Giannakos 100Γνώρισα τον Θωμά Χρισταντώνη-Μπούτλα μέσα από την κυκλοφορία του τελευταίου βιβλίου μου, «του Καλυβοδάσκαλου». Θεσσαλός Σαρακατσιάνος -μουσικής φίλος γνήσιος- ζει μόνιμα στην Αθήνα. Είχε την καλοσύνη να με πάρει τηλέφωνο και να με συγχαρεί για το βιβλίο μου. Ένας άγνωστος ως τότε σε μένα σιναφλής.

Εκτίμησα ιδιαίτερα την ευγενική του αυτή χειρονομία. Από τότε αναπτύξαμε φιλική σχέση, έστω και τηλεφωνικά. Ομολογώ ότι η επαφή αυτή μού άνοιξε καινούργια μονοπάτια.

Πριν από λίγο καιρό μού έστειλε δώρο ξεχωριστό· τέσσερα τραγούδια, τρία της ξενιτιάς και ένα μοιριολόι. Τα τραγούδια αυτά είναι μέρος από τα εκατό και περισσότερα τραγούδια της συλλογής του, τραγουδισμένα από τη μάνα του.

Αυτό το δώρο με τιμάει ιδιαίτερα. Μετά τον αείμνηστο πρωτοψάλτη της Ιεράς Μητρόπολης Αθηνών Σπύρο Περιστέρη -δάσκαλό του στο Ωδείο Αθηνών και υπεύθυνο του Τμήματος Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών- και τον σπουδαίο μουσικολόγο Μάρκο Δραγούμη, δάσκαλό του στο ίδιο Ωδείο και υπεύθυνο του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου της Μέλπως Μερλιέ, είμαι ο τρίτος άνθρωπος στον οποίο ο Θωμάς εμπιστεύτηκε τον πολύτιμο μαργαρίτη του.
– Μάνα, θα μου τραγουδήσεις μοιριολόια; της είπε μια μέρα ο Θωμάς.
– Ούι, πιδάκι μ’! Μοιριουλόια στου σπίτι τ’ πιδιού μ’;!
– Θα κερδίσω πολλά χρήματα -τάχα μ’ τάχα μ’- αν μου τα τραγουδήσεις, είπε ο γιος στη μάνα για να την παρακινήσει.
– Aμ, δε θα κερδίσεις. Του θέλ’ς όμους τόσου πουλύ κι θα σ’ τραγ’δήσου.

Μόνο τότε κάθισε και τραγούδησε η γερόντισα Μαρία Μπούτλα, το γένος Χρισταντώνη. Για να καλοκαρδίσει τον γιούλη της άνοιξε το γλυκό της στόμα κι από τα φυλλόκαρδά της άρχισαν να βγαίνουν αργές μακρόσυρτες μελωδίες, αργασμένες από τις χαρές και τις λύπες της τζιομπάνικης ζωής. Η φωνή λαγαρή κι αλύγιστη από τη λεηλασία του πανδαμάτορα χρόνου· φωνή ατόφια σαρακατσιάνικη, να την ακουρμαίνεσαι και να μην τη χορταίνεις· μοναδικό δείγμα έκφρασης της γυναικείας ψυχής των Σαρακατσιαναίων.

Οι αντρειουμένοι βουλιόντανι απού πέρα απ’ του πουτάμι·
ν-ικεί θα φκιάσουν νιόκαστρου να μην τους εύρει ου χάρους.
Στουν πάτου βάνουν μάρμαρου, στη μέση βάνουν ασήμι,
κι στην κουρφή του χάλκουμα να τουν χαλκουπουτίσουν.
Κι ακόμα δεν τ’ απόφκιασαν κι μέσα δεν ιμπήκαν,
στου παραθύρι έκατσαν τουν κάμπου αγναντεύουν.
Κι είιδαν του χάρου πόρχουνταν στου φάρου του καβάλα.
Κι άλλους του λέει σύγνιφου κι άλλους του λέει αντάρα.
Ν-ικειό δεν είνι σύγνιφου, ν-ικειό δεν είνι αντάρα·

ν-αυτό είνι ου μαυρόχαρους, έρχιτι να μας πάρει.

Μετά το μοιριολόι, η γερόντισσα έκλαψε. Θυμήθηκε τον πατέρα της Μήτρο Χρισταντώνη, που πάρα νιος έφυγε για τον άλλον κόσμο. Το ίδιο μοιριολόι είχε τραγουδήσει και στα δώδεκά της στο ξόδι του.

Στα τραγούδια της ξενιτιάς ο ήχος μοιάζει πολύ με τον ήχο των ξενιτικών ή των καλημεριών -όπως τα λέμε στην Ήπειρο-, καλημέρια τα λεν και στα Άγραφα. Παρόμοιος είναι και ο ήχος από το μοιριολόι.

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες από παλιακούς Σαρακατσιαναίους, το συγκεκριμένο μοιριολόι αναφέρεται σε μάχη που έδωσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης, Δεσπότης του Μυστρά, με τον Οθωμανό βεζύρη Μουράτ στο Εξαμίλι της Κορίνθου, ψηλά στο κάστρο, τον Δεκέμβριο του 1445, λίγο πριν από την άλωση της Πόλης. Ο στίχος του είναι αριστοτεχνικός. Θέμα του είναι η αιώνια επιθυμία του ανθρώπου για αθανασία. Πάντα όμως χάνει τη μάχη με τον χάροντα ψηλά στα μαρμαρένια αλώνια.

