Την επομένη, οι ράγες του τρένου προχωρούσαν παράλληλα με την Εγνατία Οδό, το δρόμο που έπαιρναν οι λεγεώνες από την Αδριατική για την Κωνσταντινούπολη: ένα νήμα όπου είναι πε-ρασμένη η Αλεξανδρούπολη και καμιά ντουζίνα ακόμα αρχαίες πολιτείες.
Το τρένο που μας μετέφερε πάνω στη στενή σιδηροδρομική γραμμή έμοιαζε παλιοκαιρίτικο σαν άμαξα μουσείου. Ψηλό και στενό, το βαγόνι ήταν βαμμένο έτσι ώστε ν' απομιμείται την υφή του κίτρινου ξύλου και ταπετσαρισμένο με μαδημένο βελούδο με φούντες.
Αυτό το γοητευτικό βαγόνι, ό,τι έπρεπε για δυο ταξιδιώτες από κάποιο βιβλίο του Ιουλίου Βερν, μας πήγαινε ταρακουνώντας σ' ένα αφύσικο ύψος, κάτω από τον θρακιώτικο ουρανό, πάνω από φαράγγια και πλατανώνες, χαλικοστρωμένες κοίτες ποταμών και θαμνοσκέπαστες πλαγιές.
Οι αρχαίοι θράκες κρατούσαν τις φοράδες τους με τα κεφάλια προς την ίδια κατεύθυνση με τον άνεμο, ώστε να μπορέσει ο άνεμος να τις γονιμοποιήσει. Από ποιο διάσελο της Ροδόπης ήρθε φρουμάζοντας αυτό το αόρατο άτι; Κάθε τόσο περνούσαμε ξεμοναχιασμένους σταθμούς χωροφυλακής και παρατηρητήρια χτισμένα πάνω σε πασσάλους, το καθένα τους βάθρο ενός στρατιώτη με οπλισμό και κράνος· θύμιζαν πόσο κοντινά και πόσο επίφοβα ήταν τότε τα βουλγαρικά σύνορα. Ριγμένα ανάμεσα στα δέντρα και στις φτέρες, ανατιναγμένα εκεί από τις νάρκες του αντάρτικου, σκουριασμένα λείψανα βαγονιών έμεναν θλιβερά θυμητάρια του εμφύλιου πολέμου. Το τοπίο παλλόταν ολόκληρο μες στο καταμεσήμερο.
Σαν να πετούσε ο ιδιοκτήτης της πλάι μας, μια εύθυμη αξύριστη φάτσα παρουσιάστηκε στο ψηλό πλαίσιο του παραθύρου. Ήταν ο ελεγκτής των εισιτηρίων. Αφού σκαρφάλωσε μέσα κι έβαλε στην τσέπη του τα εισιτήρια μας, τον είδαμε να συνεχίζει τον επικίνδυνο δρόμο του, σαν διαρρήκτης, στο εξωτερικό σανίδωμα του βαγονιού, που δεν είχε διάδρομο. Ένα ανοιχτό βαγόνι για ζώα ήταν προσκολλημένο στο πίσω μέρος του τρένου: από κει μάς έφερνε ο αέρας βραχνά τραγούδια, και μια γαλάζια σημαία ανέμιζε ψηλά, πάνω σ' ένα κοντάρι. Ο ελεγκτής, που επιστρέφοντας είχε στρωθεί στο βαγόνι μας για κουβέντα, επιβεβαίωσε την υπόθεση μας:
- Ναι, έχουμε ένα γαμπρό Σαρακατσάνο που πάει να παντρευτεί στη Συκαράγη. Μέρες τώρα πίνουν!...
