Ποιοι είναι αυτοί οι καταπληκτικοί άνθρωποι και από πού προέρχονται;
Fermor 100Όπως και για τους ίδιους τους Έλληνες, κανένας δεν το ξέρει. Είναι όλα προβληματικά, αρχίζοντας από το όνομα τους. Η πρώτη αμυδρή αναφορά γι' αυτούς, στις σελίδες του Ευγένιου του Αιτωλού, εμφανίζεται το 1650, και οτιδήποτε προγενέστερο ή μεταγενέστερο είναι λαογραφία και εικασία. Κάθε ένδειξη και κάθε ψήγμα μαρτυρίας είναι περιστασιακά.

Οι περιηγητές από τη Δύση, όταν έχουν να κάνουν με νομάδες και με σκηνίτες, τους κατατάσσουν σχεδόν πάντοτε στην κατηγορία των «Βαλάχων» ή «Βλάχων»· και πολύ συχνά έχουν δίκιο. Υπάρχουν πολλές χιλιάδες από αυτούς τους μισο-νομάδες Αρομάνους, που αποδημούν δυο φορές το χρόνο ανάμεσα στα χωριά τους και στους κάμπους και μιλούν μια δική τους λατινική γλώσσα που συγγενεύει πολύ με τα ρουμάνικα και διαφέρει από τα ελληνικά όσο και η σημερινή ιταλική γλώσσα. Οι θεωρίες γύρω από την καταγωγή τους αφθονούν και γίνονται όλες αντικείμενο ζωηρής διαμάχης. Για ένα αμύητο μάτι και αυτί, υπάρχουν σημεία επιφανειακής ομοιότητας ανάμεσα στους Βλάχους και στους Σαρακατσάνους. Και τούτοι κι εκείνοι είναι νομάδες, ζουν σε καλύβες και σε σκηνές και βόσκουν κοπάδια· και στο ντύσιμο των αντρών, όχι των γυναικών, υπάρχει κάτι κοινό. Η σύγχυση στους ξένους περιηγητές ενισχύθηκε προφανώς από τη λέξη «βλάχοι», γραμμένη με β μικρό. Αυτή η λέξη δεν υποδεικνύει μόνο τους Αρουμάνους που μιλάνε τη λατινική διάλεκτο, τους κυρίως «Κουτσόβλαχους», αλλά αποδίδεται αδιακρίτως στο γένος των βοσκών, σε όλη την Ελλάδα. Πραγματικά οι Έλληνες, όταν θέλουν να ξεκαθαρίσουν ότι μιλάνε για Βλάχους, όχι απλώς για βοσκούς, σχεδόν πάντα χρησιμοποιούν τη λέξη «Κουτσόβλαχοι» - άλλο ενδιαφέρον θέμα για γλωσσολογικές θεωρίες - ή, όταν πρόκειται για κείνους που η λατινική γλώσσα τους είναι ανάμεικτη με πιο πολλά αρβανίτικα παρά (όπως στους Κουτσόβλαχους) με ελληνικά, «Αρβανιτόβλαχοι» ή, ακόμα κοινότερα, «Καραγκούνηδες», δηλαδή «Μαυροκάπηδες». Οι Βλάχοι είναι πιο πολυάριθμοι από τους Σαρακατσάνους, αλλά έχουν λιγότερη εξάπλωση· έπαιξαν έναν εξέχοντα, αν και ελάσσονα ρόλο στη Βυζαντινή και στη Βαλκανική Ιστορία· κατοικούν σημαντικά χωριά στα βουνά και αποτελούν το κύριο σώμα του πληθυσμού σε πολλές μακεδόνικες και θεσσαλικές κωμοπόλεις· όλα αυτά, μαζί με τις γλωσσικές και, όπως λένε μερικοί, τις φυλετικές διαφορές τους από τους υπόλοιπους Έλληνες, αποτέλεσαν έναν γοητευτικό λαβύρινθο για τους γλωσσολόγους και τους εθνογράφους. Δυστυχώς, τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια έχουν γίνει το επίκεντρο μιας οξύτατης πολιτικής διαμάχης στα Βαλκάνια. Αυτές οι παρατηρήσεις, μαζί με τη σύγχυση γύρω στη λέξη «Βλάχος» και το γεγονός ότι οι τόποι διαμονής των Βλάχων και των Σαρακατσάνων αλληλοεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, εκτόπισαν τους Σαρακατσάνους, πιο επιφυλακτικούς και άπιαστους, όλο και βαθύτερα σε μια νεφελώδη ενδοχώρα, έξω από οποιαδήποτε καταγραφή. Σχεδόν ίσαμε χτες ζούσαν σε μια απόμερη περιοχή ξεχασμένη από την Ιστορία, και τα μονοπάτια που οδηγούσαν ως εκεί ήταν λιγοστά και χορταριασμένα, και τελικά, χάνονταν ολότελα. Στις τελευταίες μόνο δεκαετίες, μερικοί φιλόλογοι, ένας εδώ, άλλος εκεί, άρχισαν να ξεχερσώνουν τον τόπο. Η σύγχυση ανάμεσα στις δυο ομάδες ήταν άγνωστη στους ίδιους τους Έλληνες· είναι μια επιφύλαξη των ξένων. Άλλωστε, μετά από εξονυχιστική έρευνα, οι ανομοιότητες τους προβάλλουν μέσα από τις επιφανειακές ομοιότητες όλο και πιο έντονα. Τα πάντα - τρόποι, συνήθειες, φορεσιές, λαϊκή παράδοση, δοξασίες, εμφάνιση, συναίσθημα, και πάνω απ' όλα η γλώσσα - τους κάνουν να ξεχωρίζουν ακόμα περισσότερο.

Η ημινομαδική ζωή παρατηρείται σε όλη την Ελλάδα· οι βοσκοί, το χειμώνα, αφήνουν τα ορεινά χωριά τους γυρεύοντας στους κάμπους λιβάδια χωρίς χιόνι· το καλοκαίρι, οι καμπίσιοι κάνουν το αντίστροφο. Ωστόσο, στους γνήσιους μισο-νομάδες, τους Βλάχους, όπου η οικονομία του χωριού εξαρτάται αποκλειστικά από την κτηνοτροφία, το φθινόπωρο φέρνει την έξοδο προς τους κάμπους ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού μαζί με τα κοπάδια τους. Αφήνουν πίσω έναν στοιχειώδη πληθυσμό από γυναίκες, παιδιά και γέρους, για να συντηρούν τη φωτιά στις εστίες ώσπου να γυρίσουν εκείνοι, την άνοιξη, στα βουνά. Το χειμώνα μένουν σε καλύβια, στους κάμπους, ή, όλο και περισσότερο, σήμερα, σε χωριά που ξεφύτρωσαν στους τόπους της ταχτικής χειμωνιάτικης διαμονής τους. Μόνοι ανάμεσα στους ποιμενικούς πληθυσμούς της Ελλάδας, οι Σαρακατσάνοι δεν έχουν μόνιμη κατοικία. Αντίθετα από τους Βλάχους με τα εύπορα χωριά και τις κωμοπόλεις τους, όπου κατοικούν αιώνες τώρα, αυτοί είναι αποκλειστικά νομάδες.


Άσχετα από τις περιπλανήσεις τους, θεωρούν τα καλοκαιρινά βοσκοτόπια αληθινή τους πατρίδα. Οι λεπτομέρειες της ζωής τους είναι τυποποιημένες και κωδικοποιημένες· τα έθιμα, οι τελετουργικοί τύποι, η παράδοση και τα ταμπού τούς περιορίζουν σφιχτά. Τίποτα δεν είναι αυτοσχέδιο είτε τυχαίο. Ούτε ίχνος από κείνη την τσαπατσουλιά που κάνει την τσιγγάνικη ζωή, ύστερα από ποιος ξέρει πόσους αιώνες, να φαίνεται κάπως μεσοβέζικη. Κάθε λεπτομέρεια στην εκλογή του τόπου και στον προσανατολισμό και στην κατασκευή των καλυβιών και στο στήσιμο της εστίας, κάθε φράση σχεδόν που προφέρεται και κάθε χειρονομία που γίνεται, είναι καθαγιασμένα από τη συνήθεια· έχουν συσσωρευτεί από εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες χρόνια· κληρονομικά, πατριαρχικά, κατεστημένα, απαρασάλευτα, συντηρητικά και αυτάρκη, τα πάντα αναδύονται από την πλατιά χοάνη του χρόνου τόσο λεία από τη μακριά χρήση όσο και η σαΐτα του αργαλειού, το μισοσβησμένο σκάλισμα πάνω στη ρόκα είτε η πατίνα στο ξύλο της γκλίτσας.


