραστικός, έχει άλλη συχνότητα από τη φωνή και φτάνει μακριά. Τα πρόβατα, τα γίδια, τα άλογα ασκούνταν στο συνεχές άκουσμα του ήχου του σφυρίγματος των βοσκών και αντιδρούσαν ανάλογα. Οι αντιδράσεις αυτές αποκτιόνταν ύστερα από συνεχόμενες επαναλήψεις. Παράδειγμα, στο έντονο, δυνατό και επαναλαμβανόμενο πολλές φορές σφύριγμα, σταματούσαν ή άλλαζαν πορεία. Ήταν το σύνθημα με το οποίο αντιλαμβάνονταν ότι είχαν ξεστρατίσει του προορισμού τους και έπρεπε να αλλάξουν πορεία. Εξάλλου τα ζώα από συνήθεια αντιλαμβάνονται και ασκούνται ώστε να αναγνωρίζουν το δικό τους λιβάδι, την πορεία που κάνουν να φτάσουν σε αυτό, την εισβολή τους σε ξένα βοσκοτόπια. Αυτό τους το γνωστοποιεί ο βοσκός με τον τρόπο που φωνάζει και σφυρίζει ελέγχοντάς τα να κινηθούν στα όρια που εκείνος βάζει. Το ισχνό και αδύνατο σφύριγμα αντιλαμβάνονται ότι αποτελεί δείγμα ηρεμίας και χαλαρώματος του κοπαδιού την στιγμή που αυτά βόσκουν στο λιβάδι τους. Ο τρόπος λοιπόν και το είδος του σφυρίγματος του βοσκού τα ενθαρρύνει να είναι ήρεμα, τους διαμηνύει ότι βρίσκονται στο δικό τους χώρο, δεν κινδυνεύουν από κάποιο εχθρό, είναι την ώρα εκείνη προστατευμένα.
Ξεχωριστή ίσως σημασία έχει το απαλό και χαλαρό σφύριγμα του βοσκού την ώρα που το κοπάδι πίνει νερό σε ποτάμι, σε πηγή, σε λίμνη, σε λούτσα. Ο βοσκός ενθαρρύνει τα ζώα να είναι σε ηρεμία την ώρα εκείνη. Τους γνωστοποιεί ότι αυτός ελέγχει τις πηγές του νερού και δεν κινδυνεύουν από κάποιο θηρευτή. Είναι αλήθεια ότι την ώρα που τα ζώα πίνουν νερό, βρίσκονται σε μια εγρήγορση. Ξαφνιάζονται με τον παραμικρό θόρυβο, αντιδρούν αμέσως και απομακρύνονται γρήγορα. Ίσως η ενστικτώδης αυτή αντίδραση αποτελεί και μια βιωμένη αρχέγονη συνήθεια των ζώων να καιροφυλακτούν όταν βρίσκονται σε μέρη που έχουν νερό και πηγαίνουν να πιούν. Εκεί βρίσκουν την ευκαιρία οι μεγάλοι θηρευτές να βρουν τροφή. Το νερό είναι απαραίτητο για τη ζωή όλων των ζωντανών. Στα νερά λοιπόν τα μεγάλα σαρκοβόρα παραφυλάνε να πιάσουν τη λεία τους. Οι άνθρωποι φαίνεται ότι παρατήρησαν την αντίδραση αυτή των ζώων, όταν πίνουν νερό και με τη φωνή τους και το ξεχωριστό για την περίσταση σφύριγμά τους τα ενθαρρύνουν συνεχώς μέχρι να πιούν την ποσότητα που πρέπει για να ξεδιψάσουν. Να τους τονίσουν ότι τη στιγμή εκείνη αυτοί ελέγχουν το χώρο, είναι κυρίαρχοι και δεν επιτρέπουν σε κανένα θηρευτή να πλησιάσει.