Όταν φτάσαμε στον επόμενο σταθμό, ολόκληρη η παρέα, με τη σημαία να κυματίζει, πήδησε φωνάζοντας και τραγουδώντας και όρμησε σε μια μικρή συντροφιά κάτω από μια ακακία. Ο γα-μπρός κι οι βλάμηδες γύρισαν ύστερα από λίγο φέρνοντας μαζί τους τη νύφη. Αυτή η φιγούρα, ντυμένη με μια κοκαλωτή ασπρό¬μαυρη φορεσιά όλο γωνιώδη σχέδια, παράξενη σαν τις φορεσιές των Αζτέκων, σηκωμένη ψηλά στα χέρια που την αιχμαλώτισαν, πέρασε όλο το μάκρος του τρένου ακίνητη και σιωπηλή, σαν άγιο εικόνισμα που το μεταφέρουν από το ένα προσκύνημα στο άλλο. Όπως την κουβαλούσαν τρέχοντας, είδα πως το κοντάρι στο φλάμπουρο του σημαιοφόρου είχε στην κορφή ένα ρόδι. Ένας άλλος κρατούσε έναν ξύλινο σταυρό με κορδέλες, με ένα άλλο ρόδι στερεωμένο στην κορφή, κι ακόμα δυο σε κάθε άκρη του σταυρού. Όταν ανέβηκαν, αρκετοί από την παρέα του γαμ¬πρού πυροβόλησαν με τα ντουφέκια τους στον αέρα: τραγούδια και σποραδικοί πυροβολισμοί μάς συνόδεψαν σε όλο το υπόλοιπο ταξίδι.
-Παράξενοι άνθρωποι, είπε συγκαταβατικά ο ελεγκτής, αφού πλατάγισε τη γλώσσα του επικριτικά καμιά δεκαριά φορές.
Χωρίς άλλο, αποτελούσαν αντίθεση με το αγέρωχο βικτωριανό μεγαλείο του τρένου μας. Ο γαμπρός, μάθαμε, ήταν γιος ενός μεγάλου τσέλιγκα - αρχηγού μιας πάτριας, να πούμε, στους Σαρακατσάνους βοσκούς - και μάλιστα αρχιτσέλιγκα, με τ' όνομα Κώστας Ζώγας, που ξεχειμώνιαζε στη Συκαράγη και το καλοκαίρι έβοσκε τα κοπάδια του στα βουνά της Ροδόπης· ο πατέρας της νύφης, άλλος αρχιτσέλιγκας που τον έλεγαν Βρυσά, έβοσκε τα πρόβατα του στα ίδια καλοκαιρινά βοσκοτόπια και ξεχειμώνιαζε κοντά στο Σουφλί, στις όχθες του Έβρου.
-Όταν τους βλέπεις μες στις αχυροκαλύβες τους, με τις παλιές τους τις κάπες, εξακολούθησε ο ελεγκτής, θαρρείς πως είναι φτωχοί. Εμένα μου λες! Έχουν αυτοί παρά με το τσουβάλι. Με το σταμνί καλύτερα: γεμίζουν σταμνιά με χρυσές λίρες και τις θάβουν, κανείς δεν ξέρει πόσες. Περιουσίες ολόκληρες θαμμένες στο χώμα...
Το τρένο έκανε σταθμό στη Συκαράγη. Ήταν ένα ολόκληρο χωριό σαρακατσάνικες καλύβες, με ομορφοκαμωμένες αχυρένιες σκεπές, γιγάντιες κυψέλες που στρογγύλευαν και ύστερα στένευαν, φτιαγμένες με σειρές κομμένα καλάμια που πατούσαν η μια πάνω στην άλλη, τέλεια συναρμολογημένες σαν τις φολίδες στη ράχη ενός εφτάζωνου αρμαδίλλου. Είχαν στην κορφή ξύλινους σταυρούς και δίπλα τους τρύπες μες στο άχυρο, από όπου έβγαινε στριφογυρίζοντας λεπτός γαλάζιος καπνός. Μαυροντυμένοι Σαρακατσάνοι στριμώχνονταν γύρω στο γαμήλιο βαγόνι· κατέβασαν τη νύφη κάτω, και μέσα σε μια συναυλία από φωνές, καλωσορίσματα και μπαταριές των όπλων, ολόκληρο το πλήθος ξεκίνησε για τη μικρή άσπρη εκκλησία. Το τρένο, βγάζοντας ένα σφύριγμα με την αντίστοιχη υποχρεωτική συνοδεία του ατμού, χάθηκε με τραντάγματα στο βάθος της κοιλάδας.