Η παλαιά βιβλιογραφία τούς αγνοεί, και δε θα βρεις πολλά γι' αυτούς στη σημερινή. Οι γλωσσολογικές μαρτυρίες φανερώνουν μια ζωή περιπλανήσεων από τον δέκατο τέταρτο ή τον δέκατο πέμπτο αιώνα· οι πιθανότητες μας κατευθύνουν σε μια πολύ προγενέστερη εποχή. Όλοι συμφωνούν για τη βορινή και βορειοδυτική χροιά της λαλιάς τους. Τίποτα το παράξενο εδώ· στις περιοχές ακριβώς αυτές είναι πολυπληθέστεροι. Το παράξενο είναι ότι οι Σαρακατσάνοι που, εκτός από τη Νότια Πελοπόννησο και, με τρεις εξαιρέσεις, το Αιγαίο (Αίγινα, Πόρο, Εύβοια), είναι σκορπισμένοι σε όλη την κυρίως Ελλάδα, μιλούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Παρομοίως, χειμερινές αποδημίες αιώνων βαθιά μέσα σε σλαβικές και αλβανικές και τούρκικες χώρες δεν έχουν αφήσει ίχνη στην πανάρχαια ελληνικότητα της διαλέκτου που μιλάνε. Οι ελληνικές φορεσιές, ιδίως στις γυναίκες (και πιο πολύ στις γυναίκες των Βλάχων), αλλάζουν, περισσότερο κι από την προφορά, από χωριό σε χωριό· αλλά η φορεσιά της Σαρακατσάνισσας, με ελάχιστες παραλλαγές, είναι η ίδια σε όλη την Ελλάδα. Έτσι και τα έθιμα τους, ως την τελευταία λεπτομέρεια. Τα πάντα, προπάντων το αίσθημα της αλληλεγγύης και η επιφυλακτικότητα απέναντι σε οποιονδήποτε άλλον, υπογραμμίζουν την κοινή τους καταγωγή. Αυτό είναι πολύ αισθητό στη στάση τους απέναντι στους Βλάχους: «Αν ακούσεις τσοπάνη να μεταχειρίζεται τη λέξη λάπτε - τη βλάχικη και ρουμάνικη λέξη που σημαίνει γάλα - βάρα τον».


Οι συνηθισμένοι Έλληνες χωρικοί παραδέχονται την ελληνικότητα τους, ζηλεύουν την ελευθερία τους, θαυμάζουν την αρχέγονη αυστηρότητα της διαβίωσης τους και περιφρονούν τις πρωτόγονες συνήθειες τους - «ποτέ τους δεν πλένονται, λένε, από την ημέρα που θα γεννηθούν ως την ημέρα που θα πεθάνουν». Η επιφυλακτικότητα τους προκαλεί τη δυσπιστία. Οι καιμπίσιοι κάνουν εικασίες για τα θαμμένα υποθετικά τους πλούτη. Τους θεωρούν πονηρούς αντιπάλους και πολλές φορές φτάνουν στα μαχαίρια, όταν τα κοπάδια των νομάδων καταπατούν τα βοσκοτόπια τους. Οι αρχές τούς έβλεπαν πάντοτε με καχυποψία. Η διαμονή τους στις ερημιές, η κινητικότητα, και το εφήμερο της παρουσίας τους τούς τοποθετούσαν πέρα από την εξουσία του Οθωμανού φοροεισπράκτορα και προφύλαγαν τ' αγόρια από το παιδομάζωμα και τα κορίτσια από το χαρέμι. Οι αετοφωλιές τους ήταν καταφύγιο για τους ληστές και τους αντάρτες, και επιδίδονταν και στις δυο αυτές ασχολίες. Δύο από τους μεγαλύτερους κλέφτες ήταν σχεδόν σίγουρα Σαρακατσάνοι από τα Άγραφα: ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης. Όταν οι νομάδες μπήκαν κάτω από τον ελληνικό νόμο, τους έμεινε το όνομα ότι καταπατούνε τις βοσκές και ότι συνηθίζουν τις ληστείες και τις ενέδρες για λύτρα. (Για πολλές δεκαετίες, όπως τον παλιό καιρό, δεν τους έπιαναν οι φόροι ούτε η στρατιωτική θητεία). Ξύπνιοι και ανεξάρτητοι - αντίθετα από τους Αρβανιτόβλαχους, που καλόπιαναν τους πασάδες και δούλευαν βοσκοί στα κοπάδια τους - είχαν ένα αδάμαστο πάθος για την ελευθερία. «Εμείς και τα μοναστήρια ήμασταν το στήριγμα σε όλους τους σηκωμούς ενάντια στους Τούρκους» λένε, ίσως μια ιδέα καυχησιάρικα: δεν ήταν οι μόνοι· οι βοσκοί και οι καλόγεροι στάθηκαν ζωτικό στοιχείο στην αντίσταση της Κρήτης κι αλλού, τον καιρό της γερμανικής κατοχής. Μόνον αυτοί ήξεραν όλα τα περάσματα, τις πηγές, τα δάση, τις σπηλιές, τα μονοπάτια που κόβουν δρόμο και τις βίγλες. Η κλεφτουριά ήτανε δική τους.


Κι αυτοί πάλι θεωρούν τους καμπίσιους πειθήνιους και προσκυνημένους παραγιούς, παραγιούς όμως που έχουν ένα αθέμιτο πλεονέκτημα: ξέρουν γράμματα (όχι όλοι πάντως). Τα χωριά και οι κάμποι είναι απειλή για την ελευθερία: αν περάσουν οι νομάδες μέσα από χωριό, περνάνε τα βαθιά μεσάνυχτα και στήνουν τις σκηνές τους μακριά. Έχουν τελειοποιήσει την τέχνη να εξαφανίζονται σαν τελώνια, όταν μυριστούν φασαρία. Αδέσποτοι, «χωρίς αφέντη», είναι το επίθετο που τους χαρακτηρίζει.


Υπήρχαν πολύ περισσότεροι από ογδόντα χιλιάδες Σαρακατσάνοι πριν από είκοσι πέντε χρόνια (1935), και πριν από διακόσια χρόνια πολύ, πολύ περισσότεροι. Ένας τόσο μεγάλος πληθυσμός δε θα μπορούσε να προέρχεται ολόκληρος από ένα μόνο χωριό· και μάλιστα (μόλο που οι εκστρατείες του προκάλεσαν μετακινήσεις πληθυσμών στις περιοχές που ήταν στην εξουσία του, και χωρίς άλλο και στους Σαρακατσάνους) τη μάλλον πρόσφατη εποχή του Αλή-πασά, εδώ κι ενάμιση αιώνα. Εκτός του ότι έχουμε αντίθετες μαρτυρίες, θα το ξέραμε οπωσδήποτε. Η μόνιμη τάση των νομάδων είναι να επιβραδύνουν τις μετακινήσεις τους και να κατασταλάξουν κάπου, όχι το αντίθετο. Όταν ο πόλεμος είτε οι ταραχές διώξουν τους χωρικούς, εγκαθίστανται κάπου αλλού. Η νομαδική σαρακατσάνικη ζωή είναι ένα πλέγμα από έθιμα και συνήθειες με καταγωγή ανυπολόγιστα μακρινή.

Πόσο μακρινή; Ο αναγνώστης θα έχει μαντέψει από πού φυσάει ο άνεμος... ας σταθούμε μια στιγμή. Τα γεγονότα όπου μπορούμε να στηριχτούμε είναι λιγοστά, αλλά αρχίζουν να συγκεντρώνονται τα ενδεχόμενα πάνω στα οποία είναι δυνατό να υψωθεί, προσωρινά και διστακτικά, ένα οικοδόμημα από απώτερες εικασίες. Ιδού αυτό: κανείς δεν αμφισβητεί την ελληνικότητα των Σαρακατσάνων· όλοι τους έχουν κοινή καταγωγή, έθιμα, γλώσσα και τρόπο ζωής· υπήρξαν αποκλειστικά νομάδες για πολλούς αιώνες, ίσως και για πολύ μακρύ διάστημα· απόφυγαν πάντοτε να ενοχλήσουν την εξουσία, όπως απόφυγαν και τις επαφές ή τους γάμους με ξένους. Έζησαν αρχικά στα βορειοανατολικά όρη, έξω από το περιθώριο της Ιστορίας, σε περιοχές απρόσιτες και ανεπίδεκτες στην αλλαγή· είναι δύσκολο να πει κανείς αν η διάρκεια αυτού του τρόπου ζωής πρέπει να υπολογιστεί σε εκατοντάδες ή σε χιλιάδες χρόνια. Οι αρχές του χάνονται, όπως λένε, μέσα στην ομίχλη των καιρών.