Τα μοιριολόια είναι λυρικά τραγούδια με θρηνητικό, επαινετικό και εγκωμιαστικό χαρακτήρα. Εκφράζουν θλίψη και πόνο για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου. Τα τραγουδούν γυναίκες κατά την πρόθεση ή την κηδεία του. Περιγράφουν την ανθρώπινη μοίρα, τον αποχωρισμό από την οικογένεια, τις αρετές του νεκρού.

Το συγκεκριμένο μοιριολόι έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Δε μοιριολογεί τον έναν αλλά τους γενναίους, τους αντρειωμένους. Απόφαση πήραν οι αντρειωμένοι να μην πεθάνουν και γίνονται καστροπολεμίτες. Χτίζουν κάστρο, με μάρμαρο στον πάτο, να ’χει θεμέλια γερά. Στην κορφή βάζουν χαλκό να χαλκοποτίσουν τον τελευτή αν αποφασίσει να έρθει, να τον αλκοτίσουν, να τον πολεμήσουν με τα σπαθιά τους και με όλα τους τα όπλα. Στη μέση, στην καρδιά του, βάζουν ασήμι, μέταλλο πολύτιμο. Το ασημώνουν με τη δύναμη της ψυχή τους. Είναι λιγοστοί αλλά διαλεμένοι, παλληκάρια ένα κι ένα.

Όπου να ’ναι τελειώνουν το κάστρο. Κάθονται στο παραθύρι κι αγναντεύουν τον κάμπο, με τα λουλούδια και όλες τις ομορφιές της φύσης. Τους παίρνει η χαρά. Σε λίγο όμως ο κάμπος γιομίζει κουρνιαχτό. Άλλος το λέει σύγνεφο κι άλλος το λέει αντάρα. Κανένας τους δε σκιάζεται, το κάστρο είναι άπαρτο. Κι όμως. Ο κουρνιαχτός είναι από τον φάρο του χάροντα. Καβάλα στο μαύρο του άτι ο μαυρόχαρος - μιλιούνια οι οχτροί- καλπάζει προς το νιόκαστρο. Να τους κουτσοκεφαλίσει όλους και να τους σύρει από το άλογό του.

Ο θρήνος αποτελεί μέρος του νεκρικού τελετουργικού ήδη από την εποχή του Ομήρου. Στην Ιλιάδα υπάρχουν τρία μοιριολόγια στις ραψωδίες Ψ και Ω. Στο πρώτο ο Αχιλλέας θρηνεί τον Πάτροκλο, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο θρηνούν τον Έκτορα η Ανδρομάχη και η Εκάβη αντίστοιχα.

Στους Σαρακατσιαναίους τα μοιριολόια αρχίζουν ύστερα από την τοποθέτηση και την τακτοποίηση του νεκρού στο καλύβι. Οι γυναίκες μοιριολογούν γονατιστές ή καθισμένες με την εξής σειρά: η μάνα, οι αδερφές, οι βάβες και κατόπι οι άλλοι συγγενείς. Θρηνούν μεγαλόφωνα και μοιριολογούν τραβώντας τα μαλλιά τους, χτυπώντας το στήθος τους και μαδώντας τις μπούκες τους.

Η σημασία του μοιριολογιού είναι καίρια. Η έλλειψή του αποτελεί ένδειξη ασέβειας προς τον νεκρό.

Σαρακατσιαναίικα μοιριολόγια έχουν καταγραφεί σε αρκετές συλλογές τραγουδιών μας. Αυτό το οποίο λείπει είναι ο τρόπος που μοιριολογούσαν οι Σαρακατσιάνες. Το παρόν μοιριολόι είναι ένα παράδειγμα.

Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν καταγεγραμμένα μοιριολόγια. Υπάρχουν άπειρα σαρακατσιαναίικα τραγούδια καταγεγραμμένα σε κασέτες. Κάθε σπίτι μπορεί να έχει και μία. Τα τραγούδια αυτά είναι τραγουδισμένα από τους γνήσιους εκφραστές τους, τους βιωματικούς Σαρακατσιαναίους.
Τραγουδισμένα με τέτοιον τρόπο που σήμερα κανένας να μην μπορεί να τα αποδώσει. Υπάρχει πλούτος. Αυτός όμως κινδυνεύει να χαθεί. Και
θα χαθεί αν δεν τον φροντίσουμε. Είναι ώρα να γίνει Αρχείο Αυθεντικού Σαρακατσιαναίικου Τραγουδιού. Όλο αυτό το πρωτογενές υλικό να συγκεντρωθεί σε ψηφιακή μορφή. Ποιος θα το κάνει; Τον πρώτο λόγο έχει η Ομοσπονδία. Τον δεύτερο; Ο καθένας μας.

Αγαπητέ Θωμά, αυτή η καταγραφή της σεβαστής μητέρας σου είναι παρακαταθήκη πολύτιμη για όσους συνεχίζουν να αγαπούν και να τιμούν τον πολιτισμό των προγόνων τους.

του Θόδωρου Γιαννακού (Αντιγραφή από τα "Χαιρετήματα, Φύλλο 74")

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.