Με γέλασαν η χαραυγή, τ' αστρί κι του φεγγάρι
και βγήκα νύχτα στάι βουνά, νύχτα στα κουρφοβούνια.
Κι εκούου τα πεύκα που βροντάν, κι εκούου τ’ς ουξιές που βάζουν.
Βρίσκου λημέρια κλέφτικα, παλιά, χορταριασμένα.
Με πήρι το παράπονο και κάθομαι και κλαίω:
«Λημέρια, που 'ν' οι κλέφτισας, που 'ν' τα παλικάρια;»
Το λόγο δεν απόσωσα, το λόγο δεν απούπα,
ο καπιτάνιος έρχεται μαζί με τα πιδιά του.
«Tι συλουϊόσι ξάδερφε, τ' είσι συλλογισμένους;
Μη σου βαρούν οι φυλακές, τα έρημα πετρούμια;»
«Δε μου βαρούν οι φυλακές, μουδί και τα πετρούμια.
Θυμάμαι το Ξηρόιμερο, που 'ταν λημέρια κλέφτικα,
λημέρια τουν γκλεφτιών.
Λημέρια, που 'ν' οι κλέφτισας, που ε'ιν' τα παλικάρια;