Μια πλευρά όμως της ζωής τους μπορεί να σκορπίσει, για μια στιγμή, αυτή την ομίχλη και να μας επιτρέψει να αποδώσουμε, με τη μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα, μια πιθανή καταγωγή σ' αυτούς τους παράξενους ανθρώπους: η ταυτότητα των υφαντών τους με τα πιο πρώιμα ελληνικά κεραμικά σκεύη. Θα μπορούσαν άραγε αυτά τα μαύρα κι άσπρα ορθογώνια, αυτές οι υφαντές οδοντωτές βαθμίδες και τα δόντια του πριονιού και τα τρίγωνα, αυτά τα πρωτόγονα συμπλέγματα από γωνίες και σχηματικές παραστάσεις, θα μπορούσαν να προέρχονται από την ίδια πηγή με τα γεωμετρικά σχέδια της πρώιμης ελληνικής αγγειοπλαστικής; Μήπως αυτά είναι το κλειδί που μας λείπει για να βρούμε την προέλευση των Σαρακατσάνων; Αν είναι έτσι, τα θραύσματα συναρμολογούνται σε μια χιμαιρική θεωρία. Ούτε λίγο ούτε πολύ: όταν οι πρώτοι Έλληνες κατέβηκαν μέσα από τα βορινά περάσματα κατά την Ελληνική Χερσόνησο, ίσως μερικοί να έριξαν ματιές πόθου στα λιβάδια της Πίνδου που απλώνονταν γύρω τους· στα βουνά της Ακαρνανίας νοτιότερα, και στα πράσινα χειμερινά βοσκοτόπια στα πόδια τους. Ίσως να ξέκοψαν, αυτοί και τα κοπάδια τους, από τα λαμπρά πεπρωμένα των φιλόδοξων αδελφών τους· ενώ εκείνοι επεκτείνονταν νότια, σε όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα, ιδρύοντας χωριά και κωμοπόλεις και αργότερα πόλεις-κράτη, ίσως αυτοί οι αργοκίνητοι ποιμένες ξέμειναν πίσω, αποκομμένη ομάδα κτηνοτρόφων. Ζώντας με αρχέγονο τρόπο, βόσκοντας τα ζώα τους από τα χειμαδιά ως τα καλοκαιρινά λιβάδια, ίσως να έμειναν σ' εκείνες τις περιοχές, ώσπου, σε κάποια ενδιάμεση χρονολογία, πέταξαν παρακλάδια στα μακεδονικά και τα θρακιώτικα βουνά, κι αυτά πάλι εισχώρησαν στις βορειότερες περιοχές των Βαλκανίων και στη Μικρασία, καθώς έψαχναν, από εποχή σε εποχή, για καινούργιες βοσκές. Με την αμοιβαία δυσπιστία που τους απομάκρυνε από τους κάμπους, τη φρίκη τους απέναντι στο γάμο με ξένο και την επιτηδειότητά τους να εξαφανίζονται, θα απόφυγαν κάθε επαφή με τους Σλάβους και τους άλλους εισβολείς των βυζαντινών χρόνων. Η επιφυλακτικότητα τους τούς απάλλαξε από τις ξένες εναποθέσεις που άφησαν όσοι ήρθαν αργότερα· και τους επέτρεψε να μείνουν, καλώς ή κακώς, οι πιο Έλληνες απ' όλους τους Έλληνες. Μακριά από το εμπόριο και τους μεγάλους δρόμους του πολιτισμού και την απληστία των πόλεων-κρατών, οι τόποι της διαμονής τους μπήκαν αργά στη γραπτή Ιστορία. Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που δεν έχει γραφτεί το χρονικό τους.


Αν όλα αυτά είναι αληθινά, θα είχαν βοσκήσει τα κοπάδια τους κοντά στα σύννεφα αιώνες ολόκληρους, και ίσως μόλις να πήραν είδηση, αόριστα, για τον Τρωικό πόλεμο, τις συγκρούσεις των ελληνικών πόλεων, τους ελέφαντες του Πύρρου που συγκεντρώνονταν στις κοιλάδες και το ξεκίνημα του Αλέξανδρου που πήγαινε να κατακτήσει τον κόσμο. Τα νέα για την εισβολή των Ρωμαίων, για την αποβίβαση του Αποστόλου Παύλου στις μακεδονικές ακτές και την πτώση της Δύσης θα έφτασαν στα μέρη τους καθυστερημένα και αλλοιωμένα· την πλημμύρα των βαρβάρων και το μακρύ δειλινό και το νύχτωμα του Βυζαντίου θα τα αισθάνθηκαν σιγά σιγά. Σε πόσον καιρό θα αντιλήφθηκαν τη σημασία που είχε το πέρασμα της Τέταρτης Σταυροφορίας ακριβώς κάτω από τα πόδια τους και τα τύμπανα και τα ποδοβολητά του Μουράτ και του Βαγιαζήτ του Κεραυνού και η είσοδος του Μωάμεθ Β' στην Κωνσταντινούπολη; Ίσως πήραν μέρος, με κά-ποιον έμμεσο τρόπο, σε όλα αυτά τα γεγονότα. Το πιθανότερο είναι ότι θα έμειναν επιφυλακτικοί ώσπου η στάθμη των γεγονότων, σαν τα νερά που ανεβαίνουν, έφτασε ίσαμε τις καλύβες τους, καθώς έρχονταν ως εκεί αντάρτες που γύρευαν καταφύγιο, και τράβηξε τους νομάδες, για έναν ή δυο αιώνες, μέσα στην Ιστορία. Τώρα χαμήλωσαν τα νερά, και τους αφήσαν για άλλη μια φορά ψηλά στα στεγνά, και η απομόνωση τους κόβεται μόνον από καμιά αλλαγή, κάθε τόσο, στις βοσκές, είτε από κανένα κλείσιμο συνόρων, από καβγάδες με τους χωρικούς για τα βοσκοτόπια, από την εισβολή μιας αρρώστιας στα κοπάδια τους και τη σκοτεινή πολιορκία των δαιμόνων και των φαντασμάτων κι από το ξαναγύρισμα των αξιομνημόνευτων ημερών, των πανηγυριών και των γάμων.


Λόγιοι μοναχικοί ακροβολώντας απ' τα τείχη

σοφών περιοδικών εκδόσεων
τη δική μας αλήθεια υπερασπίζουν.

Οι πεζοναύτες της διανόησης μας
κάνουν απόβαση σε ασήμαντα περιοδικάκια
κι ένα καινούργιο ρεύμα αιχμαλωτίζουν.

Ο Axel Hoeg, ένας Δανός λόγιος που είχε ακμάσει παλαιότερα στον αιώνα μας, ήταν ο πρώτος που χάραξε το δρόμο. Ήξερα ήδη τα βιβλία, τα άρθρα και τα φυλλάδια του για τους Σαρακατσάνους και τη διάλεκτο τους, καθώς και τη συλλογή του με τα τραγούδια τους. Είχα επίσης μια αμυδρή ιδέα για τις απόψεις του σχετικά με την καταγωγή τους. Αυτά όμως που δεν είχα διαβάσει, γιατί κυκλοφόρησαν μόλις τελευταία, ήταν οι δύο τόμοι «εις τέταρτον» της Αγγελικής Χατζημιχάλη, Οι Σαρακατσάνοι: θαυμαστά βιβλία, που στηρίζονται σε μια ευρεία γνώση της ιστορίας της ελληνικής τέχνης, της εθνολογίας, της λαογραφίας και της χειροτεχνίας και σε πολλές δεκαετίες έρευνας και επιτόπιας δουλειάς ανάμεσα στους ίδιους τους Σαρακατσάνους. Αυτή η λογία που δούλεψε μόνη της ταίριαξε αμέσως με τις δικές μου τάσεις. Ένας τρίτος τόμος ετοιμάζεται τώρα - δυστυχώς το μεγάλο αυτό έργο αργοπόρησε για λόγους υγείας - που προβλέπεται ότι θα είναι ο πιο ενδιαφέρων από τους τρεις. Μια ολόκληρη ζωή αφοσίωσης και σπουδής αφιερώθηκε σε αυτό το μόχθο. Είναι αδύνατο να μιλήσει κανείς για έργο οριστικό· εδώ, όλα είναι εικασίες, και η τελική ετυμηγορία πρέπει να μείνει ανοιχτή: αλλά Οι Σαρακατσάνοι την πλησιάζουν όσο είναι δυνατό· ένα σπάνιο και ξεχωριστό επίτευγμα στην ανολοκλήρωτη μορφή του, το συμπληρωμένο έργο θα μείνει μνημειώδες.

Το μόνο μειονέκτημα των τόμων αυτών είναι, για τους δικούς μου στόχους, πλεονέκτημα: η συγγραφέας είναι προχωρημένης ηλικίας, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας της, κατ' ανάγκην, το είχε επιχειρήσει εδώ και αρκετόν καιρό, και πολλούς από τους νομάδες ανάμεσα στους οποίους άρχισαν οι έρευνες της τους διάλεξε για την ηλικία τους και τις πολύ παλιές αναμνήσεις τους. Οι παράγοντες που έφεραν το τέλος της φυλετικής κοινωνίας, για το οποίο η ίδια η συγγραφέας γράφει με τόση θλίψη, δούλεψαν γερά. Η τάση για μόνιμη διαμονή επιταχύνθηκε από το κλείσιμο των συνόρων, τον περιορισμό της περιπλάνησης, την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, καθώς και τον αποκλεισμό των παραδοσιακών λιβαδιών από τις πολιτικές αρχές και την εγκατάσταση δύο εκατομμυρίων προσφύγων σε παλαιά και αδιαφιλονίκητα βοσκοτόπια· και οι προστριβές με τους χωρικούς έχουν συντελέσει στο ν' αλλάξουν τρόπο ζωής πολλοί από τους νομάδες. Μερικοί, αν και ζουν ακόμα σε καλύβες, έχουν εγκατασταθεί μόνιμα, τώρα και μερικές γενιές. Κάμποσοι από αυτούς ζουν κοντά στην Αθήνα.

