Στον τόπο που κατέληγαν έπρεπε να επιλέξουν τον κατάλληλο χώρο για να δημιουργήσουν το χωριό τους στήνοντας τις καλύβες τους. Τον χώρο αυτόν τον επέλεγε κάθε φορά ο τσέλιγκας και συνήθως ήταν σε κάποιο προσήλιο μέρος καθώς γνώριζαν πόσο ευεργετικός είναι ο ήλιος τον χειμώνα.
Παράλληλα ο οικισμός έπρεπε να είναι προφυλαγμένος από το κρύο και τον άνεμο καθώς ο βοριάς μπορούσε να ξεριζώσει τα καλύβια ή να τα κάνει να γέρνουν προς τον νότο. Για αυτό προτιμούσαν τοποθεσία σε ρίζωμα κάποιου λόφου ή βουνού και όχι στην μέση του κάμπου. Ακόμη το έδαφος έπρεπε να είναι επικλινές ώστε να μην συγκρατεί νερά, εξασφαλίζοντας στεγανότητα. Τέλος, πριν την εγκατάσταση του οικισμού έπρεπε να λάβουν υπόψη την τοποθεσία της στάνης ώστε να μην δυσκόλευαν τα πρόβατα στην βοσκή τους.
Μέχρι να κατασκευάσουν τα καλύβια, αλλά και κατά την διάρκεια της μετακίνησης έμεναν στην τσιατούρα, ένα πρόχειρο στέγαστρο. Η τσιατούρα στηριζόταν σε δύο δοκούς, τις φούρκες και μία οριζόντια, τον καβαλάρη. Πάνω στο βασικό σκελετό έριχναν το τεντόπανο που γινόταν από γιδίσιο και πρόβειο μαλλί για να είναι αδιάβροχο. Με το ίδιο ύφασμα έκλειναν και τα δύο ανοίγματα της τσιατούρας, μπρός και πίσω.
Το σαρακατσάνικο χωριό ονομάζεται και «κονάκια» βασιζόμενο στην ονομασία της καλύβας, δηλαδή το κονάκι. Οι καλύβες και όλες οι κατασκευές χωροθετούνται ομαδικά και καλύπτουν αρκετά μεγάλη έκταση. Κάθε οικογένεια πέρα από την καλύβα που διέθεται για την διαβίωση χρειαζόταν και άλλες βοηθητικές, οι οποίες βρίσκονταν πλησίον της κύριας καλύβας. Επιπλέον, ανάλογα με την συγγένεια και τις σχέσεις διαφόρων οικογενειών μεταξύ τους, έστηνα τα καλύβια τους είτε κοντύτερα είτε μακρύτερα. Ο συνεκτικός αυτό τρόπος οργάνωσης των κονακίων ήταν σημαντικός και για την αλληλοπροστασία των κατασκευών από τα καιρικά φαινόμενα. Ανάμεσα στα κονάκια, τα στενά περάσματα που δημιουργούνταν τα ονόμαζαν σοκάκια ενώ το υλικό κατασκευής και οι κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους έκανε ευπαθή όλο τον οικισμό σε περίπτωση που εκδηλωνόταν πυρκαγιά σε ένα σημείο του.
Κεντρικό σημείο για την ανάπτυξη των καλυβιών ήταν ένα ή δύο μεγάλα ανοίγματα που χρησίμευα για τις συγκεντρώσεις και τις γιορτές του τσελιγκάτου. Γύρω από αυτά με πυκνώματα ή αραιώματα οργανώνονταν οι μονάδες. Δεν υπήρχε ιδιαίτερη τάξη καθώς ο οικισμός υπόκειται στους νόμους του πρόσκαιρου και του νομαδικού και δεν υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες οργάνωσης καθώς οι ανάγκες εγκατάστασης της εκάστοτε ομάδες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τον αριθμό των μελών της και τον τόπο που έχουν επιλέξει. Ο αριθμός των καλυβών σχετίζεται με τις οικογένειες που απαρτίζουν το κάθε τσελιγκάτο με αποτέλεσμα η έκταση και η πυκνότητα του κάθε οικισμού να ποικίλει. Συνήθως αποτελούνταν από 12 καλύβια ενώ υπήρχαν και μεγάλα τσελιγκάτα όπου ο αριθμός των καλύβων έφτανε τα πενήντα. Σπανιότερα συναντούσε κανείς τσελιγκάτα με πάνω από εκατό καλύβια ή στάνες με λιγότερα από πέντε καλύβια.
