Τρεις περδικούλις κάθουνταν -Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη, στις φούρκις, στου ταμπούρι.
Μίνια τηρά την Πρέβεζα -Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη, κι η άλλη τη Λαμία.
Η τρίτη, η καλύτερη, -Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη, μοιριολογάει και λέει.
Μεδά λαλούσι σαν πουλί ,-Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη, μουιδί σα χελιδόνι.
"Πουλλοί μαύροι μας έρχονται -Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη, μαυροί σαν τα κοράκια.»
Αλλοι τα λένε πρόβατα -Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη-κι αλλοί για γκόρμπα γίδια.
Αυτά δεν ήταν πρόβατα -Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη-μουτί και γκόρμπα γίδια.
Αυτό ειν' ασκέρι ταχτικό, -Βασίλη, Βασίλη,
μωρέ Καλαμπαλίκη, πο 'ρχιτ' απ' τη Λαμία.