- Ναι, είμαστε Σαρακατσάνοι, λένε με καημό, λέμε πως ήρθαμε από τη Ρούμελη. Οι παππούδες μας ή οι προπαππούδες μας ήρθαν και καταστάλαξαν εδώ... Αλλά είμαστε μπασταρδεμένοι...
Τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια έφεραν περισσότερες αλλαγές στην πατροπαράδοτη ζωή τους παρά οι τελευταίες τρεις χιλιετίες· είναι εκπληκτικό που τόσο πολλοί έμειναν ανέπαφοι. Κι όμως, ακόμα κι ανάμεσα σε αυτούς, που ευτυχώς μένουν η μεγάλη πλειοψηφία, οι τελευταίες δεκαετίες έχουν εξαφανίσει πολλούς αρχαίους τρόπους. Η ζωή λοιπόν που περιγράφεται στο βιβλίο «Οι Σαρακατσάνοι» ανήκει λιγότερο στη σημερινή εποχή παρά στην πριν από πενήντα χρόνια. Παρουσιάζει μια μαγευτική και περίεργη εικόνα.

Η προχριστιανική κληρονομιά δε βρίσκεται ποτέ μακριά από την επιφάνεια, στην Ελλάδα. Σε μια κοινωνία όπως των Σαρακατσάνων, η ειδωλολατρική μαγεία επιζεί με ακόμα πιο έντονο σχήμα, και το εποικοδόμημα της χριστιανικής μορφής είναι, αντίθετα, πιο σαθρό. Κατά παράδοση, η ύπαρξη της Αγίας Τριάδας δεν είναι κατανοητή. Ο Θεός πατέρας και ο Ιησούς είναι το ίδιο Πρόσωπο, το Οποίο (ή τα Οποία) είναι γνωστό ως Άης, -διαλεκτική συντομογραφία του Άγιος-. Καμιά φορά είναι γνωστός ως Πρώτος Άης, καμιά φορά ως Αφέντης, από την αρχαία ελληνική λέξη αυθέντης (από αυτήν προέρχεται και ο τούρκικος τίτλος εφέντη). Σε όλη την Ελλάδα, η στρατιά των αγίων έχει πάρει τη θέση του αρχαίου πανθέου. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για τους νομάδες. Ο Άης δεν είναι πολύ παραπάνω από πρώτος ανάμεσα στους ίσους Του. Όπως θα το περίμενε κανένας σε μια ανδροκρατική και πατριαρχική κοινωνία, οι αρσενικοί άγιοι έχουν μονοπωλήσει τις υψηλές θέσεις σ' αυτή την ουράνια σύναξη. Οι αριθμοί έχουν περικοπεί δραστικά. Μια φούχτα μόνον, από τις χιλιάδες που αλληλοεπικαλύπτονται και στριμώχνονται ο ένας πάνω στον άλλον στα καλαντάρια των χωρικών και στο Συναξάρι, κατόρθωσαν να μπουν στις καλύβες. Ο πιο μεγάλος, καβαλάρης, προστάτης των κοπαδιών και των μαντριών, φονιάς δρακόντων και άλλων αρπακτικών, είναι ο άγιος Γεώργιος· η γιορτή του, στις 23 Απριλίου, αντιστοιχεί ίσως στο μεγάλο ποιμενικό πανηγύρι των Ρωμαίων, τα Παρίλια, στις 27 του μηνός. Η σημασία των αλόγων στη νομαδική ζωή υψώνει επίσης τον άγιο Δημήτριο και τους αγίους Θεοδώρους, καβαλάρηδες και τους τρεις, σε μια θέση που μόνον ο άγιος Γεώργιος την ξεπερνάει. Η γιορτή του αγίου Γεωργίου είναι πιο σπουδαία ακόμα κι από το Πάσχα, το επίκεντρο της χρονιάς για την Ορθοδοξία. Μοιράζονται κόκκινα αυγά όμοια μ' εκείνα που συμβολίζουν το Πάσχα, και το καλύτερο μαύρο αρνί του κοπαδιού - τα μαύρα ζώα τα εκτιμούν περισσότερο από τα άσπρα - θυσιάζεται τελετουργικά. (Το Πάσχα σημαδεύεται απλώς μ' ένα άσπρο αρνί). Οι όρκοι που παίρνει κανείς στ' όνομα του αγίου Γεωργίου είναι οι πιο δεσμευτικοί. Ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Δημήτριος έχουν κι άλλον έναν τίτλο για να θεωρούνται σπουδαίοι: οι γιορτές τους -23 Απριλίου και 26 Οκτωβρίου - σημαδεύουν για τους βοσκούς την έναρξη του καλοκαιριού και του χειμώνα, τότε που αρχίζει και τελειώνει το νοίκιασμα των λιβαδιών και ο τσέλιγκας κάνει καινούργια συμφωνία με τους ανθρώπους του. Είναι ημέρες αποφάσεων. Τον προφήτη Ηλία τον κάνουν ιδιαίτερα σεβαστό οι εκκλησιές του στις βουνοκορφές. (Οι σκηνίτες ονομάζουν τη γιορτή του «τ' Αϊ-Λιός». Όταν ο ελληνικός κόσμος έγινε χριστιανικός, ο προφήτης πήρε τους βουνίσιους ναούς του Απόλλωνα-Ήλιου, εν μέρει εξαιτίας του ονόματος και εν μέρει επειδή και των δυο η σταδιοδρομία έληξε στον ουρανό μέσα σε πύρινα άρματα.) «Είναι βουνίσιος σαν κι εμάς, λένε, ζει στις ερημιές και γυρίζει από κορφή σε κορφή. Μας βοηθάει, κι εμείς τον δοξάζουμε». Την Παναγία την επικαλούνται με ένα από τα πολλά της επίθετα: τη φωνάζουν Παρηγορίτισσα· σαν ξένο σώμα, σαν γυναίκα που κατά κάποιον τρόπο παρεισέφρησε ανάμεσα τους, οι τιμές που της προσφέρουν είναι αρκετά επιφανειακές. Η αγία Παρασκευή είναι μια άλλη αγία με κάποια υπόσταση. Κάθε στάνη - κάθε «μαντρί», πατριά ή σύναξη από οικογένειες και καλύβες - έχει τη δική της γιορτή, που εξαρτάται περιστασιακά από τα εκκλησάκια που βρίσκονται στα πιο συνηθισμένα τους βοσκοτόπια. Μερικές γιορτές έχουν κερδίσει τη γενική παραδοχή: του αγίου Κωνσταντίνου, προμάχου του Ελληνισμού· η Κοίμηση - όπως και του προφήτη Ηλία, οι επώνυμες εκκλησίες της είναι σκαρφαλωμένες ψηλά στα βουνά· την τιμούν ιδιαίτερα στ' Άγραφα, χάρη στο μεγάλο μοναστήρι που βρίσκεται εκεί πάνω, δυσπρόσιτο μέσα στο φαράγγι του Προυσού. Για την ίδια αιτία τιμούν και την Παναγία της Βελλάς, ανάμεσα στα Γιάννενα και την Κόνιτσα. Ο άγιος Αθανάσιος δεν τιμάται ως ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας αλλά, απροσδόκητα, ως προστάτης των κοπαδιών. Παραβλέπουν τη γιορτή του το Γενάρη, γιατί πέφτει τον καιρό που γεννούν οι προβατίνες, και τον γιορτάζουν άλλη μέρα του χρόνου. Η αφοσίωση των Σαρακατσάνων της Μακεδονίας στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο οφείλεται προφανώς στο μαλλιαρό ρούχο με το οποίο τον παριστάνει η εικονογραφία: μοιάζει πολύ περισσότερο με τα δικά τους υφαντά του αργαλειού από γιδόμαλλο παρά με καμηλότριχα· κι έπειτα, ζούσε και κείνος στις ερημιές. Την ημέρα της γιορτής του βράζουν φασόλια και τα μοιράζουν και τα τρώνε στην εκκλησία. Το συμπόσιο με τα φασόλια συνδέεται με παγανιστικές μαγικές τελετές τον καιρό της συγκομιδής και μνημονεύει, σχεδόν σίγουρα, τα Πυανέψια, όταν οι αρχαίοι έβραζαν κι έτρωγαν κουκιά, για να προκαλέσουν τη γονιμότητα και μια χρονιά αφθονίας.