Μέσα, δυο σειρές κολόνες στήριζαν τον άσπρο κυλινδρικό θόλο της βασιλικής. Ένα χρυσωμένο εικονοστάσι στραφτοκοπούσε· από πάνω μας κρεμόταν ένας μεγάλος πολυέλαιος· τον αποτελούσαν βυζαντινοί δικέφαλοι αετοί που ένωναν τις μπρούντζινες φτερούγες τους σχηματίζοντας στεφάνι, και στο κέντρο ήταν κρεμασμένο ένα αυγό στρουθοκαμήλου. Είχε θόρυβο και ζέστη πολλή εκεί μέσα, και ξύλινα φλασκιά κρεμασμένα με δερμάτινα λουριά και γεμάτα ζεστό κόκκινο κρασί κυκλοφορούσαν ελεύθερα ανάμεσα στο εκκλησίασμα. Τα λυτά γαλαζόμαυρα μαλλιά του λειτουργού - ενός δυναμικού άντρα με κορακάτα γένια και άσπρο φαιλόνι που το χώριζε στα δύο ένα πλατύ ασημογάλαζο πετραχήλι - έπεφταν σαν καταρράχτης ως τη μέση του, άφθονα όπως της Μακρομαλλούσας του παραμυθιού. Η ψαλμωδία του υψωνόταν ηρωικά και αβίαστα πάνω από την οχλοβοή. Όλα τα πρόσωπα ήταν ηλιοκαμένα, μερικά είχαν αετίσια κατατομή και γαλανά μάτια, και τα μαλλιά πολλών από τους βοσκούς, ξασπρισμένα από τον ήλιο, είχαν ένα λιναρένιο ξανθό χρώμα. Αν εξαιρέσεις τον ιερέα, τα μόνα σοβαρά πρόσωπα εκεί μέσα ήταν του γαμπρού και της νύφης. Η ντροπαλή έκφραση της νύφης, με τα χαμηλωμένα της μάτια κάτω από το λουλουδένιο στεφάνι της και τον μικρό γαλάζιο σταυρό που ήταν κατά παράξενο τρόπο ζωγραφισμένος με μολύβι ή με μπογιά στο μέτωπο της, δεν άλλαξε ούτε στιγμή. Ο γαμπρός φορούσε ένα χρυσοκέντητο κόκκινο βελούδινο γελέκι, ζωνάρι μεταξωτό με τα κυανόλευκα ελληνικά χρώματα, φουντωτή άσπρη φουστανέλα και μακριές κάλτσες και τι απογοήτευση! - μαύρα μυτερά παπούτσια αστού. Το πρόσωπο του, μάλλον κοινό για Σαρακατσάνο, ήταν μια μάσκα όπου μπερδευόταν ο ανδρισμός με τη σοβαρότητα. Μόνο σ' ένα πράγμα ήταν διαφορετικό το ντύσιμο του από τη γιορτινή φορεσιά των ορεσίβιων Ελλήνων: μαύρα μάλλινα περιβραχιόνια κεντημένα με τις ειδικές σαρακατσάνικες τεθλασμένες τύλιγαν τα μπράτσα του κάτω από φαρδιά άσπρα μανίκια που έφταναν ως τον αγκώνα. Με όλη την αναμπουμπούλα, το μυστήριο προχωρούσε αδιατάρακτο. Από τις δυο μεριές ενός τραπεζιού, που το είχαν στήσει στη μέση της εκκλησίας, δυο μικρά τσοπανόπουλα κρατούσαν τις ψηλές λαμπάδες με τις κορδέλες, σαν κοντάρια που στήριζαν εραλδικά εμβλήματα. Ο κουμπάρος άλλαξε τα ψιλολογίτικα στέφανα με τ' άσπρα λουλούδια από το ένα κεφάλι στο άλλο και ταχτοποίησε και ξαναταχτοποίησε τα χέρια τους και τα έδεσε με κορδέλα, κι έκανε κι άλλους πιο περίπλοκους χειρισμούς με τα δαχτυλίδια και φίλησε κι αυτός ξοπίσω τους το φουσκωτό ασημένιο δέσιμο του Ευαγγελίου που τους έτεινε ο ιερέας. Χέρι με χέρι, ακολουθώντας τον ιερέα κάτω από έναν καταιγισμό ρυζιού και κουφέτων, τους συνόδεψε τρεις φορές γύρω στην τράπεζα, σ' έναν αργό και επιβλητικό χορό. Περισσότερο από κάθε άλλη φάση της επίσημης αυτής τελετής - γιατί το κρασί που δίνουν είναι απλώς μια ανάμνηση του γάμου στην Κανά της Γαλιλαίος - αυτός ο μεγαλόπρεπος ιερατικός χορός καθαγιάζει και σφραγίζει το μυστήριο.