Σε κάθε οικισμό συναντούσες τα κονάκια που προορίζονταν για κατοικίες, και τα κονάκια που είχαν τον ρόλο των εργαστηρίων, συνήθως για τον αργαλειό που λόγω των μεγάλων του διαστάσεων δεν μπορούσε να βρίσκεται μέσα στην κατοικία. Τον οικισμό συμπλήρωναν τα «γρέκια» για τα πρόβατα, τα «μαντριά» για τα γίδια αν υπήρχαν, o «οβορός» όπου μαζεύαν τα άλογα και τα μουλάρια και το «μπατζαριό» όπου γινόταν όλες οι τυροκομικές εργασίες. Για το άρμεγμα είχαν την «στρούγκα» ήταν ένας ή περισσότεροι χώροι κυκλικοί, φραγμένοι με πέτρες ή ξύλα, με είσοδο-έξοδο. Κοντά σε πηγές, τρεχούμενα νερά ή ποτίστρες υπήρχε σκιερό μέρος, όπου στάλιζαν τα πρόβατα το μεσημέρι. Εάν δεν υπήρχε ένας τέτοιος χώρος κατασκευαζόταν ένας πρόχειρος με σκέπαστρο, ο Στάλος. Επιπλέον, υπήρχε στον οικισμό και το γνωστό ως «δασκαλοκάλυβο», δηλαδή το καλύβι όπου διέμενε ο δάσκαλος αλλά και δίδασκε ενώ κοντά στα γρέκια και τα μαντριά είχαν και τ
ην στρούγκα μία κατασκευή που τους βοηθούσε να ελέγχουν το άρμεγμα των προβάτων και των γιδιών τους. Τέλος, επειδή οι τόποι εγκαταστάσεις ήταν δύο και μετακινούνταν από τον έναν στο άλλο, συνήθιζαν να χτίζουν και ένα μόνιμο μικρό εκκλησάκι ως σήμα αναφοράς του τόπου αλλά και για τους γάμους και τις υπόλοιπες εκδηλώσεις τους. Παρατηρούμε, επομένως, ότι ένας σαρακατσάνικος οικισμός παρότι ήταν εφήμερος είχε λειτουργική τάξη, αποτέλεσμα ενός αρμονικού διαλόγου ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση, όπου τίποτα δεν χαρίζεται, δεν καταστρέφεται και δεν περισσεύει.
"... Είχαμαν καλύβα για τον δάσκαλο που μάζωνε τα παιδάκια. Ο δάσκαλος ήταν Σαρακατσάνος. Ζαρογιάννης λέγονταν. Γιώργος Ζαρογιάννης. Πάεναν τα παιδιά στη καλύβα. Ήταν και μικρά, ήταν και μεγάλα. Έκανε δυο τάξεις. Είχε ο Ζαρογιάννης τα τρανύτερα και ακόμα ένας που έκανε τα μικρούτσικα. Λίγο να τα μάθει. Τα ‘φερναν οι μάνες από τα καλύβια, να φύγουν. Είχε την μάνα του, την οικογένειά του. Τον πλέρωναν τον δάσκαλο κάθε οικογένεια χρήματα. Κάθονταν 6 μήνες τον χειμώνα και άλλον δάσκαλο το καλοκαίρι. Είχαμαν τον Δραγούμ(η) το καλοκαίρι." |
Παλαιότερα, οι Σαρακατσάνοι όταν έφευγαν αφήναν τα καλύβια στην τύχη τους και κατασκεύαζαν καινούργια όταν χρειαζόταν. Όταν, όμως, ξεκίνησαν να πηγαίνουν στα ίδια λιβάδια, μίσθωναν τον αγροφύλακα του χωριού ώστε να τα φυλάει. Αυτό συνέβαινε μόνο στα χειμαδιά καθώς τα καλύβια στα βουνά δεν άντεχαν στα χιόνια, τον αέρα και την λεηλασία από κυνηγούς, κατά την διάρκεια του χειμώνα. Έτσι, στα πεδινά χρησιμοποιούσαν πολλές φορές τα ίδια καλύβια, αφού πρώτα τα επιδιόρθωναν ενώ στα βουνά κατασκεύαζαν νέα.
“...Έβαναμαν αργοφύλακα [για να φυλάει τα καλύβια στα χειμαδιά]. Πάεναν και τα ‘καιγαν. Τον πλέρωναμαν ο καθένας, ανάλογα πόσο χάλευε κι αυτός. Αυτό ήταν το χειμώνα. Το καλοκαίρι τα σκόρπαγαμαν. Κάθε ένας ό,τι έβρισκε το καλοκαίρι.” |