Τι σκούζεις, μαυροκόρακα, τι σκούζεις, τι μαδιόσι;
Μεδά διψάς για αίματα, μεδά πεινάς για λέσια;
Έβγα ψηλά στον Γκόζιακα, αγνάντεψε τρογύρα.
Κι αγνάντιψε την ποταμιά κατά την κρύα βρύση,
να δεις κεφάλια κλέφτικα, κουρμιά δίχους κεφάλια,
πως πολεμάν οι Έλληνις με του(ς) σκυλαραπάδες.