O πρώτος επιστήμονας που μελέτησε τους Σαρακατσάνους και έκανε τη διδακτορική του διατριβή στο Παρίσι το 1925, ήταν ο επιφανής Δανός καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, Carsten Hoeg (1896-1961).Στα πλαίσια της μελέτης του "Les Saracatsans, une tribu monade greque", μελετώντας το ιδίωμα των Σαρακατσαναίων κατέγραψε και τους στίχους πολλών Σαρακατσιάνικων Τραγουδιών, όπως ακριβώς του τα αφηγήθηκαν οι Σαρακατσιάνοι της Ηπείρου και άλλων περιοχών.
Βγήκα ψηλά στο Κρυφοβό κι αγνάντευα τον πόλεμο,
πώς πολεμάν οι Έλληνες με τους Παλιαρβανίτις.
Πέφτουν τα τόπια σα βροχή, γκιουλέδις σα γαλάζι,
κι αυτό του λιανοντούφικο σα σιγαλή βροχούλα.
Ο κυρ λοχίας φώναξι, ο κυρ λοχίας λέει:
«Μπρος, πιδιά, στον πόλιμο, εμπρός και τα τουφέκια,
Τι σκούζεις, μαυροκόρακα, τι σκούζεις, τι μαδιόσι;
Μεδά διψάς για αίματα, μεδά πεινάς για λέσια;
Έβγα ψηλά στον Γκόζιακα, αγνάντεψε τρογύρα.
Κι αγνάντιψε την ποταμιά κατά την κρύα βρύση,
να δεις κεφάλια κλέφτικα, κουρμιά δίχους κεφάλια,
πως πολεμάν οι Έλληνις με του(ς) σκυλαραπάδες.
Εψές, προψές, επέρασα στον τάφο του Δημάκη
κι ακούω το μνήμα που βογγάει να βάριαναστενάζει.
Κουντοκρατώ το φάρο μου και του ψαχνορωτάω:
«Τ έχεις, Δημάκη, και βογγάς και βάριαναστενάζεις;
Μεδά το χώμα σου βαρύ, μεδά η μαύρη πλάκα;»
«Μουιδί το χώμα μου βαρύ, ουιδί η μαύρη πλάκα.
Το μάθιταν τι γένιτι στον κάμπο της Καστρίτσας;
Βάρεσαν έναν ενζουνό, έναν πρωτολοχία.
Τρεις τουφεκιές, τρεις πιστολιές, νια μαχαιριά στην πλάτη.
Γιουμίζ' το στόμα αίματα, τα χείλια το φαρμάκι
κι η γλώσσα αηδοννιου λαλεί - αηδοννιού -και λέει:
«'λάτι, στρατιώτις, πάρτι μι και στη στρατώνη συρτι μι.
Σαν το κακό που πάθαιναν τα μαύρα Κανακόϊπουλα
κι οι μαύροι Γεννακαίοι, φέτο το καλοκαίρι.
Τις χάλασ' ο Βελή-πασας, τα μαύρα τα Λαζόιπουλα.
Τρεις καπιταναραίοι τις πήραν τις γυναίκες.
Τις πήραν και τις έβγαλαν στηνέ ψηλή ραχούλα.
Ποια μάνα έχει δυό παιδιά στον πόλεμο στιλμένα;
Πες της να μην τα καρτερεί, να μην τα παντεχαίνει.
Τα παιδιά σκοτώθηκαν στο Δουμικό, στη ράχη.
Ο Δουμικός κατέβασε με ήλιο, με φεγγάρι.
Φέρνει λιθάρια ρίζινα, δέντρα ξερριζουμένα,
φέρνει και νια γλυκομηλιά τα μήλα φορτωμένη.
«Τ' έχεις, καημένι πλατάνι, και στέκεις μαραμένος,
με τις ριζούλις στο νερό, με του κουρμί στο χιόνι;»
«Ούλοι ριχνούν στις κλώνες μου και ούλοι στα κλοννάρια
κι αυτός ο γιρ-Αλή-πασάς ρίχνει στήνι καρδιά μου.»
Ισείς, πιδιά βλαχόιπουλα, πιδιά απ' τη Σαμαρίνα,
τωρά απ' θα βγείτε στο χουριό, ψηλά στη Σαμαρίνα,
τουφέκι να μη ρίξετε, τραγούδια να μη πείτε.
κι σας ακούει η μάνα μου κι η δόλια αδερφή μου
και δεν αλλάζουν τη Λαμπρή, στην εκκλησιά δεν βγαίνουν.
Μας πήρ' η μέρα κι η αυγή,
Χρήστο Νταβέλ', αρχιληστή,
έρι γιόμα και μεσημέρι,
καπετάν Χρηστό Νταβέλη.
Σια πού θα λημεριάσονμε;
Νταβέλη, θα μας πιάσουνε.
Γιέ μου, να κάνουμε λημέρι,
καπιτάνι Χρήστο Νταβέλη.
Γεια σου, Λία μ’ και Νταβέλη,
πού θα μας φέρουν το ψωμί,
Χρήστο Νταβέλ', αρχιληστή,
γιε μου, κι ο βλάχος το κριάρι,
Κακαράπη και Νταβέλη.
Nα ήμουν πουλί, να πέταγα, να πάινα ταϊ ψήλου,
ν' αγνάντευα την Τσαμουριά και τους Λιεροκαπαίους.
εφτά πασάδες πέρασαν στα βλάχικα κονάκια.
Κράζουν του γιρο-Θόδωρο, τον Πάνο τον Καψάλη
και τον Γιαννάκη Γόγολο κι αυτόν τον Μάνθο Ντάγκα.