Έξω, στο φως του ήλιου, όλα ήταν πάλι ξεγνοιασιά, φλάμπουρα που κυμάτιζαν και σμπάρα. Προχωρήσαμε ανάμεσα από τις σκηνές ως το σπίτι, που το είχε χτίσει ο πατέρας του γαμπρού ρίχνοντας πρόσφατα ρίζες στο χειμαδιό του. Καθώς το νιόπαντρο ζευγάρι πατούσε το κατώφλι, κάποιος έδωσε στο γαμπρό ένα κόσκινο, κι εκείνος το πέταξε πίσω από τον ώμο του: πράξη που λένε πως αποτρέπει τη διχόνοια ανάμεσα στο αντρόγυνο. Φίλησαν κι οι δυο το χέρι του πεθερού, το ακούμπησαν μια στιγμή με σεβασμό στο μέτωπο τους και εξαφανίστηκαν μέσα από τ' ανώφλι. Ο χτεσινός μου φίλος, ο μπαρμπα-Πέτρος, μας παρουσίασε σ' εκείνον τον ποιμενικό άρχοντα. Μας καλωσόρισε με τον ίδιο τρόπο, προσκλίνοντας ευγενικά με το χέρι στο στήθος, και μας έμπασε μέσα.
Οι καλεσμένοι κάθονταν στο χαμηλό μεντέρι ολόγυρα στο δωμάτιο και στριμώχνονταν σταυροποδιαομένοι πάνω στα κιλίμια που ήταν στρωμένα στο πάτωμα. Με κάθε καινούργιο καλεσμένο που έμπαινε, τερέριζαν ένα καλωσόρισμα, ενώ μαυρομαντιλούσες θειες και γιαγιάδες πρόσφεραν στους νεοφερμένους πιατάκια με μια κουταλιά γλυκό, ένα ποτήρι νερό και μια δαχτυλήθρα ρακί.
- Μάνα, ήρθαν οι φίλοι μας, φίλοι προσκαλεσμένοι· τραγουδούσαν.
- Έβγα, μάνα, καρτέρει τους, να τους καλωσορίσεις με μέλι και με ζάχαρη, με τα χρυσά τα λόγια.
Το δωμάτιο γέμιζε σιγά σιγά από μορφές με σκούρες φορεσιές, που κάθονταν με τα χοντροπαπουτσωμένα ποδάρια τους σταυρωμένα από κάτω τους, ή με το ένα απλωμένο φαρδύ πλατύ, να ορθώνει σε περίεργη θέση ένα πόδημα με καρφιά και, εδώ κι εκεί, ένα τσαρούχι με φούντα, ενώ το άλλο πόδι το κρατούσαν με το χέρι από το καλάμι. Μερικοί κάθονταν με τα χέρια δεμένα γύρω στα διπλωμένα τους γόνατα, άλλοι ακουμπούσαν με τη ράχη στον τοίχο ή στο μεντέρι, με το ένα γόνατο σηκωμένο να στηρίζει το απλωμένο τους χέρι, που τα δάχτυλα του άφηναν να πέφτουν, μία μία, κάθε λίγα δευτερόλεπτα, οι κεχριμπαρένιες χάντρες ενός κομπολογιού. Ήταν όλοι ξαπλωμένοι με νωχέλεια, αλλού χέρι, αλλού πόδι. Πάνω από τη συντροφιά ξεπετάγονταν παντού σαν αγκάθια οι γκλίτσες· τις είχαν πλαγιασμένες στα πόδια τους ή ριγμένες λοξά στους ώμους· μερικές τις κρατούσαν στητές με τους ροζιασμένους γρόθους τους και η μύτη τους στηριζόταν στο πάτωμα. Άλλες ήταν ακουμπισμένες στον τοίχο, και η πάνω άκρη του κάθε πολυμεταχειρισμένου ραβδιού εφάρμοζε σε μια διαφορετική στριφτή λαβή σκαλισμένη σε σχήμα δελφινιού, δράκοντα, κριαρίσιου κεφαλιού ή φιδιού. Δυο από αυτές, λες και ανήκαν σε αγροτικούς ποιμενάρχες, είχαν ατσαλένιες σπείρες σαν την ποιμαντορική