Η Αλεξανδρούπολη είναι μεγάλη πόλη, αλλά οι Αλεξανδρουπολίτες δε μοιάζουν και πολύ με αστούς. Το αντίθετο Fermor 100μάλλον. Οι δημόσιοι υπάλληλοι από την Αθήνα γκρινιάζουν όταν τους τοποθετούν εδώ, και οι νεαροί αξιωματικοί που αντιμετωπίζουν αυτή την εξορία στη Θράκη βλέπουν ο ένας τον άλλονμε μισό μάτι. (Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Στις ιστορίες που διηγιέται ο φίλος μου ο Γιάννης ο Πελτέκης, που έζησε εδώ μικρός, επί Τουρκοκρατίας, η Αλεξανδρούπολη μοιάζει γεμάτη περιπέτεια και μυστήριο, σαν πολιτεία από τα Παραμύθια της Χαλιμάς).

Την είχα συμπαθήσει πάρα πολύ, ίσως επειδή ήταν η πρώτη ελληνική πόλη όπου βρέθηκα μετά από μερικά χρόνια απουσίας. Καταλάβαινα όμως ότι μια υπερβολικά μακριά διαμονή θα μπορούσε να μαράνει τα θέλγητρα της. Τη διαποτίζουν πολλοί από τους περιορισμούς μιας καινούργιας επαρχιακής πόλης, και οι βραδινές ώρες των αξιωματικών και των δημοσίων υπαλλήλων μετριούνται με γνωστά ανέκδοτα και χασμουρητά, και κανέναν καφέ ακόμα, και το κροτάλισμα από τις κεχριμπαρένιες χάντρες καθώς πέφτουν ανάμεσ' από δάχτυλα που συγκρατιούνται ενώ πάνε να σηκώσουν το μανικέτι και να δουν την ώρα· ξέρουν καλά πως είναι πολύ νωρίς για ύπνο. Η ανία της συντροφιάς, που δεν τη διάλεξες και που δεν αλλάζει ποτέ, παραμονεύει. Αν αξίζει ένα αστείο, αξίζει να το λες συχνά, σκέπτονται μερικοί· άλλοι, πιο απαιτητικοί, υποφέρουν έντονα από κάτι τέτοια μπαγιάτικα καλαμπούρια.

Ξαφνικά, ωστόσο, τα χασμουρητά στη βραδινή λεωφόρο σταμάτησαν, καθώς περνούσε μια αγριωπή, μοναχική και αλλότρια φιγούρα, που ούτε δρόμος ούτε σπίτι θα μπορούσε ποτέ να την περιορίσει: ένας άντρας τόσο αταίριαστος σ' αυτόν τον ήμερο περίγυρο όσο ένας λύκος στην καρδιά της Αθήνας. Ένα μαύρο καλπάκι από αδρό ύφασμα έγερνε τοποθετημένο στραβά στο κεφάλι του με τα αχτένιστα μαλλιά και τα μουστάκια. Το μαύρο σταυρωτό γελέκι του από υφαντό τραγόμαλλο ήταν χωμένο γύρω γύρω σ' ένα μαύρο ζωνάρι, κι από κάτω μια μαύρη χοντροϋφασμένη φουστανέλα με φαρδιές πτυχές τού έπεφτε κοκαλωτή ως τα γόνατα. Μαύρο στενό παντελόνι από το ίδιο χοντρό ύφασμα σκέπαζε τα μακριά του κανιά, και φορούσε από κείνα τα ελληνικά βουνίσια ποδήματα που γυρίζουν στην άκρη κατά πάνω, κυρτά σαν την πλώρη του μονόξυλου, και τελειώνουν σε μια μαύρη φούντα που σκεπάζει το πάνω μέρος του ποδιού. Οι χοντρές σόλες είχαν καρφιά που έξυναν το χώμα. Προχωρούσε βιαστικός, με μεγάλες δρασκελιές, στη μέση του δρόμου, και κοίταζε ίσια μπροστά του, σαν να ήθελε ν' αποφύγει τα μαγαρισμένα σπίτια. Κρατούσε στους ώμους του μια μακριά τσοπάνικη γκλίτσα, που κατάληγε σ' ένα φίδι σκαλισμένο στο ξύλο. Είχε θηλυκώσει τα χέρια του πάνω της· σ' αυτή τη στάση, σαν κάποιος που πετάει ή σαν Εσταυρωμένος, κρατάνε πολλοί βουνίσιοι τα ραβδιά και τα ντουφέκια τους. Σαρακατσάνος! Κάτω από τις σκονισμένες ακακίες, τα κεφάλια γύριζαν καθώς περνούσε και τα χτυπήματα των χαρτιών στα τραπέζια και το κροτάλισμα από τα πούλια του ταβλιού έσβηναν για μια στιγμή.