Τα συνηθισμένα πανελλήνια πνεύματα - Παγανά, Αερικά, Ίσκιοι, Ξωτικά, Βρικόλακες, Λυκάνθρωποι, Δράκοντες, Φαντάσματα και Καλικάντζαροι - γεμίζουν την κοσμογονία τους και λυμαίνονται τις στάνες. Μπορούν να τα αποτρέψουν με ξόρκια και να χαλάσουν τα σχέδια τους με ξεβασκαντήρια από περιττώματα σκυλιού· ένα ξεραμένο φιδοκέφαλο, άμα το κρύψεις σαράντα μέρες στην εκκλησία κι ύστερα το πάρεις πίσω, είναι ένα κι ένα για κάθε λογής απαίσια φανερώματα. Στις Νεράιδες, επικίνδυνες για όλους τους μοναχικούς βοσκούς που τυχαίνουν κοντά σε βάλτους και ρεματιές, ιδιαίτερα εκτεθειμένοι είναι οι νεαροί Σαρακατσάνοι. Μπορεί να βουβαθούν και να χάσουν το νου τους, αν, κατά λάθος, πέσουν μέσα στο γλέντι τους, όπως οι θνητοί μεταμορφώνονταν καμιά φορά σε δέντρα, αν είχαν την κακή τύχη να διακόψουν τους χορούς των Νυμφών. Γίνονται μεικτοί γάμοι ανάμεσα σε νομάδες και σε Νεράιδες, κι αυτά τα νεροκόριτσα κλέβουν γερά σαρακατσάνικα μωρά από τις κρεμαστές κούνιες τους κι αφήνουν στη θέση τους αρρωστιάρικα παραλλάγματα. Δαίμονες κάθε είδους παίρνουν από πίσω τους βοσκούς τον ανήφορο κατά τα βουνά και τον κατήφορο κατά τα λαγκάδια και τους «σαλαγάνε στα δάση», καθώς λέει ο λόγος. Οι νομάδες είναι ιδιαίτερα στόχος για τα θηλυκά υπερφυσικά όντα που λέγονται Καλότυχες (όπως το όνομα Ευμενίδες για τις Ερινύες, είναι κι αυτό ένα παρανόμι ευφημισμού) - που είναι μισές γυναίκες, μισές γαϊδούρες και έχουν φιδόμαλλα σαν τη Μέδουσα. Φέρνουν αρρώστιες στα κοπάδια και γρουσουζιά στις προβατίνες που γεννάνε και στις λεχώνες, και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες σαράντα μέρες μετά τον τοκετό. Άλλοι Ίσκιοι παραμονεύουν γύρω στη στρωμνή των αρρώστων και των ετοιμοθάνατων. Αλλά το χειρότερο κάθαρμα στη δαιμονολογία των Σαρακατσάνων είναι ένα αρσενικό πνεύμα γνωστό με τ' όνομα ο Δαούτης. Οι Δαούτηδες, που καμιά φορά ονομάζονται και Πάνες, είναι τα πιο άγρια, τα πιο δυνατά και τα πιο μοχθηρά απ' όλα τα πνεύματα. Με μορφή σατύρων, μ' ένα σώμα μισό γιδίσιο, μισό ανθρώπινο και μακριά πόδια με διχαλωτές οπλές, έχουν κεφάλι κριαριού και μακριά στριφτά κέρατα. Όπως και άλλοι δαίμονες - ιδιαίτερα οι Ίσκιοι και οι Καλότυχες - οι Δαούτηδες είναι δυο φορές πιο απειλητικοί για τα κοπάδια σε τρεις εποχές: τις παραμονές των Χριστουγέννων (δηλαδή ακριβώς πριν από το γέννο)· τέλος Απριλίου ή αρχές Μαΐου, τότε που ετοιμάζονται οι βοσκοί ν' αφήσουν τα χειμαδιά τους για τα βουνά· και από τη γιορτή της Μεταμόρφωσης ως το τέλος Αυγούστου. Χιμάνε ουρλιάζοντας σαν αρπαχτικά πουλιά, και τα κοπάδια ζαρώνουν από το φόβο τους μέσα στις σπηλιές και τις μάντρες. Μετά από δυο ή τρεις τέτοιες επιδρομές, τα ζώα αρχίζουν να ψοφάνε κατά δεκάδες. Πρήζονται και πεθαίνουν. Οι βοσκοί τότε χρησιμοποιούν για ξεβασκαντήρι φέτες από κρέας χελώνας, και αλλάζουν αμέσως στέκι. Αν μπορέσουν να βρουν παπά, ραντίζει το καινούργιο στέκι με αγιασμό και βγάζουν και τα κουδούνια για να τα ευλογήσει. Αντίθετα από τα περισσότερα κακά πνεύματα, αυτοί οι Δαούτηδες χτυπάνε αδιάντροπα μέρα μεσημέρι, και καθώς έχουν το χάρισμα να φιλιώνουν με τα σκυλιά, τρέχουν αλαφροπατώντας πίσω από τα κοπάδια, ανενόχλητοι· έτσι, όταν χτίζουν βιαστικά κανένα μαντρί της ανάγκης, οι βοσκοί αφήνουν πίσω τα σκυλιά τους κι ανάβουν φωτιές για να σχηματίσουν έναν μαγικό κύκλο από καπνό. Οι Δαούτηδες μαθαίνουν τα βαφτιστικά ονόματα των θνητών, και γι' αυτό, όταν ακούσουν ξένους να μιλάνε, οι βοσκοί κρατάνε τη γλώσσα τους: αν αποκριθούν, μπορεί να χάσουν τη μιλιά τους για πάντα. Αυτά τα τρομερά πνεύματα σπέρνουν έξαφνα τον πανικό, κι όταν δεν είναι να κάνουν κακό σε κανέναν, βολεύονται κάπου χωρίς να φαίνονται, ακούγονται όμως που παίζουν τη φλογέρα τους.

Τα δέντρα είναι η κατοικία των πνευμάτων. Είναι το στέκι των Καλότυχων, και αν δε μουρμουρίσεις ξόρκια, όταν κόβεις και κλαδεύεις δέντρα, αυτές οι άθλιες αμολιούνται στα δάση. Πολλοί θάμνοι, όλα τ' αγκαθωτά δέντρα και ιδίως η αγριαχλαδιά, έχουν τη δύναμη να διώχνουν τα πνεύματα. Το πυξάρι είναι ισχυρό αποτροπαϊκό· η λυγαριά που πλέκουν σε όλες τις καλύβες τους, το πιο δυνατό κι ευλογημένο από όλα. Με τα λουλούδια φτιάχνουν φυλαχτά· η γλυκιά τους μυρουδιά, ακόμα κι η θύμηση της όταν έχουν πια μαραθεί τα λουλούδια, διώχνει μακριά το κακό. Έχουν παράξενες και θολές ιδέες για το παρελθόν· πιστεύουν ότι οι Έλληνες, δηλαδή οι Αρχαίοι, ήταν πιο ψηλοί από τις βελανιδιές και δυνατοί σαν κι αυτές: δρασκελούσαν πλατιά ποτάμια με ένα μόνο βήμα και πατούσαν από κορφή σε κορφή. Δεν αρρώσταιναν ποτέ· πέθαιναν ξαφνικά, και καμιά φορά έσπαζαν τη ραχοκοκαλιά τους πέφτοντας από βράχους, έτσι όπως δρασκελούσαν με τόλμη τα βουνά, και γίνονταν μεμιάς καλόβολα φαντάσματα. Οι νομάδες μιλάνε για ένα ηρωικό και μυθικό πρόσωπο από τη Μακεδονία που λεγόταν Ρουμλούκης και που τα χαρακτηριστικά του μοιάζουν αρκετά με του Μεγαλέξαντρου, του κοσμαγάπητου ήρωα των ελληνικών θρύλων, του μόνου από τους αρχαίους που παρεισέφρησε στον Καραγκιόζη.

Το τρέξιμο, το πάλεμα και οι ιπποδρομίες είναι οι καλύτερες τους διασκεδάσεις και συναγωνίζονται ο ένας με τον άλλον να ρίχνουν βαριά λιθάρια, που καμιά φορά ζυγίζουν ίσαμε πέντε οκάδες. Παραβγαίνουν ακόμα σε αγώνες κλεψιάς· τ' αστεία και οι ιστορίες για κλεψιές δεν έχουν τέλος. Όταν ένας γύφτος έφτιαξε τα καρφιά για τη σταύρωση του Άη, λένε ότι ένα απ' αυτά το έκλεψε Σαρακατσάνος - ίσως είχε σκοπό να σώσει τη ζωή του Άη κλέβοντας και τα τρία. Για αντίποινα, του το έχωσαν στον πισινό «οι άνομοι Εβραίοι». (Μια καλή πράξη σπάνια μένει ατιμώρητη).