ράβδο των καθολικών επισκόπων. Λιγοστοί μόνον από τους καλεσμένους φορούσαν μαύρη φουστανέλα. Οι άλλοι είχαν χοντρά μαλλιαρά μαύρα στενά παντελόνια. Ένας ή δυο από τους πιο αγριωπούς και ασουλούπωτους είχαν στα πόδια τσαρούχια από δέρμα ακατέργαστο που κατάληγαν μπροστά σε ανασηκωμένες μύτες· τα φορούσαν πάνω από άσπρες μάλλινες ταινίες που τύλιγαν τα πόδια τους, δεμένες σταυρωτά στους φασκιωμένους αστραγάλους τους με φαρδιά πέτσινα λουριά. Όλοι τους φορούσαν στραβά και μάγκικα τα μαλακά μαύρα καλπάκια τους. Εκτός από τον ασπροφορεμένο γαμπρό με την πτυχωτή φουστανέλα, που στεκόταν στην πόρτα και δεχόταν, με την είσοδο του κάθε καλεσμένου, σκληρόπετσες χειραψίες και τριχωτούς ασπασμούς, όλοι σχεδόν μέσα στο δωμάτιο ήταν προχωρημένοι στην ηλικία ή μεσόκοποι. Μερικοί είχαν πολλά χρόνια στη ράχη τους, όλοι όμως ήταν κοσονάτοι, με πρόσωπα ψημένα από τους καιρούς: ψηλοί, κρεμανταλάδες, ασπρομούστακοι, σεβάσμιοι και ακατάλυτοι πατριάρχες, τσελιγκάδες και αρχιτσελιγκάδες και βοσκοί με το έχει τους απ' όλη τη Θράκη. Δυο από αυτούς, αταίριαστοι ανάμεσα στους άλλους, έμοιαζαν σαν δάσκαλοι, με σιδεροτριγυρισμένα ματογυάλια μπαλωμένα με σύρμα. Οι γέροντες χάριζαν στην κάμαρα την αίγλη μιας αξιοσέβαστης κι αποκλειστικής λέσχης.
Σχεδόν δεν το πίστευα πως καθόμουν επιτέλους με μερικούς από αυτούς τους άπιαστους και μυθικούς άντρες. Κουβέντιαζαν με βρυχηθμούς. Συνηθισμένοι να φωνάζουν ο ένας στον άλλον κόντρα στον άνεμο από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τη φωνή τους όταν βρίσκονται σε κοντινή απόσταση· η παραμικρή κουβέντα τους γίνεται με φωνή στεντόρεια. (Η άλλη εναλλακτική περίπτωση είναι ένα συνωμοτικό και σχεδόν ανάκουστο ψιθύρισμα, όπου καταφεύγουν ξαφνικά αν αντιληφθούν κάποια ενοχλημένη έκφραση στο πρόσωπο του συνομιλητή τους). Το άρωμα της στάνης έπηζε στον αέρα, μαζί με τη μυρωδιά του ακατέργαστου καπνού. Κάθε τόσο μια εξαίσια κνίσα ψητού έμπαινε απέξω. Πότε πότε επίσης αισθανόσουν εκείνη την ελαφριά αποφορά του τσουρουφλισμένου ρούχου, από την ξεραμένη ίσκα που χρησιμοποιούν για προσάναμμα. Κρατάνε μια πρέζα κοντά σ' ένα κομμάτι ατσάλι που έχει σχήμα μαγνήτη και που το χτυπάνε με την τσακμακόπετρα ώσπου να πιάσει η ίσκα φωτιά· έπειτα ανάβουν τα τσιγάρα που στρίβουν, ή την αφήνουν πάνω στα τριμμένα φύλλα, μέσα στο λουλά των χειροποίητων τσιμπουκιών τους. Όταν τελειώσει η περίπλοκη διαδικασία, τυλίγουν όλα αυτά τα σύνεργα σε μια θήκη από γιδοτόμαρο και τα χώνουν στις δίπλες του ζωναριού τους.
