Η μετακινούμενη κτηνοτροφία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λόγω γεωγραφικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αιτιών. Το ανάγλυφο της ευρύτερης περιοχής, με τα βουνά που βρίσκονται σε απόσταση όχι απαγορευτικά μακρινή από τις πεδιάδες και τα παράλια, ευνόησε την ανάπτυξη της.

Το ευρύτατο γεωγραφικό πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διευκόλυνε τις διαδρομές των μετακινούμενων, που σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μακρινές, καθώς δεν παρεμποδίζονταν από εθνικά σύνορα. Επίσης, η συνεχής μετακίνηση έδινε μια αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας στους καταπιεζόμενους πληθυσμούς της Βαλκανικής. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το γεγονός ότι οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι είχαν σε κάθε περίπτωση εξασφαλισμένη την καθημερινή διατροφή, το κοινωνικό τους γόητρο ήταν ενισχυμένο.

Strata Black 400Η εξέλιξη της μετακινούμενης κτηνοτροφίας γνώρισε περιόδους μεγάλης άνθησης και ύφεσης ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας συνέβαλε στην ακμή των ορεινών κοινωνιών αλλά δεν γνωρίζουμε ξεκάθαρα αν συνεχίζονταν οι μετακινήσεις καθώς παρατηρήθηκε σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες περιορισμός των εποχικών μετακινήσεων και παρατεταμένη παραμονή στα χειμαδιά. Επίσης, κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου πολιτικοί παράγοντες έθεσαν εμπόδια στην μετακινούμενη κτηνοτροφία και στην συνέχεια του 20ου οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές λειτούργησαν ως τροχοπέδη.

Η προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881 και της Μακεδονίας το 1912 οδήγησε σε μείωση του αριθμού των μετακινουμένων κτηνοτρόφων από τα χειμαδιά προς τους ορεινούς οικισμούς της Μακεδονίας. Αυτό συνέβη διότι επιβλήθηκαν δασμοί στα σύνορα και οι έλεγχοι εκεί ήταν πιο εντατικοί, καθώς οι ορεινοί οικισμοί του μακεδονικού χώρου εξακολουθούσαν να ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ τα χειμαδιά του θεσσαλικού κάμπου πέρασαν στο ελληνικό κράτος. Οι περιορισμοί εντάθηκαν περαιτέρω το 1912, διότι οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι ήταν υποχρεωμένοι να διασχίζουν περισσότερα εθνικά σύνορα. Το μεγαλύτερο πλήγμα για τη μετακινούμενη κτηνοτροφία ήταν η αγροτική Tsopanoi Kolatsio 400μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1920, που στέρησε από τους μετακινούμενους τους χειμερινούς βοσκοτόπους. Η άφιξη χιλιάδων προσφύγων από την Μικρά Ασία και η εγκατάστασή τους κατά κύριο λόγο στις αγροτικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας υποχρέωσε την τότε ελληνική κυβέρνηση να απαλλοτριώσει τα τσιφλίκια και να διαμοιράσει τις εκτάσεις στους πρόσφυγες αλλά και στους γηγενείς ακτήμονες. Αυτή η αγροτική μεταρρύθμιση στέρησε από τη μετακινούμενη κτηνοτροφία ζωτικής σημασίας εκτάσεις, γεγονός που προξένησε μεγάλα προβλήματα και συγκρούσεις με τους γεωργούς των πεδινών περιοχών. Δεν ήταν εύκολο πλέον να νοικιάζονται μεγάλες συνεχείς εκτάσεις που να μπορούν να χωρέσουν όλα τα πρόβατα ενός τσελιγκάτου. Ο κατακερματισμός των συνεχών αγραναπαύσεων και λιβαδιών οδηγεί και στον κατακερματισμό του τσελιγκάτου. Ορισμένοι τσελιγκάδες, προκειμένου να έχουν σχετική ανεξαρτησία, είχαν αγοράσει πεδινές εκτάσεις από τους Τούρκους τσιφλικάδες, που πούλαγαν τις ιδιοκτησίες τους λόγω της προσάρτησης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος. Αυτές τις χρησιμοποιούσαν ως χειμαδιά και, επειδή δεν καλλιεργούνταν, δεν περιλήφθηκαν στις εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν από την αγροτική μεταρρύθμιση, κατά τη δεκαετία του 1920. Έτσι, οι συγκεκριμένοι ιδιοκτήτες ήταν κάτοχοι σημαντικών εκτάσεων μεταπολεμικά, τις οποίες άρχισαν να καλλιεργούν αξιοποιώντας και την εκμηχάνιση της γεωργίας, γεγονός που επέτρεψε την ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική τους άνοδο, αλλά συνεπέφερε τον περιορισμό της κτηνοτροφικής δραστηριότητας.

