Ου ήλιος εβασίλεψι κι ου Δήμους διατάζει:
«Σύρτι, παιδιά μου, στο νερό, ψωμί να φάτ' απόψε,
και συ, Λαμπράκη μ', ανιψιέ, κάτσε εδώ κουντά μου.
Τα άρματα μου φόρεσε, να είσι καπιτάνιος.
Και σεις, παιδιά μου, πάριτι το έρημο σπαθί μου
κόψτι κλαριά, στρώστε για να καθίσου

και φέρτε μ' τον πνευματικόν να μι Τιμολογήσουν,
να του ειπού τα κρίματα όσα έχου κάνει
τριάντα χρόνια 'ρματολός κι είκοσι χρόνια κλέφτης.
Και τώρα μου 'ρθι θάνατος και θέλω να πιθάνω.
Και φκιάσε το γκιουβούρι μου, πλατύ, ψηλό να γένει,
να στέκου 'ρθός να πουλεμού και δίπλα να γιομίσω.
Κι από το μέρος το δεξί αφήστι παραθύρι
τα χελιδόνια να 'ρχονται, την άνοιξη να φέρουν.

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.