Αηδόνια μου, μπιρμπίλια μου, να ζείτι, να λαλείτι,
και συ, πετρίτ' αγλήγορη, πουλί της καταβότρης,
κι αν πας, πουλί, κατ' Άγραφα, κι αν πάς κι στα Τζιουμέρκα,
χιρέτα μας τη συντροφιά και τους Κατσαντωναίους.
Πες τους να κάτσουν φρόνιμα, μην κάνουν ζουρλαμάρις.
Δεν είν’ ου πιρσινός καιρός, να κάνουν όπως θέλουν.
«Εσείς, Τζιουμέρκα, Άγραφα, λημέρια τουν γκλεφτών,
τους κλέφτες τι τους κάματαν και τους Κατσαντωναίους;»
«Τον Κατσαντώνη πιάσανι κι αυτόνε του Χασιώτη.
Στα Γιάννινα τους πάισαν, στ' Αλή-πασά τα σπίτια.»