Όπως και τον παλιό καιρό, ξεχωρίζουν καλούς και κακούς οιωνούς από το πέταγμα των πουλιών. Αποστρέφονται τους αετούς και τα όρνια και τ' άλλα αρπαχτικά πουλιά που πλανιούνται στα ύψη: είναι τα τσιράκια του Σατανά και συμμαχούν με όλα τα κακά πνεύματα· όταν αυτοί οι προάγγελοι του κινδύνου πλανιούνται πάνω από μια συνοδεία σκηνίτες που αποδημούν, παραμονεύουν για να δουν κατά πού πάει. Η απέχθεια γι' αυτά τα πουλιά έχει κι άλλη αιτία: τις επιδρομές τους, κάθε τόσο, όταν σηκώνουν στα ουράνια νεογέννητα κατσικάκια που βελάζουν θλιβερά. Οι νομάδες κάνουν μαντείες από τα εντόσθια· όπως οι περισσότεροι αρχαίοι και σημερινοί Έλληνες, διαβάζουν το μέλλον στα σημάδια που δείχνει η σπάλα του αρνιού. Οι θυσίες τους -κουρμπάνια, όπως τις λένε- είναι συχνές. Μια πίτα ψημένη σε απλωτό μετάλλινο ταψί είναι το μάλλον πενιχρό φαγητό στα περισσότερα τσιμπούσια τους· δεν το θεωρούν σωστό να σκοτώσουν και να φάνε ζώο χωρίς το πρόσχημα μιας τελετής. Τρώνε κρέας μόνον όταν σφάξουν ζώο για θυσία, κι έτσι ψοφάνε γι' αυτές τις αφορμές, ακόμα κι όταν η αιτία είναι οδυνηρή: τα μάτια τους αστράφτουν, καθώς πλησιάζουν τα μεγάλα πανηγύρια. Ο γάμος ή τα βαφτίσια του γιου κανενός τσέλιγκα, η αρρώστια κάποιου μέσα στην κοινότητα, μια επιζωοτία στα κοπάδια, η γέννηση εφταμηνίτικου παιδιού, η άφιξη ενός τιμημένου ξένου ή το τέλος του κούρου - όλα αυτά είναι δικαιολογία για να φάνε κρέας. Ξαπλώνουν το ζώο της θυσίας σ' ένα πλατύ ίσιο κλαδί, με τα μάτια του να βλέπουν τον ήλιο, έπειτα του κόβουν το λαιμό και το ψήνουν ολόκληρο στη σούβλα. Η πράξη αυτή περιβάλλεται με πολύ μυστήριο και περιεργάζονται τα σπλάχνα για να βρουν μαντικές σημασίες· τη Λαμπρή, σχεδιάζουν με τα δάχτυλα στους ώμους των παιδιών ένα σταυρό από το αίμα του πασχαλινού αρνιού.

Η φωτιά είναι ιερή, και ιδιαίτερα η εστία: «Ο Άης γεννήθηκε δίπλα στη φωτιά». Το σβήσιμο της φωτιάς είναι ιδιαίτερα κακό σημάδι, αν τύχει στο χειμαδιό ή σε μια κατασκήνωση μεσοδρομίς. Κρατάνε τη φλόγα αναμμένη το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων για να φυλαχτούν από τα Παγανά· το ενοχλητικό γένος των Καλικάντζαρων βγαίνει τότε στη γύρα· είναι γνωστοί με τ' όνομα λυκοκάντζαροι, δηλαδή «λυκοκένταυροι», ή, κάπως περίεργα, αστρόβολοι. Ένα πελώριο κούτσουρο σιγοκαίει όλο το Σαραντάμερο για να κάνει τον οικισμό απρόσβλητο από τις υπερφυσικές μάστιγες της εποχής: αν το θάψουν στην πόρτα της στάνης την ημέρα των Χριστουγέννων, κάνει πέρα τις αρρώστιες, τους Ίσκιους και το Μάτι. Οι γυναίκες γεννάνε πάντοτε δίπλα στην εστία για την ίδια αποτροπαϊκή αιτία, και τις δυνάμεις του σκότους τις διώχνουν, τις επόμενες δώδεκα μέρες, με δύσοσμο καπνό. Τα αποριξιμιά μωρά, καθώς και τη σκέπη του μωρού όταν γεννηθεί ζωντανό, τα θάβουν κάτω από μια πλατιά πέτρα δίπλα στο τζάκι· όχι καταμεσής, εφόσον οι άνθρωποι που μπαίνουν στο καλύβι πρέπει να δρασκελίσουν ένα κούτσουρο που καίει, κι αν δεν πάρουν αυτή την προφύλαξη, θα βρικολακιάσει το αίμα της μάνας. Το θάψιμο κοντά στο τζάκι «γητεύει το παιδί και ξανάρχεται στη ζωή»· δηλαδή το ενσαρκώνει πάλι γρήγορα στη μήτρα της μάνας. Άλλοτε στοίβαζαν τα νεκρογεννημένα μωρά σ' ένα γιδοτόμαρο γεμάτο αλάτι και τα κρεμούσαν σαράντα μέρες σ' ένα κλαδί, έπειτα τα έκαιγαν, για να μην πάρουν και τη μάνα κοντά τους. Πάνω από το νεογέννητο γράφεται ένας σταυρός με αναμμένο ξύλο, που ύστερα το σβήνουν στο νερό. Οι Μοίρες επισκέπτονται την κούνια του μωρού τρεις νύχτες στη σειρά· τους αφήνουν τις συνηθισμένες προσφορές, και οι άνθρωποι που έχουν καλή ψυχή μπορούν να κρυφακούσουν και να εξηγήσουν τις προφητείες τους.

Οι Σαρακατσάνοι θεωρούν τα Χριστούγεννα αποκλειστικά δική τους γιορτή, επειδή θυμίζουν πως ο Άης γεννήθηκε σε μαντρί, τον κοίμισαν σε φάτνη και τον φύλαξαν οι βοσκοί και τα κοπάδια τους. Ένα πλήθος ειδωλολατρικά έθιμα περιβάλλουν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Μερικά είναι αρχαιότατες ιεροτελεστίες που σχετίζονται με το χειμερινό ηλιοστάσιο· άλλα, πιο πρόσφατα, προέρχονται από τον Μίθρα και τον Αήττητο Ήλιο. (Η θρησκεία του Μίθρα στην Ανατολή ξεριζώθηκε τον τέταρτο μόλις αιώνα, από τον άγιο Βασίλειο). Την παραμονή των Χριστουγέννων ρίχνουν στη φωτιά ένα κλαδί αγριομυρτιά κι ένα κλαδί πουρνάρι φορτωμένο βελανίδια για να προκαλέσουν τη γονιμότητα στα κοπάδια· ο τρόπος με τον οποίο καίγονται δείχνουν πώς θα πάει ο γέννος. Έπειτα θυσιάζουν στον Άη μια προβατίνα, και οι βοσκοί μαζεύονται και τρώνε και πίνουν και ξεφαντώνουν από καλύβα σε καλύβα· γλέντια που διώχνουν - όπου φύγει φύγει - τις νεράιδες, τους δαίμονες, τους άπιστους και τα τέρατα που έχουν μαζευτεί πλήθος, και τον ίδιο τον Αντίχριστο. Τα χαράματα κόβουν κι απλώνουν φρέσκο χορτάρι για τα νεογέννητα κατσικάκια και τ' αρνάκια «για να κοιμηθούν σε φρέσκια στρωμνή τις τρεις πρώτες ημέρες του Άη», και όλα τα παιδιά κατεβαίνουν στις πηγές και πίνουν νερό χωρίς να βγάλουγ άχνα. Ρίχνουν στο νερό βούτυρο και τυρί και γυρίζουν με κλαδιά πουρνάρι, αγριομυρτιά και σκίνο που τα πετάνε στις φλόγες. Το τσιτσίρισμα του φρέσκου ξύλου λέγεται «μίλημα» και «τραγούδι» και το γύρισμα του είναι «πολλά παιδιά, καλός ο γέννος!»

Την Πρωτοχρονιά, ο τσέλιγκας δίνει σε κάθε βοσκό ένα ρόδι, που εκείνος το σπάει και το σκορπίζει στο μαντρί. Την παραμονή των Θεοφανείων ροκανίζουν, κατά το έθιμο, ξερό καλαμπόκι, και οι γριές ραντίζουν τα ζώα με κλωνάρια βελανιδιάς κι ελιάς βουτηγμένα στον αγιασμό. Και σ' αυτή τη γιορτή, τα κορίτσια πάνε στην πηγή και με τουλούπες κόκκινο μαλλί ξεπλένουν τις εικόνες από την καπνιά και τη σκουριά όλου του χρόνου κι ύστερα τις κρεμούν στα δέντρα.