Σηκώθηκα και τον ακολούθησα από κάποια απόσταση.

Οι Σαρακατσάνοι με γέμιζαν πάντοτε δέος. Τους είχα πρωτοδεί χρόνια πριν, όταν περνούσα πεζός τη Βουλγαρία πηγαίνοντας κατά την Κωνσταντινούπολη. Ένας οικισμός από καλύβες όμοιες με κυψέλες, διάσπαρτος στους χειμωνιάτικους λόφους που κατηφόριζαν κατά τη Μαύρη θάλασσα, στάνες φτιαγμένες από χαμόκλαδα σκαρφάλωναν τις πράσινες πλαγιές και χιλιάδες πυκνόμαλλα μαύρα γίδια και πρόβατα έβοσκαν στο βροχερό τοπίο, ενώ τα βαριά μπρούντζινα κουδούνια τους γέμιζαν τον αέρα με το πολύφωνο και αρμονικό τους αλαλητό. Εδώ κι εκεί, σκούροι μονόλιθοι κάτω από τα κοράκια που πετούσαν γύρω, οι βοσκοί ακουμπούσαν σε γκλίτσες μακριές σαν δόρατα, με τα πρόσωπα τους σχεδόν χαμένα μες στις βαθιές κουκούλες από τις χωστές τραγόμαλλες κάπες τους που έφταναν ως κάτω· κάπες με τόσο τραχιά ύφανση και τόσο κοκαλωμένες από τη βροχή, ώστε οι κάτοχοι τους θα μπορούσαν σχεδόν να βγουν από μέσα και να τις αφήσουν να στέκονται όρθιες σαν σκοπιές. Διασχίζοντας με το άλογο την ελληνική Μακεδονία, τον επόμενο χρόνο, τους είδα πάλι, έμεινα μάλιστα και μια νύχτα σε μια από τις γεμάτες καπνό καλύβες τους. Αργότερα, τους συνάντησα πολλές φορές, σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα: στους κάμπους το χειμώνα, στα βουνά το καλοκαίρι· πάντα στη γραμμή του ορίζοντα ή στο μεσοδιάστημα. Γνήσιοι νομάδες, αυτοί οι αυτοδιόριστοι Ισμαήλ περιπλανιούνται στις παρυφές της καθημερινής ελληνικής ζωής, φευγαλέοι σαν αντικατοπτρισμοί· φανερώνονται στους θνητούς, μακριά, και μόλις τους παίρνει το μάτι σου. Ξαφνικά, το μεσοκαλόκαιρο, στα ψηλώματα της Πίνδου και της Ροδόπης και στις οροσειρές της Ρούμελης, όπως στρίβεις σε μια λαγκαδιά, ξεπροβάλλουν μπροστά σου τα πρόσκαιρα χωριουδάκια τους με τις κωνικές κατοικίες. Το χειμώνα, από ψηλά, από τα χιόνια που τους εξορίσανε, μπορείς να ξεχωρίσεις τα καλύβια τους συμμαζεμένα στους κάμπους, τον καπνό που ανεβαίνει και τα κοπάδια που βόσκουν. Την άνοιξη, τα ζώα τους και οι μακριές σειρές των καραβανιών τους, άλογα φορτωμένα με όλο τους το βιος, ξετυλίγονται ανεβαίνοντας τα βουνά όπου λιώνουν τα χιόνια, και σταθμεύουν για μια νύχτα σ' ένα προσωρινό χωριό από μαυρισμένες σκηνές· το φθινόπωρο τους κατεβάζει σαν ποτάμια από τα βουνά στους ξεραμένους κάμπους που γρήγορα θα τους πρασινίσουν οι βροχές. Τους βρίσκεις να πλέκουν με απόκλαδα και βέργες λυγαριάς τις ημισφαιρικές καλύβες που θα τους στεγάσουν για μια εποχή· καταφύγια που οι μαυριδερές και μαδημένες καλαμένιες σκεπές τους θα σημαδεύουν αργότερα το μέρος όπου καταστάλαξαν για λίγους μήνες κι ύστερα χάθηκαν. Καμιά φορά, ένα μακρινό γάβγισμα και ο ήχος των κουδουνιών φανερώνουν την παρουσία τους βαθιά μέσα στα δάση των πουρναριών ή σ' ένα καταπληκτικό φαράγγι όπου τίποτα άλλο δε σαλεύει εκτός από ένα ζευγάρι αετούς που ζυγιάζονται στον αέρα. Σχεδόν ποτέ δεν τους βλέπεις. Εκτός από αυτές τις σπάνιες εμφανίσεις, τούτη η φευγαλέα φυλή - περίπου ογδόντα χιλιάδες ψυχές, με κοπάδια που αριθμούν κάμποσα εκατομμύρια κεφάλια - έχει το χάρισμα να είναι αόρατη.

