Εψές, προψές, επέρασα στον τάφο του Δημάκη
κι ακούω το μνήμα που βογγάει να βάριαναστενάζει.
Κουντοκρατώ το φάρο μου και του ψαχνορωτάω:
«Τ έχεις, Δημάκη, και βογγάς και βάριαναστενάζεις;
Μεδά το χώμα σου βαρύ, μεδά η μαύρη πλάκα;»
«Μουιδί το χώμα μου βαρύ, ουιδί η μαύρη πλάκα.
Μούν' με βαρούν τα νιάτα μου, η έρμη λιβεντιά μου.»
«Ισένα τα νιάτα σου το χώμα θα τα φάει,
την έρμη τη λιβεντιά σου.»