Όταν πλησιάζει η Σαρακοστή, είναι το σύνθημα για άλλα δρώμενα, ιδίως το Σαββατόβραδο και τις πρώτες ώρες της Κυριακής της Τυρινής, που είναι η τελευταία της Αποκριάς. Τούτη η εποχή προκαλεί μια περίεργη συμπεριφορά που δεν τη βρίσκουμε αλλού, και που τώρα, κατά μεγάλο μέρος, έχει δυστυχώς σβήσει: οι μεταμφιέσεις, οι μάσκες, το μπογιάτισμα του προσώπου, τα ψεύτικα μουστάκια και τα γένια από γιδότριχα - όλα αυτά, με άφθονο πιοτό και άσεμνες χειρονομίες και φαιδρά χοροπηδήματα γύρω στις σκηνές, είναι ακόμα κάτι συνηθισμένο, δείγμα αγροτικού αποκριάτικου ενθουσιασμού· αλλά μπορεί να πάρει πιο σχηματοποιημένη μορφή. Διαλέγουν για νύφη έναν νέο πηχτά βαμμένο, με άλικο ρούχο και μακριούς βοστρύχους από γιδοτόμαρο, κι ένας άλλος της παρέας, μουστακαλής και ντυμένος με τομάρια, παρασταίνει το γαμπρό· άλλος ντύνεται παπάς, άλλος κουμπάρος, άλλοι καλεσμένοι του γάμου. Έπειτα τελείται, όχι πολύ ευλαβικά, ένας ψεύτικος χριστιανικός γάμος, κι ακολουθούν χοροί με πολύ λιγότερες αναστολές από κείνους που συνηθίζονται στον αληθινό γάμο. Οι νιόπαντροι αποσύρονται σε μια καλύβα και, μέσα στη γενική ιλαρότητα, διαδραματίζονται εκεί μέσα κωμικές αναπαραστάσεις εξαιρετικά άσεμνες. Ο γαμπρός βγαίνει σκάρτος και τον πετάνε έξω· ο ένας υποψήφιος μετά τον άλλο μπαίνει μέσα με καταφανείς υποσχέσεις, και όλους τους διώχνουν με τις κλοτσιές, ντροπιασμένους. Τέλος, εκλέγεται ο κατάλληλος άσος και, σε μια τελική παντομίμα θριαμβευτικής ασέλγειας, όλη η παρέα χορεύει γύρω στην καλύβα τραγουδώντας «Πώς το τρίβουν το πιπέρι», όπου οι χορευτές χτυπάνε εναλλάξ τις μύτες τους και τα οπίσθια τους στο χώμα, με μια κίνηση παλινδρομική που θα έδινα πολλά για να τη δω. Μια ψεύτικη βάφτιση ακολουθεί μια ψεύτικη γέννηση, και μίμοι ντυμένοι γύφτισσες χτυπάνε ο ένας τον άλλον με σακούλια γεμάτα στάχτη. Έπειτα σκάβουν έναν τάφο και θάβουν με ψεύτικη επισημότητα έναν Σαρακατσάνο σαβανωμένο, που τον σκεπάζουν με χαλίκια και κλαδιά· ανάβουν κεριά και λένε μοιρολόγια. Αλλά, με το χάραμα και το πρώτο κράξιμο του πετεινού, τα μοιρολόγια, οι θρήνοι, το τρίξιμο των δοντιών και το ξέσκισμα των ρούχων γίνονται πιο ρεαλιστικά, ώσπου στο τέλος η παρέα αρπάζει τον πεθαμένο από τα πόδια, κι εκείνος, μέσα στη γενική οχλοβοή, πετάγεται από τον τάφο· και τότε, καθώς ξημερώνει πια η μέρα, όλη η παρέα χορεύει έναν ομαδικό συρτό γύρω από τη φωτιά. Λένε ότι αυτά τα δρώμενα διώχνουν την αναβροχιά και εξασφαλίζουν άφθονες φυλλωσιές και χορτάρι για τα κοπάδια. Μια άλλη μίμηση ανάστασης είναι η γιορτή του Λαζάρου. Ένα παιδί ντυμένο σαν το λείψανο του Λάζαρου κείτεται σε κάθε καλύβα, σιωπηλό, κάπου μισή ώρα. Την άλλη μέρα, Κυριακή των Βαΐων, ένα μεγάλο ομοίωμα του Λάζαρου, καμωμένο από ανεμώνες και από τα άλλα λουλούδια που σκεπάζουν τα βουνά και τους κάμπους αυτή την εποχή, μεταφέρεται με πομπή από αγόρια, που κρατάνε επίσης μεγάλα πανέρια λουλούδια, με ειδικά τραγούδια και το λάλημα των κουδουνιών. (Αυτές οι αναστάσιμες φαντασμαγορίες θα μπορούσαν να δώσουν στους ειδικούς το κλειδί για να γυρέψουν αναλογίες με τις γιορτές του Άδωνι· θα βρίσκονταν πιθανώς στον σωστό δρόμο).

Η νηστεία της Σαρακοστής τηρείται με άτεγκτη αυστηρότητα. Σε μερικές στάνες, τη Μεγάλη Παρασκευή, οι γριές έδεναν δυο βέργες μαζί και σχημάτιζαν μια πρωτόγονη κούκλα με μια μπάλα από πανί για κεφάλι, όπου ζωγράφιζαν με κάρβουνο μάτια, μύτη και στόμα. Οι γυναίκες την τύλιγαν μ' ένα κουρέλι για σάβανο, την ξάπλωναν σ' ένα τραπέζι ή πάνω σ' ένα σωρό πέτρες και τραγουδούσαν όλη την ημέρα, ξανά και ξανά, τις εβδομήντα στροφές από το Μοιρολόι της Παρηγοριάς. Το έκαναν για να βοηθήσουν την Παναγία να ξεχάσει το θάνατο του Γιου της, κι έτσι παρηγορούσαν κι όποιον άλλον είχε κάποιο πένθος στη ζωή του. Όταν νύχτωνε, έσπαζαν την κούκλα κι έριχναν τα κομμάτια στο δάσος ή στη ρεματιά. Είδαμε ότι το Πάσχα, το κορύφωμα της χρονιάς για την Ορθοδοξία, είναι μικρότερη γιορτή γι' αυτούς τους βοσκούς· ανάβουν όμως μια μεγάλη φωτιά για να κάψουν ένα παραγεμισμένο ομοίωμα του Ιούδα.23 Αρματώνουν τα ζωντανά τους με τα βαριά μπρούντζινα κουδούνια τους την ημέρα του Ευαγγελισμού - στις 25 Μαρτίου - «όταν λαλήσει ο πρώτος κούκος». Σαλαγάνε τα κοπάδια για να δοκιμάσουν αν έχουν καλά ταιριάξει τα κουδούνια και τα ξαρματώνουν πάλι το βραδύτατε τα παιδιά φέρνουν γύρο τις καλύβες χτυπώντας τα κουδούνια και τραγουδώντας προς τιμήν τους ένα τραγούδι του Ευαγγελισμού· κρατάν ένα πανέρι λουλούδια, που οι μεγάλοι το γεμίζουν αυγά και χρήματα. Πρόσκαιρο σαν τα μανιτάρια, κάθε μικρό συγκρότημα καλυβιών έχει το καλαντάρι του, που καθορίζεται τόσο αυστηρά και τηρείται τόσο ευσυνείδητα όσο το εορτολόγιο μιας παλιάς μητρόπολης.

Η γιορτή του αγίου Γεωργίου είναι η πιο ευνοϊκή μέρα για βάφτιση. Τα μωρά που γεννιούνται αμέσως μετά θα πρέπει συνήθως να περιμένουν ένα χρόνο, αλλά τους δίνουν όνομα από την πρώτη στιγμή, και αν αρρωστήσουν, τα βαφτίζουν επί τόπου, χωρίς παπά, μήπως πεθάνουν και γίνουν μικροί βρικόλακες. Μια οικογένεια έχει κατά μέσον όρο πέντε ως δεκαπέντε παιδιά.