Σφυρίζοντας και φωνάζοντας δυνατά θα μαυλίσει τα σκυλιά με το πρωινό ξεκίνημα του κοπαδιού ο βοσκός. Φίουου… να Νταβέλη….. να Αράπη….… και αυτά έφταναν καταπόδας. Και όταν για κάποιο λόγο δεν ανταποκρίνονταν αυτός επέμενε συνέχεια με το ίδιο τρόπο μέχρι να τον ακούσουν και να έρθουν κοντά του. Το σφύριγμα αποτελούσε την πρώτη αντίδρασή του όταν τα σκυλιά οσμίζονταν αγρίμι ή κάποιον ανεπιθύμητο επισκέπτη και γάβγιζαν κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας. Με το δυνατό σφύριγμα και με χαρακτηριστικές φωνές γνώριμες σε αυτά, θα τα παροτρύνει να κυνηγήσουν τη νύχτα κάθε εισβολέα στη στάνη. Αυτό αποτελούσε και το μήνυμα να τρέξουν προς το μέρος του εχθρού. Το επαναλαμβανόμενο δε δυνατό και συνεχές σφύριγμά του, ακολουθούμενο και από την αναγνωρίσιμη σε αυτά φωνή του, ήταν και τρόπος ενθάρρυνσής τους. Η παρότρυνση είναι αναγκαία, γιατί έτσι τα σκυλιά παίρνουν θάρρος, αντιλαμβάνονται ότι έχουν υποστήριξη από τα αφεντικά τους και δεν δειλιάζουν. Και όταν το σύνθημα το οπισθοχώρησης δοθεί, ο ήχος του σφυρίγματος και της φωνής θα αλλάξουν. Γίνονται ηπιότεροι, χαμηλώνουν, διαφοροποιούνται.
Οι Σαρακατσαναίοι, αλλά και όλοι οι άνθρωποι της υπαίθρου παρατηρούσαν και τα ζώα των οποίων οι φωνές ή διάφοροι ήχοι έμοιαζαν με σφυρίγματα. Ως χαρακτηριστικότερες αναφέρω αυτές του αγριόγιδου και του πουλιού τσομπανάκος. Το αγριόγιδο είναι το ζώο που «σφυρίζει κλέφτικά». Και τούτο εκ του γεγονότος ότι πιάνει τα καραούλια και εποπτεύει την περιοχή από παντού, όπως έκαναν οι κλέφτες. Τα αγριόγιδα έχουν την τακτική να τοποθετούν κάποιο σκοπό σε ένα ψηλό μέρος, για να βόσκουν τα υπόλοιπα όσον μπορούν με μεγαλύτερη ασφάλεια. Σε κάθε περίπτωση όπου το αγριόγιδο που εκτελεί τα καθήκοντα του σκοπού διαπιστώσει κίνδυνο, ο ήχος με τον οποίο ειδοποιεί τα υπόλοιπα μέλη μοιάζει με σφύριγμα. Τότε το κοπάδι ενεργοποιείται αμέσως και λαβαίνει τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης. Άλλο είναι τι σφύριγμα όταν πρόκειται για θηρευτές που πλησιάζουν επικίνδυνα και τα μέλη του κοπαδιού κινδυνεύουν, όπως λύκοι, αετοί και άλλο όταν πρόκειται για εισβολή στην περιοχή τους κοπαδιού άλλων αγριόγιδων. Γιατί και τα αγριόγιδα πολλές φορές μεταξύ τους βρίσκονται σε κατάσταση έχθρας και αντιπαλότητας. Τούτο συμβαίνει κυρίως την εποχή του κεροφορήματος. Την εποχή δηλαδή του ζευγαρώματος, όπως άλλωστε γίνεται και με άλλα ζώα.
Έρχομαι τώρα στον πουλί τσομπανάκος. Κατά τη παράδοση το πουλί αυτό ήταν κάποτε τσομπάνος. Είχε δε έναν αφέντη σκληρό. Μια μέρα πήγε σε μια δουλειά και όταν γύρισε δεν βρήκε τα πρόβατά του. Από το φόβο του από τον αφέντη και από τη λύπη του, παρακάλεσε το Θεό να τον κάμει πουλί, όπως και έγινε. Από τότε ανεβαίνει ψηλά στα δέντρα, μήπως ιδεί πουθενά τα πρόβατά του και τα καλεί με το σφύριγμά του.
Θα παραθέσω για το θέμα αυτό μια παράγραφο από το βιβλίο «Η Κουκουλιώτικη Αστράκα και η Παλιοκούλια» του λαογράφου Κ. Π. Λαζαρίδη από το Κουκούλι Ζαγορίου.