Αντίθετα από τους μισονομάδες της Ελλάδας -τους Κουτσόβλαχους και τους Καραγκούνηδες, που έχουν όλοι ορεινά χωριά από όπου αποδημούν και όπου ξαναγυρίζουν, αφού ταξιδέψουν μισό χρόνο για να βρουν βοσκές- οι Σαρακατσάνοι δεν έχουν δικό τους τίποτα πιο μόνιμο παρά τούτες τις κατοικίες από λυγαριά και βούρλο. Όλοι τους όμως λογαριάζουν για πατρίδα τους κάποια ράχη, κάποια στάνη ή κάποια οροσειρά, όπου έχουν βοσκήσει τα πρόβατα τους, αιώνες τώρα, κάθε καλοκαίρι. Οι καμπίσιοι τους βοσκότοποι αλλάζουν πιο εύκολα· σ' αυτά τα αβέβαια ενδιαιτήματα τους δεν αισθάνονται την ανάγκη να μείνουν πιστοί. Οι Σαρακατσάνοι του Βορρά είχαν τη μεγαλύτερη ακτίνα δράσης. Ο ξαφνικός κλοιός των συνόρων που ορθώθηκε μετά Βαλκανικούς Πολέμους δεν μπόρεσε να τους περιορίσει· σκορπίζονταν το φθινόπωρο σε όλη τη Νότια Αλβανία και, περνώντας τα κάτω σύνορα της Σερβίας, στο Μαυροβούνιο και την Ερζεγοβίνη και τη Βοσνία, ως μέσα στη Βουλγαρία, στους πρόποδες του μεγάλου Αίμου. Όσοι θεωρούσαν πατρίδα τους τα βουνά Ροδόπης - εκείνοι ακριβώς που ζούσαν στα ψηλώματα πάνω ' τους θρακιώτικους κάμπους - ήταν εξαιρετικά τολμηροί ως την έκταση των χειμερινών περιπλανήσεων τους. Όχι μόνο τραβούσαν κατά τα βορινά, σαν εκείνους που είχα δει κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά προτού γίνει ο Έβρος σύνορο απαραβίαστο, τα καραβάνια τους έφταναν ως την Κωνσταντινούπολη οι σκηνές τους υψώνονταν κάτω από τα τείχη του Θεοδοσίου. Άλλοι έστηναν τις εγκαταστάσεις τους στις ακρογιαλιές Μαρμαρά κι απλώνονταν στους πλούσιους πράσινους λόφους, στα Δαρδανέλια. Πολλοί περνούσαν τον Ελλήσποντο και σκήνωναν στον κάμπο της Τροίας. Ορισμένοι τολμηροί νομάδες συνέχιζαν το δρόμο τους ως τα λιβάδια της Βιθυνίας και ξεχειμώνιαζαν κάτω από τις λεύκες, ή προχωρούσαν ίσαμε την Καππαδοκία και σκόρπιζαν τα κοπάδια τους στην ηφαιστειακή έρημο γύρω από τα μοναστήρια που είναι σκαμμένα στους βράχους του Uergueb). Οι τολμηρότεροι απ' όλους έφταναν ως το Ικόνιο, τον τόπο του Τζελαλεντίν (μυστικός ποιητής του ισλάμ) και μητρόπολη των περιδινούμενων δερβισάδων. Ποτέ τους δε θεώρησαν εκπατρισμό αυτά τα μακρότατα ταξίδια: ως τον Ξεριζωμό, μετά το 1920, το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας ήταν τμήμα του ελληνικού κόσμου· και ακόμα και πέρα από τα όριά της υπήρχαν αρχαίες ελληνικές αποικίες. Είχαν εγκατασταθεί εδώ πριν από χιλιάδες χρόνια, είχαν περιοριστεί από το τελευταίο κύμα των Σελτζούκων Τούρκων σε διάσπαρτες νησίδες Ελληνισμού, αλλά επιζούσαν ακόμα και ευημερούσαν. Τα αόρατα σύνορα του νομαδισμού επικαλύπτονταν μεταξύ τους και συμπλέκονταν με τα σύνορα εκείνων των άλλων περιπλανώμενων ποιμένων, των Γιουρούκηδων. Αυτοί οι Ανατολίτες βοσκοί, κατ' όνομα μουσουλμάνοι, έβοσκαν τα κοπάδια τους στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας αιώνες προτού νά 'ρθουν οι Σελτζούκοι· ανταποδίδανε μάλιστα πότε πότε τις αποδημίες, φτάνοντας ως τη Μακεδονία. Δεν είναι λοιπόν να απορείς που κάποια αχλύ θρύλου τυλίγει τους Σαρακατσάνους.

