Όλα τα καλύβια από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα είχαν τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο κατασκευής. Θα αναλυθεί ο τρόπος κατασκευής του ορθού η τουρλωτού καλυβιού που όπως αναφέρθηκε είναι ο συνηθέστερος και παλαιότερος τύπος.
|
Αρχικά καθόριζαν τις διαστάσεις της καλύβας, ανάλογα πάντα με την χρήση της και τα άτομα που θα στέγαζε. Έπειτα, οι γυναίκες αφού είχαν συγκεντρώσει τα απαιτούμενα υλικά, ισοπέδωναν και καθάριζαν το έδαφος. Για να ορίσουν την κάτοψη, μετρούσαν με τα πόδια την διάμετρο της κυκλικής βάσης για να γίνει στο μέγειος που το θέλουν. Εκεί που θέλανε την μεσιά του καλυβιού – το κέντρο- έμπηγαν το φουρκάκι – ένα μικρό ξύλινο παλούκι-. Σε αυτό έδεναν μία τριχιά, η οποία τεντωμένη έδινε την επιθυμητή ακτίνα της καλύβας και διέγραφαν στο έδαφος την περίμετρο της. Πάνω της σε διαστήματα ίσης απόστασης (περίπου κάθε δύο ή τρεις πιθαμές) άνοιγαν με ξύλινο παλούκι από πουρνάρι βαθιές τρύπες στο χώμα. Σε αυτές τοποθετούσαν τα λούρα, τα πιο χοντρά κλαδιά που είχαν ύψος μικρότερο από το ανάστημα ενός ανθρώπου, αφού πρώτα τα είχαν καθαρίσει από τα παρακλάδια. Ένα μεγάλο καλύβι χρειαζόταν περίπου εβδομήντα ενώ όπως είναι φυσικό οι μικρότερες κατασκευές απαιτούσαν λιγότερα. Τα λούρα αυτά λειτουργούν και ως τα θεμέλια της κατασκευής και στερεώνονται πολύ προσεκτικά στο έδαφος καθώς μέσω αυτών μεταφέρονται και τα φορτία της κατσούλας, που τοποθετείται αργότερα στην κατασκευή. Μετά την τοποθέτηση τους αποφάσιζαν για τον προσανατολισμό της καλύβας και για το σημείο πάνω στην περίμετρο που θα δημιουργήσουν την είσοδο της.
Επόμενο βήμα, αποτελούσε η κατασκευή της κατσούλας, του τρούλου – στέγης της καλύβας, στο εσωτερικό της κυκλικής κατασκευής που είχε δημιουργηθεί μέχρι τώρα. Η κατσούλα αποτελείται από ένα στεφάνι βίτσες, που στο εσωτερικό του δημιουργούν έναν ξύλινο σταυρό. Αυτός ενώνεται με το στεφάνι με τσιμπούκια από λυγγιά ή σπάρτο ή βούρλα ή και σκήνι. Το στεφάνι αποτελεί την βάση της κατσούλας και το ψηλότερο σημείο όπου δένονται όλα τα λούρα της, τα οποία είναι ισάριθμα με τα μπηχτάρια. Αφού ολοκληρώσουν την κατασκευή της την σηκώνουν με μία μεγάλη φούρκα ίση με το ύψος του καλυβιού. Σε αυτό το στάδιο είναι απαραίτητη η βοήθεια ενός δυνατού άντρα για να σηκώσει την φούρκα και να την τοποθετήσει σε μια τρύπα στο κέντρο της καλύβας καθώς και πάνω από 20 άτομα, για να ΄δέσουν τα λούρα της κατσούλας με τα μπηχτάρια. Η φούρκα παρέμενε στη θέση μέχρι να τελειώσει ολόκληρη η κατασκευή του καλυβιού. Άλλες φορές παρέμενε για δύο ή τρεις μήνες μέχρι να ξεραθεί το κλάρωμα του καλυβιού ή και για πάντα, αν η κατασκευή ήταν αδύναμη.
