Η μελέτη του σαρακατσάνικου οικισμού αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ανησυχίας για την διάσωση και διατήρηση της εφήμερης αρχιτεκτονικής των νομαδικών λαών, η οποία μη αφήνοντας πίσω της σημάδια και κατάλοιπα χάνεται ανεπιστρεπτί.
Οι Σαρακατσάνοι, κατοικώντας στην φύση από την αρχαιότητα μέχρι και τον 20ο αιώνα, ζούσαν νομαδικά και οργάνωναν την κοινωνία τους σε βεργόπλεχτα προσωρινά καλύβια. Η αρχιτεκτονική των καλυβιών αυτών υπόκειται στους νόμους της φύσης και εναρμονίζεται με αυτή καθώς βασιζόταν σε υλικά που ήταν άμεσα διαθέσιμα στον χώρο εγκατάστασης.
Οι μορφές ανταποκρινόταν στις ανάγκες της καθημερινότητας και εξελίχθηκαν με πολύ μικρές διαφορές από την αρχική κυκλική καλύβα. Όλο το αξιακό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που χαρακτήριζε την φυλή των Σαρακατσάνων και την μετακινούμενη κτηνοτροφία αντικατοπτρίζεται στην χωροθέτηση των καλυβιών διαμονής, τις σχέσεις των κτισμάτων αλλά και στην ίδια την αρχιτεκτονική της κάθε καλύβας.
Μετά το πέρας της μετακινούμενης κτηνοτροφίας. οι Σαρακατσάνοι ασχολούμενοι με την γεωργία εγκαταστάθηκαν σε πόλεις και χωριά. Εκεί οργανωμένοι σε ενώσεις και συλλόγους κατάφεραν να καταγράψουν, να διαφυλάξουν και να διατηρήσουν την άυλη και υλική πολιτισμική τους κληρονομιά.
Μέσω των οικομουσείων που δημιούργησαν και με την μέθοδο της ανακατασκευής, διατηρούν την ιστορία τους και δημιουργούν πομπούς μετάδοσης της γνώσης, της τεχνοτροπίας αλλά και της παράδοση τους όχι μόνο σχετικά με τα ήθη και έθιμα, αλλά και σχετικά με την αρχιτεκτονική τους κληρονομιά.