Ένα τέταρτο της ώρας μετά από τη στιγμή που τον πήρε το μάτι μου, καθόμουνα σ' ένα τραπέζι δίπλα στον μοναχικό σκηνίτη. Γύρω μας ήταν τα σιδεράδικα και οι σαράτσηδες (τεχνίτες που κατασκεύαζαν σέλες και χαλινάρια) των περιχώρων· οι γέροι τεχνίτες είχαν καθίσει να καπνίσουν ήσυχα το ναργιλέ τους, αφού σκόλασαν από τη δουλειά. Τον παρακολουθούσα καθώς παράγγελνε κι έπινε τον καφέ του και σκεφτόμουνα πώς να του πιάσω κουβέντα. Σε λίγο, χτυπώντας τις ροζιασμένες παλάμες του, κάλεσε τον καφετζή κι ετοιμάστηκε να φύγει. Ο καφετζής ήρθε με μια αγκαλιά ψιλολογίτικα αντικείμενα κι ένα παιδί που οδηγούσε ένα άλογο. Ο Σαρακατσάνος καβαλίκεψε κι ακούμπησε την γκλίτσα του πλαγιαστή στα γόνατα του, ο καφετζής τού έδωσε δυο λαμπάδες, σχεδόν ένα μέτρο η καθεμιά, στολισμένες με άσπρες σατέν κορδέλες και φιόγκους· έπειτα ήρθαν τα χιονάτα μπιχλιμπίδια που, όπως ξέρω σαν παθός, ο κουμπάρος συνεισφέρει για το στεφάνωμα του γαμπρού και της νύφης στον ορθόδοξο γάμο. Είχε μικρότερες λαμπάδες, μέτρα σατέν μέσα σε σκούρο χαρτί, δέματα με γλυκά, και τέλος το κουτί με τα ίδια τα στέφανα, φτιαγμένα από χρυσοπάφιλα. Η τύχη μου γύρισε: καθώς ο Σαρακατσάνος έδινε μια κλοτσιά του αλόγου του και ξεκινούσε, ένα τούλινο σακουλάκι με κουφέτα γλίστρησε κι έπεσε στα χώματα. Έσκυψα βιαστικά και το 'πιασα, έτρεξα πίσω του και, καθώς η καλή μου τύχη κρατούσε ακόμα, θυμήθηκα, όπως του το έδινα, να προφέρω την τυπική φράση που λεν οι καλεσμένοι του γάμου στον κουμπάρο· είναι μια διασκευή είτε από το δέκατο κεφάλαιο του κατά Λουκάν είτε από την Πρώτη Επιστολή προς Τιμόθεον: «Άξιος ο μισθός σου». Εκείνος τράβηξε τα γκέμια, ακούμπησε το δεξί του χέρι στο στήθος κι έσκυψε το κεφάλι ευχαριστώντας με επίσημα. Έπειτα, αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω και στάθηκε λίγο, με ρώτησε με βαριά χωριάτικη προφορά από πού είμαι. Του είπα, και τον ρώτησα πού θα γίνει ο γάμος.
- Αύριο, στη Συκαράγη, (Συκκοράχη) είπε, δυο ώρες δρόμο από δω.
Στάθηκε πάλι μια στιγμή κι είπε:
- Κόπιασε και του λόγου σου.
Έγειρε πάλι ευγενικά το κεφάλι, και με την γκλίτσα του και τις λαμπάδες του που εξέχανε από δω κι από κει και τις σατέν κορδέλες ν' ανεμίζουν γύρω του, ξεκίνησε μέσα στο κροτάλισμα των πετάλων.

Απόσπασμα πό το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φερμορ "ΡΟΥΜΕΛΗ" των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.