Στην συνέχεια, ακολουθεί η στερέωση του σκελετού, το ονομαζόμενο χάρτωμα. Αρχίζοντας από κάτω προς τα πάνω δυναμώνουν τον σκελετό με τα διπλά λούρα ή διπλά σταλίκια, δηλαδή οριζόντια στοιχεία ανά 20-30 εκατοστά. Τα στοιχεία αυτά που δημιουργούσαν ομόκεντρους κύκλους στην περιφέρεια της καλύβας, τα περνούσαν εναλλάξ μέσα έξω και δημιουργούν με τα κάθετα λούρα τον σχήμα του σταυρού. Κάθε σταυρό τον δένουν με τσιμπούκια από διπλό σπαρτό ή βούρλο ή βίτσες ή τριχιά. Την σκεπή – κατσούλα την χάρτωναν με πιο πυκνά λούρα αλλά χρησιμοποιούσαν ένα είδος σκαλωσιάς, το τιμπλί, για να φτάσουν μέχρι επάνω.
Η διεργασία που ακουλουθεί είναι το σάλωμα με άχυρα, βούρλα ή φυλλώματα της περιοχής, τα οποία κάλυπταν την περιοχή με πάχος 10-15 εκατοστά. Ξεκινώντας από κάτω, χρησιμοποιούν σκληρή επίστρωση από μικρά κλαδιά πλατάνου ή καλαμιές. Προηγουμένως, οι γυναίκες έχουν δημιουργήσει δεμάτια με το πάχος που θέλουν και δένουν το καθένα ξεχωριστά με βεργούλες από σκοινί ή λυγαριά και έπειτα τα ενώνουν με τα λούρα εξωτερικά από τον σκελετό με την χρήση φυτών ή μικρών βεργών. Το φύλλωμα που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι υγρό, γι αυτό κατασκευάζουν τις καλύβες το φθινόπωρο και την άνοιξη ενώ αν χρειαστεί επισκευή το βρέχουν πρώτα.
Οι καλύβες είναι εντελώς στεγανές καθώς κάθε στρώση που βρίσκεται ψηλότερα καλύπτει την χαμηλότερη, ενώ καλύπτουν και με πυκνά δέματα και το στεφάνι της κατσούλας. Επιπρόσθετα οριζόντια δεσίματα στερεώνουν την επένδυση και την προστατεύουν από τους δυνατούς ανέμους. Στα χειμερινά καλύβια, πρόσθεταν ακόμα μία κατσούλα στις διαστάσεις της καλύβας. Σε αρκετά, στο κάτω μέρος τοποθετούσαν τις φορητές λιάσες ή σκέπες, οι οποίες προφύλαγαν το κάτω μέρος από τους ανέμους.
Για να παλαμίσουν, δηλαδή να επιχρίσουν, το καλύβι στην βάση του χρησιμοποιούσαν βουνιές και χώμα από το αυλάκι που δημιουργούσαν περιμετρικά του κανακιού. Αυτό προστάτευε την κατασκευή από το βρόχινο νερό. Προστασία παρείχε και ο όχτος, το πεζούλι που δημιουργούσαν με λάσπη περιμετρικά στο εσωτερικό και χρησίμευε επιπλέον για να ακουμπάνε διάφορα αντικείμενα, απαραίτητα για το νοικοκυριό.
Η είσοδος στο καλύβι, γινόταν από ένα μόνο άνοιγμα, την πόρτα, που ήταν στραμμένη προς την ανατολή. Είχε διαστάσεις 80εκ. φάρδος και 1,50μ. ύψος και ήταν φτιαγμένη με τον ίδιο τρόπο με το υπόλοιπο καλύβι. Το εσωτερικό δάπεδο βρισκόταν 10εκ. πιο ψηλά από το εξωτερικό και ήταν πατημένο και σκληρό. Πέρα από τον όχτο, παλάμιζαν και την καλύβα εσωτερικά μέχρι περίπου το 1,20 για να διατηρείται πιο ζεστό το εσωτερικό.