Ο ΤΣΟΜΠΑΝΑΚΟΣ: «Μόλις ξεκινήσαμε να φύγουμε από την Κρούνα, ακούστηκε από την αντικρινή απότομη πλαγιά του χάσματος κάποιο σφύριγμα. Νόμισα πως θάταν κάποιος τσομπάνος που σαλαγούσε το κοπάδι του. Ο Λάμπρος ( πρόκειται για το Σαρακατσάνο Λάμπρο Δ. Τάγκα) κατάλαβε τι ζητούσα να δω και μου είπε: «Δεν είναι άνθρωπος με πρόβατα, κάποιο πουλί θα σφύριξε…» Τότε θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει για το πουλί που το λένε τσομπανάκο. Υπάρχει στα λόγγα και στα βουνά μας ένα πουλί που μοιάζει με τον κότσυφα. Έχει μακριά μύτη και σταχτιές βούλες στο φτέρωμά του. Δεν είδα τέτοιο πουλί από κοντά. Αυτό το πουλί προτιμάει να κάθεται σε κανένα ψηλό ξερό κλαδί ή σε κανένα κοτρόνι, όπου κελαηδάει. Το κελάηδημά του είναι ίδιο σαν το σφύριγμα που κάνει ο τσομπάνος, όταν σαλαγάει τα πρόβατά του «φίου, φίου, ου, ου..»
Πατήστε στο επόμενο κουμπί και ακούστε το χαρακτηριστικό σφύριγμα του πουλιού:
Η ικανότητα των ανθρώπων να σφυρίζουν είναι πάρα πολύ παλιά. Ίσως να αναπτύχθηκε στον άνθρωπο παράλληλα με την ομιλία του. Πολλοί θεωρούν ότι είναι μια προσπάθεια μίμησης της φωνής των ζώων και κυρίως των πουλιών. Ως σήμερα τουλάχιστον φαίνεται να είναι μάλλον στοιχείο που χαρακτηρίζει τους άνδρες και πολύ λιγότερο τις γυναίκες.
Το σφύριγμα ωστόσο, εκτός από τρόπος επικοινωνίας με τα ζώα ήταν και στοιχείο επικοινωνίας και μεταξύ των ανθρώπων. Μάλιστα δε με μια ξεχωριστή σημασία. Αυτή της μη αναγνωρισιμότητας της χροιάς της φωνής την ώρα εκείνη. Με σφυρίγματα επικοινωνούσαν οι κάθε λογής κλέφτες. Παράλληλα όμως το σφύριγμα πολλές φορές ήταν και δείγμα γνωστοποίησης της παρουσίας μας. Θυμάμαι όταν μικρά παιδιά μας στέλνανε οι γονείς μας κάπου μακριά από τα κονάκια, σε δάσος, σε μέρος ερημικό μακριά από ανθρώπους ή υπήρχε ενδεχόμενο να μας πάρει η νύχτα μας έλεγαν. «Μη σκιάζεστε, να τραγουδάτε στο δρόμο και να σφυρίζετε». Σε περίπτωση προσπάθειας επικοινωνίας με κάποιο άτομο σε μακρινή απόσταση, προκειμένου αυτή να καταστεί εφικτή προηγείτο της φωνής ένα δυνατό σφύριγμα. Στη συνέχεια ακολουθούσε δυνατά η φωνή που καλούσε με το όνομά του. Φίουουου……Κώσταααααα…… μέχρι να πάρει την απάντηση με τον ίδιο τρόπο. Πρώτα το σφύριγμα και ακολουθούσε η φωνή. Το σφύριγμα στην περίπτωση αυτή ήταν ο προάγγελος μιας ειδοποίησης ή πληροφορίας από μακρινή απόσταση. Προηγείτο της φωνής και στη συνέχεια αφού υπήρχε ανταπόκριση από την άλλη μεριά, ακολουθούσε το λεκτικό μήνυμα.