Οι τυχαίες εξώγαμες σχέσεις, η μοιχεία, το διαζύγιο, ο βιασμός και τα νόθα παιδιά είναι κάτι άγνωστο, κι αν τύχαινε κάποτε να βγει στη μέση ένα νόθο, ο θάνατος για όλους όσοι σχετίζονται με την υπόθεση θα ήταν η μόνη λύση. Αυτό δε γίνεται μονάχα για λόγους ηθικής· τούτα τα κακοσήμαδα παιδιά θεωρούνται η ενσάρκωση του Σατανά· φέρνουν την κατάρα στις σκηνές και στις καλύβες, κι αν μεγαλώσουν και πεθάνουν από φυσικό θάνατο, ένα φάντασμα βγαίνει από τον τάφο, που στοιχειώνει τις στάνες και ξεραίνει τα λιβάδια. Γάμοι από έρωτα δε γίνονται ποτέ· εκτός από τα άλλα μειονεκτήματα, θεωρούνται γρουσούζικοι, και πολλές φορές το ζευγάρι είναι εντελώς ξένοι μεταξύ τους. Επί Τουρκοκρατίας, τα κορίτσια συχνά τα πάντρευαν στα δώδεκα, μην τυχόν και τα πάρουν οι Τούρκοι στα χαρέμια τους. Τώρα, η συνηθισμένη ηλικία είναι ανάμεσα στα δεκαοχτώ και τα είκοσι πέντε· έτσι η νύφη έχει όλο τον καιρό να ετοιμάσει τα προικιά της. Ως τώρα τελευταία, οχτώ μέρες ήταν η κανονική διάρκεια για τις γιορτές του γάμου· οχτώ μέρες αγαλματένια ακινησία, σιωπή και νηστεία για τη νύφη και οχτώ μέρες εξοντωτικό ξεφάντωμα για το γαμπρό και την παρέα του: εποχή ελευθεριότητας, πρόσφορη σε κάθε λογής φάρσες και καταχρήσεις. Σε μια περίπτωση που ακούστηκε στα Άγραφα, ο γαμπρός κι η παρέα του άρπαξαν τα προικιά της νύφης και ντύθηκαν με τα ρούχα της. (Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πόσο συχνά παρουσιάζεται η μεταμφίεση σ' αυτά τα χωριάτικα όργια). Μια πρόσφατη και αδημοσίευτη ως τώρα πηγή ρίχνει νέο φως στο σκοτεινό δράμα του νομαδικού γάμου. Καμιά τριανταριά σελίδες παραπάνω, μίλησα για το σπαθί στη Μάνη που, με τη συμ-παθητική μαγεία, λένε ότι κόβει τα δεσμά του φόβου και της αιδημοσύνης ανάμεσα στους δυο νιόπαντρους ξένους, όταν βρεθούν επιτέλους μόνοι. Στα αγκαλιάσματα των Σαρακατσάνων, μια λεπίδα παίζει πολύ πιο άμεσο ρόλο. Όταν μείνουν μόνοι στην καλύβα, ξαπλωμένοι πάνω σε κλαδιά στρωμένα με κουβέρτες - γιατί σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει νυφικό κρεβάτι ή σεντόνι, και το γδύσιμο περιορίζεται μόνο στο απολύτως απαραίτητο - ο γαμπρός, με μια άξαφνη αριστοτεχνική έφοδο, δρασκελάει μ' ένα πήδημα τη νύφη, την αρπάζει από το σβέρκο και με γυμνωμένα δόντια και φλογισμένα μάτια ακουμπάει τη λεπίδα ενός στιλέτου στο λαιμό της· και κατά παράξενο τρόπο, αυτό το δοκιμασμένο από το χρόνο τέχνασμα φέρνει αποτέλεσμα· η αιδημοσύνη γίνεται αίμα που βράζει κι από τις δυο μεριές, η σύγχυση σκορπάει, το στιλέτο πετιέται μακριά και η ένωση συντελείται και ολοκληρώνεται βίαια μέσα στην αστραπιαία πάλη. Όπως φαίνεται, εξάλλου, οι μέρες και οι νύχτες που πέρασε η νύφη στη σιωπηλή κι ατέλειωτη αγρύπνια της, χωρίς να φάει ούτε να πιει και χωρίς να έχει το ελεύθερο να βγει από την καλύβα, δένει τα μέσα της σε φρικτούς κόμπους και μπορεί να προκαλέσει μόνιμες βλάβες και, σε σπάνιες περιπτώσεις, το θάνατο. Η αντιμετώπιση όλων των φυσιολογικών διαταραχών της γυναίκας από τους σκηνίτες είναι απόκρυφη και πρωτόγονη. Οι γυναίκες δε γδύνονται ποτέ, κάθε ξεγύμνωμα είναι αμαρτία, και φαίνεται πως υπάρχει κάποια αλήθεια στις φήμες που κυκλοφορούν στα χωριά, ότι ποτέ τους δεν πλένονται. Περιέργως, δε μυρίζουν σχεδόν καθόλου, ίσως εξαιτίας αυτής της φορεσιάς που τις περικλείνει σαν κέλυφος σκληρυμένο από το χρόνο. Ο πληροφοριοδότης που ανάφερα είχε παρευρεθεί στο θάνατο μιας γριάς Σαρακατσάνισσας. Δεν υπήρχε τρόπος να της βγάλουν τη χοντρή φορεσιά με τα γεωμετρικά σχέδια όπου ήταν κλεισμένη όπως σε κουκούλι, την έσκισαν λοιπόν μ' ένα μαχαίρι, και κείνοι που παράστεκαν έκαναν πίσω τρικλίζοντας, όπως οι θεατές στα εικονίσματα με την Ανάσταση του Λαζάρου. Όταν παντρευτεί, η κοπέλα δεν είναι πια μέλος της οικογένειας της και καμιά φορά δεν την ξαναβλέπει ποτέ· είναι σκλάβα στον άντρα της και στις γυναίκες της δικής του οικογένειας, ξένη μέσα στις ξένες καλύβες. Ήταν κανόνας, τον παλιό καιρό της αυστηρότητας, ότι η γυναίκα δεν μπορούσε να απευθύνει το λόγο στον άντρα της τα πρώτα χρόνια του γάμου· εκείνος πάλι δε θα τη φώναζε ποτέ με τ' όνομα της, κι έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια και να γεννηθούν πολλά παιδιά για να μπορούν κι αυτοί να συνομιλούν μπροστά στους άλλους.

Ο Χάρος είναι μια μόνιμη παρουσία και ο πιο φυσικός σύντροφος. «Είναι πάντοτε κοντά», λένε, όπως υποτίθεται ότι λένε και οι Τραππιστές καλόγεροι· «να τον θυμάσαι τρεις φορές την ημέρα». Ένας σκηνίτης που πεθαίνει στα βουνά πάει χωρίς μετάληψη και χωρίς άγιο μύρο. Αν τύχει και πεθάνει στο δρόμο -και οι δυο ετήσιες μετακινήσεις τους, που ρυθμίζονται με την αργή περπατησιά των κοπαδιών, μπορεί να κρατήσουν είκοσι πέντε ως τριάντα μέρες - τον ξαπλώνουν πάνω σ' ένα υποζύγιο, κι όταν ξεφορτώσουν, του ανάβουν ένα κερί τρία βράδια στη σειρά και βάζουν μια κούπα κρασί για να πιει η ψυχή του. Αν πέσει ο τσέλιγκας άρρωστος του θανατά, βουλώνουν τα κουδούνια, κι αν πεθάνει, όλα τα ζώα, ακόμα και τα γκεσέμια, ξαρματώνονται για πένθος. Όταν πατήσουν οι άντρες τα πενήντα και οι γυναίκες τα τριάντα, όλοι οι σκηνίτες, όσο καλοστεκούμενοι και να είναι, ταξιδεύουν με τη νεκραλλαξιά τους: μια καινούργια φορεσιά για να τους θάψουν μ' αυτήν. Ντυμένο στα καινούργια, ξαπλώνουν το λείψανο με το πρόσωπο αντίθετα από τον ήλιο, στο χώμα της καλύβας του ή της σκηνής του, με τα χέρια και τα πόδια δεμένα. Τους νέους τούς στολίζουν με λουλούδια και τους φοράνε δαχτυλίδι στα δάχτυλα κι ένα στεφάνι στο μέτωπο· βά-ζουν μια εικόνα στο κεφάλι τους κι ένα καντήλι στα πόδια. Οι συγγενείς αγρυπνούν τον νεκρό όλη νύχτα, μην τύχει και περάσει κανένας σκύλος, καμιά γάτα ή κότα από πάνω του. Στο τέλος, τυλίγουν το σώμα σε μια μάλλινη κουβέρτα ή σε δυο κάπες από γιδόμαλλο και το πάνε να το θάψουν πάνω σ' ένα νεκροκρέβατο από φύλλα και κλαδιά. Καθώς το σηκώνουν, κάποιος σπάζει ένα ξύλινο κουτάλι, και κανένας δεν κοιτάζει πίσω, γιατί φοβούνται το Χάρο που καραδοκεί εκειδά, γυρεύοντας καινούργια λεία. Τον παλιό καιρό, έθαβαν τον νεκρό χωρίς παπά: «πήγε άψαλτος», όπως λένε. Πριν τον σκεπάσει το χώμα, του λύνουν τα χέρια και τα πόδια και του σκίζουν τα καινούργια του ρούχα, ώστε να κινήσει πιο εύκολα «για εκεί που πάει». Αν είχε καμιά εκκλησία κάπου κοντά, θα τον έβαζαν εκεί· αλλά το βοσκό που πέθαινε στα βουνά, τον έθαβαν συνήθως κάτω από ένα βράχο ή ψηλά στην πλαγιά, απ' όπου θα μπορούσε να βλέπει κάτω τα κο-πάδια του, αν τύχαινε να ξανάρθουν καμιάν άλλη χρονιά. Δίπλα του έμπηγαν στο χώμα την γκλίτσα του, και στον τάφο της γυναίκας έβαζαν για σημάδι τη ρόκα της, με τ' αδράχτι και το νήμα. Εκείνη την έθαβαν με όλα της τα δαχτυλίδια και τις αλυσίδες και τα σκουλαρίκια και τη γιορτινή αρματωσιά της τα χρυσά φλουριά. Όταν οι δικοί της πήγαιναν και την ξέθαβαν, μετά από τρία, πέντε ή επτά χρόνια, για να μεταφέρουν τα κόκαλα της σ' ένα κουτί ή σε μια σακούλα (όπως κάνουν σε όλη την Ελλάδα), μάζευαν πίσω τα στολίδια, τα έπλεναν και τα παράδιναν στα παιδιά της. Καμιά φορά βρίσκουν τα κόκαλα του σκελετού απολιθωμένα, «δεν κόβονται»· αυτό σημαίνει ότι ο πεθαμένος έχει γίνει βρικόλακας, κι εδώ χρειάζεται η παρέμβαση του ιερέα και ο εξορκισμός, κι αφήνουν το σώμα ένα χρόνο ακόμα, να λιώσει. Άμα σου είχε πεθάνει γιος, το πένθος κρατούσε πέντε χρόνια, και για να δώσουν έμφαση σ' αυτόν τον καιρό της θλίψης, οι γυναίκες, καμιά φορά, φορούσαν τα ρούχα τους τα μπρος πίσω. Οι δυο πατροπαράδοτες ώρες της ημέρας για να πιάσουν το θρήνο είναι το δειλινό και η θαμπή ώρα προτού φέξει, όταν κρώζουν τα πρώτα κοράκια.

Απόσπασμα πό το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φερμορ "ΡΟΥΜΕΛΗ" των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.