Gynaikes Xartoma 400Η πιο συστηματική όμως πολιτική για τη μόνιμη εγκατάσταση, η οποία ουσιαστικά σήμαινε και το τέλος του τσελιγκάτου, εφαρμόστηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 1223/1938 (Εφημερίς της Κυβερνήσεως τ. Α΄, φ. 184/4.5.1938, σσ. 1123-1129). Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, που αφορούσε κυρίως τους Σαρακατσάνους, οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι μέχρι τότε δεν ήταν εγγεγραμμένοι, ήταν υποχρεωμένοι να εγγρα- φούν στα δημοτολόγια των κοινοτήτων στις οποίες διαχείμαζαν, με συγκεκριμένους περιορισμούς ανά κοινότητα. Με τον νόμο αυτό το κράτος είχε διπλό στόχο: αφενός να τους καταγράψει και να τους επιβάλει τις υποχρεώσεις των Ελλήνων πολιτών (π.χ. φορολόγηση, στρατολόγηση κλπ.), αφετέρου να τους εξασφαλίσει πρόσβαση στους κοινοτικούς βοσκοτόπους. Ουσιαστικά λοιπόν η χρονική περίοδος από την αγροτική μεταρρύθμιση έως το τέλος των πολέμων ήταν περίοδος ριζικών αλλαγών που οδήγησαν σε ύφεση και σημαντικούς μετασχηματισμούς τη μετακινούμενη κτηνοτροφία. Κατά την περίοδο αυτή διαλύεται οριστικά το τσελιγκάτο και η κτηνοτροφία ασκείται σε μεμονωμένες οικογενειακές κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.

Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι μετακινήσεις στους ορεινούς βοσκότοπους περιορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό αλλά παρά το χάλασμα των χειμαδιών, παρά την κατοχή και τον εμφύλιο, διαπιστώνουμε μέσα από στατιστικά στοιχεία της εποχής πως η νομαδική κτηνοτροφία έδειξε θαυμαστή αντοχή στην 35ετία 1925-1960.

Roka TsiatouraΓια τις επόμενες δεκαετίες μεχρι και το 1980 οι Σαρακατσάνοι οργανωμένοι πια ανά μεμονωμένες οικογένειες συνεχίζουν να μετακινούνται αλλά πλέον ημινομαδικά. Είχαν δηλαδή μόνιμη κατοικία και τόπο για τον χειμώνα και μετακινούνταν μόνο κατά την θερινή περίοδο. Από αυτούς ορισμένοι είχαν στην κατοχή τους θερινά βοσκοτόπια ενώ όσοι δεν κατάφεραν να αγοράσουν δικά τους έκαναν χρήση των κρατικών ή κοινοτικών βοσκοτόπων. Την χρήση αυτών την εξασφάλιζαν είτε μέσω δημοπρασιών με προκαθορισμένη τιμή για το σύνολο της έκτασης είτε με απευθείας παραχώρηση από την κοινότητα. Στην δεύτερη περίπτωση η τιμή συνήθως οριζόταν ανά κεφαλή ζώου ενώ και στις δύο περιπτώσεις η τιμή ήταν μεγαλύτερη από αυτή που προβλεπόταν για μίσθωση των βοσκοτόπων στους κατοίκους της κοινότητας. Για να ανατρέψουν όμως αυτή την διαφορά με δικαστικές προσφυγές οι Σαρακατσάνοι κατάφεραν να αποκτήσουν τον τίτλο των «κατά θερινή περίοδο δημοτών». Δηλαδή, λόγω της επιστροφής τους για πολλά χρόνια στον ίδιο τόπο για περίπου ένα εξάμηνο εξισώθηκαν με τους υπόλοιπους δημότες για την περίοδο αυτή.

Από το 1976, οι μετακινήσεις των «νομαδικών» ποιμνίων επιδοτούνται από το κράτος: καταβάλλεται στους ιδιοκτήτες τους το 50% του ποσού που πληρώνουν στα φορτηγά αυτοκίνητα για τη μεταφορά από τα χειμαδιά στα βουνά κι αντιστρόφως, εφ’ όσον η διαδρομή ξεπερνά τα 50 χιλιόμετρα. Ελάχιστοι είναι αυτοί που συνεχίζουν ακόμη τις πολυήμερες με τα πόδια, αν και το φαινόμενο είναι πιο συνηθισμένο κατά τις επιστροφές στα χειμαδιά, γιατί το φθινόπωρο τα ζώα κυοφορούν και ταλαιπωρούνται στ’ αυτοκίνητα. Οι απόγονοι των νομάδων και ημινομάδων κτηνοτρόφων του παρελθόντος, σήμερα έχουν μετασχηματιστεί σε μεταβατικούς (transhumants) γεωργοκτηνοτρόφους.

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.