Κλαίνε τα δόλια τα βουνά,
παρηγοριά δεν έχουν.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα,
δεν κλαίνε για τα χιόνια.
Η κλεφτουριά τ' αρνήθηκε
και ροβολάει στους κάμπους.
Βρε κάμπ' αρρωστιάρικε,
βρε κάμπε μαραζιάρη
η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας,
κι η Λιάκουρα της Γκιώνας:
«Βουνό μου, πού 'σαι πιο ψηλό
και πιο ψηλά 'γναντεύεις,
που να 'ναι, τι να γίνηκαν
οι κλέφτις οι Αντρουτσαίοι;
Σια πού να ψένουνε σφαχτά,
να ρίχνουν στο σημάδι;
Ποιους κάμπους να στουλίζουνε
με τούρκικα κουφάρια;»
«Βρε κάμπε αρρωστιάρικε,
βρε κάμπε μαραζιάρη,
με τη δική μου λεβεντιά
να στολιστείς γερεύεις;
Για δωσ’ μου τα στολίδια μου,
Δώσ’ μου τη λεβεντιά μου»
Μη λυώσουν ούλα τα χιόνια μου
και θάλασσα σε κάμω».