Με γέλασαν η χαραυγή, τ' αστρί κι του φεγγάρι
και βγήκα νύχτα στάι βουνά, νύχτα στα κουρφοβούνια.
Κι εκούου τα πεύκα που βροντάν, κι εκούου τ’ς ουξιές που βάζουν.
Βρίσκου λημέρια κλέφτικα, παλιά, χορταριασμένα.
Με πήρι το παράπονο και κάθομαι και κλαίω:
Πώς λάμπ' o ήλιος στάι βουνά, τα χιόνια στα λαγκάδια,
έτσι λάμπουν κι η κλεφτουριά κι οι Κουλουκοτρωναίοι,
πο 'χουν τ' ασήμια τα πουλλά και τα χρυσά γιλέκια.
Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρουν αντίδωρο απ' του παπά το χέρι.
Αηδόνια μου, μπιρμπίλια μου, να ζείτι, να λαλείτι,
και συ, πετρίτ' αγλήγορη, πουλί της καταβότρης,
κι αν πας, πουλί, κατ' Άγραφα, κι αν πάς κι στα Τζιουμέρκα,
χιρέτα μας τη συντροφιά και τους Κατσαντωναίους.
Πες τους να κάτσουν φρόνιμα, μην κάνουν ζουρλαμάρις.
Δεν είν’ ου πιρσινός καιρός, να κάνουν όπως θέλουν.
Τρεις περδικούλις κάθουνταν -Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη, στις φούρκις, στου ταμπούρι.
Μίνια τηρά την Πρέβεζα -Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη, κι η άλλη τη Λαμία.
Η τρίτη, η καλύτερη, -Βασίλη, Βασίλη,
Πουλιά μου, νάγρια κι ήμερα,
μωρέ Δήμου, Δήμου,
καημένι Δήμου, άγρια και μερωμένα,
ν’ αυτού ψηλά που παίζετε,
μωρέ Δήμου, Δήμου,
καημένι Δήμου, κι χαμπ’λά τηράτε;
Έβγα, μανούλα μ', φώναξι σ' ουλνούς τους μαχαλάδες,
όσα παιδιά ειν' ανύπαντρα φέτου μη παντρευτούνε.
Φέτου θα γένει πόλεμος, θα γέν' ανταρντασία.
Θα κλάψουν μάνες και παιδιά, γυναίκις για τους άντρες.
Θα κλαίει και μίνια νιούτσικη, νια μικροπαντρεμένη,
πο 'χει τον άντρα τ'ς άρρουστο, βαριά για να πεθάνει.
Ισείς βουνά του Γρεβενού και πεύκα του Μετσόβου,
λιγό να χαμπηλώσετε, ένα τουφέκι τόπο,
για να φανούν τα Γριβινά κι αυτό το Μεγασπήλιο,
πώς πολεμάν ζάρκα πιδιά, ζάρκα και στο γιλέκι.
Πέφτουν τα τόπια σα βροχή, γκιολέδις σα χαλάζι
«Αντώνη μου, τι σκέπτεσαι, τι βάνεις με το νου σου;»
«Πιδιά μου, μη με βιάζετε και θα σας μολογήσου.
Εψές μού 'ρθαν δυο γράμματα ναπό το γερο-Γρίβα.
Αάτι να τα διαβάσουμι, να ιδούμι τι μας γράφουν!»
Απόξω λέει τ' απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα:
«Αντώνη, κάτσι φρόνιμα, μην κάνεις ζουρλαμάρις!»
Ου ήλιος εβασίλεψι κι ου Δήμους διατάζει:
«Σύρτι, παιδιά μου, στο νερό, ψωμί να φάτ' απόψε,
και συ, Λαμπράκη μ', ανιψιέ, κάτσε εδώ κουντά μου.
Τα άρματα μου φόρεσε, να είσι καπιτάνιος.
Και σεις, παιδιά μου, πάριτι το έρημο σπαθί μου
κόψτι κλαριά, στρώστε για να καθίσου
Μας ήρθ' η άνοιξη πικρή,
Γρίβα, καημένι Γρίβα
και καλοκαίρι μαύρο
μας ήρθι κι ο χινόπωρος
Γρίβα, καημένι Γρίβα
πικρός φαρμακωμένος.
Μας ήρθι Φράγκους βασιλιάς
Γρίβα, καημένι Γρίβα
Φράγκους και Μπαρβαρέζους
Γρίβα, σε θέλ' ου βασιλιάς
Γρίβα, καημένι Γρίβα
Του τι με θέλ' ου κιαρατάς
Γρίβα, καημένι Γρίβα
Ανί με θέλει για καλό
Γρίβα, καημένι Γρίβα
να πάου καθώς είμι.
Κι αμα με θέλει για κακό
Γρίβα, καημένι Γρίβα
να ζώσω τ' άρματα μου
Κλαίνε τα δόλια τα βουνά,
παρηγοριά δεν έχουν.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα,
δεν κλαίνε για τα χιόνια.
Η κλεφτουριά τ' αρνήθηκε
και ροβολάει στους κάμπους.
Οι κλέφτις από τ' Άγραφα κι αρματολ' απ' το Βάλτο
πατήσανι του Λεπινού και το 'καναν πιρπάτι.
Πηράν ασπρά, πηράν φλουριά, πηράν μαργαριτάρια,
πηράν και τρεις αρχόντισσες και τρεις καλές κυράδες.
Πηράν τη Νικολάικινα, πρωτήν κουτζιαμπασίνα.
Τ’ έχουν στο Σούλιο ταϊβουνά
μωρέ πιδιά Σουλιώτικα
και στέκουν μαραμένα
καπετάν Φωτο-Τζιαβέλα
Ουιδί τα χιόνια τα βαρούν