Το φριτζάτο ή τσαρδάκι
Πολλές φορές γύρω από την καλύβα κατασκευαζόταν το φριτζάτο, δηλαδή ένας φράχτης που διαμόρφωνε σε αυτά μία ευρύχωρη αυλή. (Ε.Μακρής, 1997). Ο φράχτης αυτός ακουμπάει πάνω στο καλύβι και μπορεί να περικλείει είτε ένα κονάκι είτε δύο. Όταν περιελάβανε δύο το ένα χρησίμευε ως κατοικία και το άλλο για την αποθήκευση των τροφίμων και συχνά όλων τους των πραγμάτων.
Η κατασκευή του γινόταν από σκελετό με λούρα, τον οποίο έντυναν με χορτάρια και φυλλώματα. Το ύψος του ήταν πάνω από δύο μέτρα και πάχος του μπορεί να έφτανε και το μισό μέτρο. Αυτό το πάχος είχαν οι βορεινές πλευρές στα χειμερινά καλύβια και τ<ο αποκτούσαν χάρη στις σειρές από λατίσιες και πεύκινες σανίδες που έδεναν στον κυρίως σκελετό. Η πόρτα του φριτζάτου ήταν βεργόπλεχτη όπως του καλυβιού.
Το φριτζάτο, αποτελούσε τον χώρο όπου οι Σαρακατσάνοι περνούσαν όλο τον χρόνο τους. Οι γυναίκες εκτελούσαν όλες τις δουλειές εκεί καθώς στην μέση τοποθετούνταν και μία εστία, ενώ πολλές φορές το καλοκαίρι κοιμόταν και έτρωγε εκεί όλη η οικογένεια.
Πολύ συχνά μέσα στην αυλή στήνεται σε ύψος 0,35μ. από το έδαφος ο ίσκιος (ή το απόσκιο ή το κρεβάτι). Αυτό είναι ένα αυτοτελές ανεξάρτητο ξύλινο οικοδόμημα, σαν υπόστεγο με δύο ή τρεις ξύλινες λεπτές ή χοντρές κολόνες στην ανοιχτή μπροστινή του όψη. Το στέγαστρο είναι ανοιχτό από τη μία ή και τις δύο στενές του πλευρές ενώ η πίσω πλευρά ακουμπάει στο φράχτη του φριτζάτου.
Όταν δεν υπήρχε ίσκιος, κατασκεύαζαν πεζούλια από έλατα ή πεύκα και σπάνια λιθόκτιστα. Ο περίφραχτος χώρος είναι και γνωστός ως τσαρδάκι καθώς εκεί άρμεγαν οι γυναίκες τα λιγοστά γίδια που είχε η κάθε οικογένεια στο καλύβι της για το γάλα τους.
Το εσωτερικόΌπως αναφέραμε ξανά στο κέντρο του εσωτερικού κατασκεύαζαν την εστία ή όπως την ονόμαζαν, την βάτρα. Γινόταν πάντοτε στην κύρια καλύβα και ποτέ στις βοηθητικές, ήταν πετρόχτιστη ενώ είχε διαστάσεις 70x60x10εκ. Εκεί μαγείρευαν αλλά την χρησιμοποιούσαν και για να ζεστάνουν και να φωτίζουν το εσωτερικό στις καλύβες των χειμαδιών τους. Για την προστασία της φωτιάς από τον αέρα, τοποθετούσαν τον πυρομάχο, μία μεγάλη πέτρα, προς την μεριά της εισόδου.
Το πάτωμα στο εσωτερικό της καλύβας ήταν από χώμα. Αρχικά, στρώνανε το έδαφος χτυπώντας το με ένα κόπανο για να στρώσει και να μην σηκώνει σκόνη και έπειτα το επιχρίζαν με λάσπη από μαυρόχωμα, στα απλά καλύβια, ή κοκκινόχωμα και ασπρόχωμα στα πλουσιότερα.
Στην ημιπεριφέρεια του κονακιού κατασκεύαζαν τα κρεβάτια, δηλαδή τα ράφια στα οποία τοποθετούσαν τα μαγειρικά σκεύη, τις προμήθειες ή άλλα πράγματα. Για την κατασκευή τους, έδεναν με ράμματα, δηλαδή σχοινιά, κλαδιά από ιτιές ή λυγαριές, πεύκα ή οξιές, που τα είχαν τοποθετήσει με την σειρά το ένα δίπλα στο άλλο.
Τα κρεβάτια στηρίζονταν πάνω στον πηλόχτιστο όχτο που περιτρυγίριζε εσωτερικά το καλύβι σε χαμηλό ύψος.
Στο κάθε κρεβάτι τοποθετούσαν συγκεκριμένα πράγματα ενώ συχνά είχαν και ένα διαφορετικού τύπου όπου τοποθετούσαν την βαρέλα του νερού. Αυτό αποτελούνταν από τέσσερις φούρκες μπηγμένες στο χώμα, ύψους 1μ. περίπου, και διχάλα στην κορυφή είτε από δύο ή τρία βεργόπλεχτα ράφια στερεωμένα στα πλάγια με σανίδες. Αρκετά πράγματα τα κρεμούσαν σε μικρές φούρκες από τα κλαριά του καλυβιού.
Όταν οι οικογένειες είχαν παρακάλυβα ή βοηθητικό καλύβι, χρησιμοποιούσαν το κυρίως καλύβι μόνο για να μαγειρεύουν, να κάθονται και να κοιμούνται καθώς αποθήκευσαν στο βοηθητικό τα πράγματά τους.