Δεν τα καταφέρνω και τόσο να ξεχωρίζω την προφορά κάθε ελληνικής περιοχής, αλλά οι βαριοί χωριάτικοι φθόγγοι τους δεν ηχούσαν το ίδιο μ' εκείνους που είχα ακούσει ως τώρα στη Θράκη. Έμοιαζαν μάλλον με τη διάλεκτο που μιλάνε στη Ρούμελη και σε ορισμένα μέρη της Ηπείρου, πολύ δυτικότερα· μια προφορά που κόβει τα τελικά φωνήεντα και πολλά από τη μέση των λέξεων επίσης. Κάνει την ομιλία να ηχεί περίεργα κοφτή και γεμάτη σύμφωνα. Ήταν ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβεις τις κουβέντες των Σαρακατσάνων, γιατί έχουν ένα εκτεταμένο και απόκρυφο λεξιλόγιο για τα καθέκαστα της δουλειάς τους: για τις διάφορες πηγές και τα είδη του χόρτου, για το πώς να χτίζεις τα καλύβια και να ταιριάζεις τα κουδούνια, για τις ράτσες των προβάτων και των γιδιών και των αλόγων και των τσοπανόσκυλων. Έχουν δικές τους εκφράσεις για το μαρκάλο και το γέννο, το απόκομμα, τον κούρο, το λανάρισμα, το γνέσιμο, το άρμεγμα, το βράσιμο του γάλακτος, το ζεμάτισμα, το στράγγισμα, το πλέξιμο των καλαθιών, την ανίχνευση των μονοπατιών, το στήσιμο των σκηνών, το σήκωμα του καταυλισμού, το σκάλισμα της ποτίστρας και το μάντεμα του καιρού - για όλα αυτά που γύρω τους περιστρέφεται η ζωή τους. Πώς θα μπορούσε ένας κοινός θνητός να ξέρει πως ένα κοκκινωπό ή σκουρομούτσουνο πρόβατο λέγεται κατσνούλα ή πως, όταν τους βάζουν κουδούνια, λένε ότι «σιδερώνουν» ή «αρματώνουν» τις κατσνούλες; Ή πόσων οκάδων μπρούντζινο κουδούνι, και με ποιον τόνο, πρέπει να κρεμάσουν γύρω στο λαιμό του γκεσεμιού; Ή πως ο καλύτερος καιρός για ν' αρματώσεις τα κοπάδια είναι της Ανάληψης, «σαν ακουστεί ο πρώτος κούκος»; Τέτοια ήταν τα θέματα που γέμιζαν βαβούρα το δωμάτιο.
Μ' αυτό το σταυροπόδιασμα στα χαμηλά μεντέρια ή στο στρωμένο πάτωμα έβλεπες τη ζωή από μια καινούργια σκοπιά. Ήταν παράξενο να σηκώνεσαι ξαφνικά όρθιος και να κοιτάζεις πέρα από το κενό πάνω μέρος της κάμαρας, ανάμεσα σε δυο δέσμες ηλιαχτίδες (κομμένες από τα κάγκελα του παράθυρου σε τρισδιάστατα παραλληλόγραμμα, γαλάζια από τον καπνό, που έπεφταν λοξά πάνω στο πλήθος), τα εικονίσματα που τρεμόφεγγαν στην άλλη άκρη· κι ύστερα να χαμηλώνεις πάλι το βλέμμα σου κάτω στα μαύρα καλπάκια και τις γκλίτσες από καμιά εκατοστή σκηνίτες, που ξεπετάγονταν ολούθε.
Ο μπαρμπα-Πέτρος μου έδειχνε τις σημαντικές προσωπικότητες:
- Ο μπαρμπα-Γιώργος από κει, με το ένα μάτι - είναι από τους πιο μεγάλους τσελιγκάδες της Ροδόπης: έχει πάνω από δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα και λέω πως πρώτη του φορά μπαίνει σε σπίτι μέσα. Εκείνος που μιλάει μαζί του είναι ενενήντα τριών χρονών· έβοσκε άλλοτε τα κοπάδια του κοντά στις Σαράντα Εκκλησιές - Κιρκ Κιλισέ το λένε οι Τούρκοι - μακριά, πέρα από την Αδριανούπολη. Έπειτα, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, οι Τούρκοι κλείσανε τα σύνορα, κι έτσι τώρα έχει τα χειμαδιά του στο γιαλό, δυτικά από δω, κάτω από την Ξάνθη. Εκείνος εκεί, με το σημάδι στο κούτελο, ξεχειμώνιαζε ανάμεσα στο Χάσκοβο και τη Στάρα Ζαγορά - εκεί να δεις χορτάρι! - αλλά τώρα με τους κερατάδες τους Βουλγάρους αναγκάστηκε να βρει αλλού... Είχα κι εγώ λίγα, μα καλά. Τα έβοσκα εκεί κατά την Κίο, στη Βιθυνία, κοντά στη Νίκαια, από τη μεριά της Ασίας. Πάνε χρόνια και χρόνια... Τα καΐκια που περνούσανε τη Θάλασσα του Μαρμαρά άκουγαν τα κουδούνια μου... Αλλά όλοι από τη Ροδόπη είμαστε...