Έτσι το σφύριγμα αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας των κτηνοτρόφων, αλλά και άλλων ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου. Ήταν κομμάτι της επικοινωνίας ανθρώπων και ζώων. Το σφύριγμα αποτελούσε και μια ειδοποίηση αποχώρησης από κάπου χωρίς να γίνει γνωστός ο λόγος ακολουθούμενο και από κάποιο νεύμα. Αυτό γίνονταν σε περιπτώσεις όπου κάποιος ήθελε να ειδοποιήσει ένα δικό του άνθρωπο, με αυτόν το ξεχωριστό τρόπο, να αποφύγει ενδεχόμενο καβγά ή μια ανεπιθύμητη παρέα. Ακόμα δεν ήταν λίγες οι φορές όπου με το σφύριγμα ειδοποιούσε ο άνδρας τη γυναίκα του για να την ενημερώσει για κάτι που ήθελε. Τα αυστηρά ήθη σε πολλές κοινωνίες, όπως και αυτή των Σαρακατσαναίων δεν επέτρεπαν να εκφωνήσει το όνομά της και μάλιστα δυνατά. Τέλος κάποιες φορές οι Σαρακατσαναίοι θέλοντας να δείξουν την αδιαφορία τους για κάποιον, την υποβάθμιση των λεγόμενων του, την έλλειψη φόβου στο πρόσωπό του έλεγαν: «ποιος τον σιουράει αυτόν».
Υπάρχουν ωστόσο περιστάσεις όπου το σφύριγμα αποτελεί και έκφραση χαράς και διασκέδασης. Με αυτό ο τσομπάνος, ο διαβάτης, ο κυραντζής κρατάει το ρυθμό που συνοδεύει το τραγούδι του σε ώρες ανεμελιάς και ξεκούρασης.
Ωστόσο και η διάσταση της εξήγησης περί καλού ή κακού οιωνού δεν λείπει από το σφύριγμα στους Σαρακατσαναίους. Όταν σφυρίζει το δεξί μας αυτί, σημαίνει ότι κάποιο καλό νέο θα ακούσουμε. Στην περίπτωση όμως που σφυρίζει το αριστερό μας αυτί, τότε θα ακούσουμε κάτι κακό. Αν τύχει και την ώρα που σφυρίζει το αυτί μας να βρίσκεται μαζί μας και κάποιος άλλος τον ρωτάμε. Ποιο αυτί μου σφυρίζει; Στην περίπτωση που απαντήσει σωστά, σημαίνει ότι μαζί θα ακούσουν το καλό ή κακό νέο.
Το σφύριγμα όμως όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος δεν επιτρέπεται τη νύχτα. Είναι κακό και μάλιστα όταν αυτό συνοδεύει κάποιο τραγούδι. Μεταφορικά το σφύριγμα προσδιορίζει και εκείνον που έχασε τα λογικά του, που δεν επικοινωνεί με τους άλλους συνανθρώπους του. Αυτός που δυσκολεύεται να συνεννοηθεί. «Σιούριξε ο τάδε» ήταν η συνήθης έκφραση των Σαρακατσαναίων.
Σήμερα το σφύριγμα πολύ σπάνια χρησιμοποιείται ως ήχος από τους ανθρώπους για επικοινωνία. Δεν υφίσταται τέτοια ανάγκη. Παραμένει ωστόσο γνωστό σε φράσεις με την κυριολεκτική ή μεταφορική του σημασία όπως: «Σφυρίζει αδιάφορα, του σφύριξε κάτι στο αυτί, σφύριξε ο διαιτητής, σφύριξε ο τροχονόμος, σφύριξε το τρένο». Υπάρχουν όμως και τα σφυρίγματα που αποδοκιμάζουν. Είτε πρόκειται για κάποια πολιτική ομιλία, για μια θεατρική παράσταση για μια μη αρεστή και βαρετή συνάθροιση ατόμων.
Δεν λείπουν όμως και αυτά που εκφράζουν θαυμασμό όπως παράδειγμα όταν απευθύνεται σε μια γυναίκα. Αλλά και η σύγχρονη τεχνολογία φαίνεται ότι δεν ξέχασε τον ήχο του σφυρίγματος, προσδίδοντας σε αυτό τη σπουδαιότερη ίσως από τις σημασίες που είχε. Αυτή της απόκρυψης της λεκτικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Στο κινητό τηλέφωνο ο ήχος του μας ειδοποιεί για κάποιο μήνυμα που έχουμε.
Γιώργου Κ. Τσουμάνη. Από τα "Σαρακατσάνικα Χαιρετήματα", φύλλο 74