Το μάθιταν τι γένιτι στον κάμπο της Καστρίτσας;
Βάρεσαν έναν ενζουνό, έναν πρωτολοχία.
Τρεις τουφεκιές, τρεις πιστολιές, νια μαχαιριά στην πλάτη.
Γιουμίζ' το στόμα αίματα, τα χείλια το φαρμάκι
κι η γλώσσα αηδοννιου λαλεί - αηδοννιού -και λέει:
«'λάτι, στρατιώτις, πάρτι μι και στη στρατώνη συρτι μι.
Πάρτι κι τις μπαλάσκις μου, με δυό, με τρεις χιλιάδις!
Χίλια δώστι της μάνας μου, εκατό της αδερφής μου
και τ' άλλα, τ' αποδέλοιπα, δώστι της γειτονιάς μου!
Κι αν ρωτήσ' η μάνα μου, τον πού 'νι ου λοχίας,
μη τς πείτι πως σκοτώθηκι, πως είμι σκοτωμένος.
Να τς πείτι πως παντρεύτηκα
Πήρα την πέτρα πιθιρά, τη μαύρη γης γυναίκα,
κι αυτά τα λιανολίθαρα ούλα για συγγενάδια.»