Πουλιά μου, νάγρια κι ήμερα,
μωρέ Δήμου, Δήμου,
καημένι Δήμου, άγρια και μερωμένα,
ν’ αυτού ψηλά που παίζετε,
μωρέ Δήμου, Δήμου,
καημένι Δήμου, κι χαμπ’λά τηράτε;
Μήν είδιταν αρματωλούς
μωρέ Δήμου, Δήμου,
καημένι Δήμου-κι απ' τους παλιούς τους κλέφτες;
«Νιψές, προψές, τους είδαμαν
μωρέ Δήμου, Δήμου, καημένι Δήμου
μες στ' άγιου μοναστήρι.
Είχαν αρνιά που ψένανε,
μωρέ Δήμου, Δήμου, καημένι Δήμου
κριάρια σουφλισμένα.
Κι είχαν κι ένα παλιό κρασί
μωρέ Δήμου, Δήμου, καημένι Δήμου
κι ένα καλό λημέρι.
Κι έβαλαν όρκους στο σπαθί,
μωρέ Δήμου, Δήμου, καημένι Δήμου
σπαθί και το τουφέκι.
Κι αν αρρωστήσ' κανάς 'πό μας,
μωρέ Δήμου, Δήμου, καημένι Δήμου
πού μας, απ' τους σαράντα,
στο νώμο θα τον σύρομε
μωρέ Δήμου, Δήμου, καημένι Δήμου
σαράντα δυό μερούλες.