Στο κέντρο του εσωτερικού κατασκευάζουν τη βάτρα, δηλαδή την εστία. Ο καπνός από την εστία οδηγούνταν ψηλά στην κατσούλα και έφευγε μέσα από την επένδυση. Για το λόγο αυτό, δεν παλάμιζαν και την κατασκευή μέχρι πάνω.
Η κατασκευή της καλύβας τελείωνε όταν έβαζαν στην κορυφή της κατσούλας ένα σταυρό ή ένα χλωρό κλαρί για φυλαχτό και για γούρι.
Η σαρακατσάνικη καλύβα συγκέντρωνε την επιτυχή συνέργεια της κατασκευής με την μορφολογία και την οικονομία του σχεδίου. Λόγω της μορφής της μπορούσε να αερίζεται από κάθε πλευρά με αποτέλεσμα να δημιουργεί εσωτερικά ένα ιδανικό μικροκλίμα.
Μόλις τάφτιαχναμαν αυτά το σκέπαζαμαν. Από πάνω βάζαμαν φτέρη χαμηλά. Έφερναν οι άντρες βρίζα και τα σκέπαζαμαν με βρίζα. Αυτού στη Κοζάνη, πάειναμαν και έκοβαμαν και βάλτο. Ο βάλτος ήταν μακρύς, σαν τη ψάθα. [...] Τα βρίζα να κρατούν την βροχή. Όσες ήταν γυναίκες σαν εμένα νέες, άλλες παλάμιζαν κιόλας από μέσα, με χώμα και βουνιά από γομάρι από άλογο.” “...Την παλάμιζαμαν την καλύβα, και το πεζούλι γύρω γύρω. Πεζούλι έφτιαναμαν, τρόερα τρόερα, με πέτρες. Αν δεν είχαμαν, βάζαμαν λούρα. Αλλά στα βουνά που παέναμε εμείς γεμάτο πέτρα ήταν [...]( τα λούρα για το πεζούλι ήταν από) πλάτανο χοντρό. Ο πλάτανος κάνει να στραβώνει. Βούρλο και πλάτανο βρίσκαμε στα ποτάμια. Τώρα αν δεν βρίσκαμε πλάτανο, ότι νάταν εκεί, να το μάσουμε να το παλαμίσουμε. [...] Μέσα δεν το παλάμιζαμαν όλο, ποτέ ως την κατσούλα. Το παλάμιζαμαν, ε, καμιά οργιά. [...]Η καλύβα ήταν ψηλή. Άναβαμαν φωτιά μέσα. Γάστρο έβαναμαν να ψήσουμε τις πίτες, το ψωμί. Έφτιαναμαν ψωμί μέσα στις καλύβες. Που να το ψήσουμε. Μες την μέση, μες στην μέση τη βάτρα. Από πίσω από την βάτρα έβαναμαν ένα πυρομάχο και από μπροστά την πυροστιά. Ήταν από πέτρα και βάζαμε τρόερα τρόερα. [...] Κοντά στα καλύβια φτιάναμαν, έλεγαμαν το ψάθα, έπαιρναμαν βάλτο, γύρναγαμαν μύτη με μύτη και γίνονταν ψάθα. Κρύωναμαν καταή στο χώμα. Πέρναμαν βάλτο μακρύ και τον έδεναμαν σε τέσσερις σε πέντε μεριές πέρα πέρα. Για να κοιμόμαστε καταή είχαμε και τσόλια γιδομαλλίσια. Το καλοκαίρι όποιος είχε άλογα τα έπαιρνε, όποιος δεν είχε την άφηνε στα χειμαδιά. [...]Το ψωμί τόβζαμαν στα κρεβάτια. Το σκέπαζαμαν με τάβλα. Η τάβλα ήταν κεντημένη πέρα πέρα στο κρεβάτι. Και την έβαναμαν να καλύψουμε το ψωμί" Λένω Αλέξη |