Τον ρώτησα τι σημαίνει το όνομα Σαρακατσάνοι, και του είπα ότι, καθώς είχα ακουστά, ήταν στην πραγματικότητα Καρακατσάνοι, τούρκικη λέξη που σημαίνει «οι μαύροι που πάνε αλλού», «οι μαύροι αποδημητές». Έκλεισε τα μάτια του κι έριξε πίσω το κεφάλι, πλαταγίζοντας τη γλώσσα του αρνητικά:
- Τς, τς! Δεν είναι σωστό. Εμείς δεν ξέρουμε, αλλά μερικοί λένε ότι πήραμε τ' όνομα μας από το χωριό το Συράκο, στην Ήπειρο. Ο Αλή-πασάς, λέει, έκαψε το χωριό και μας έδιωξε και μας άφησε από τότε να τριγυρίζουμε εδώ κι εκεί.
Του είπα ότι το Συράκο είναι κουτσοβλάχικο χωριό. Ο μπαρμπα-Πέτρος κάρφωσε με θυμό κάμποσες φορές τη μύτη της αγκλίτσας του στο κιλίμι.
- Δεν τα ξέρω εγώ αυτά. Εμείς είμαστε Έλληνες. Δεν έχουμε να κάνουμε με τους Κουτσόβλαχους. Ποιος ξέρει πούθε βγήκαν εκείνοι; Δεν καταλαβαίνεις τι λένε, όταν μιλάνε συναμεταξύ τους. Ο κόσμος μάς μπερδεύει ολοένα, γιατί κι εμείς κι εκείνοι φοράμε μαύρα και βόσκουμε κοπάδια. Εμείς δεν έχουμε πάρε δώσε με δαύτους. Δε θα δεις ποτέ Σαρακατσάνα να παντρευτεί Κουτσόβλαχο. Άσε πια τους Καραγκούνηδες. Πω πω πω!
Καθώς ανάφερε εκείνους τους «Μαυροκάπηδες», που τους λένε αλλιώς και Αρβανιτόβλάχους (οι Αρβανιτόβλαχοι, από τη βορειοδυτική Πίνδο και τις νότιες επαρχίες της Αλβανίας, μιλάνε ένα μείγμα από κουτσοβλάχικα και αρβανίτικα), έπιασε την άκρη του σακακιού του ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείχτη, με μια πανελλήνια χειρονομία σιχασιάς και περιφρόνησης, και την τίναξε ελαφρά πέρα δώθε, σαν να 'θελε να βγάλει από πάνω σκόνες και ψείρες. Πρόσεξα ότι, εκτός από μας, ο παπάς που καθόταν σταυροπόδι λίγο πιο πέρα, με το ψηλό καλυμμαύχι του να σαλεύει πέρα δώθε πάνω από το πέλαγος των καλπακιών, ήταν ο μόνος μη Σαρακατσάνος στο δωμάτιο, και μάλιστα, όσο μπόρεσα να καταλάβω, και σ' όλο το χωριό.
Το τραγούδι του καλωσορίσματος, που κάθε τόσο ξανάρχιζε κι όλο και δυνάμωνε όσο γέμιζε η κάμαρα, είχε από ώρα σταματήσει. Χαμηλοί στρογγυλοί σοφράδες, όλοι έτοιμοι στρωμένοι με ποτήρια και με κοινόχρηστα πιάτα ψημένο αχνιστό αρνί, επιδέξια κομμένο από τα κουφάρια που περιστρέφονταν έξω και πασπαλισμένο με χοντρό αλάτι, μεταφέρονταν και σφηνώνονταν ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες, σφιχτά σαν τα κομμάτια κανενός παζλ. Γυάλινες κανάτες με κρασί είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν χέρι με χέρι πάνω από τα κεφάλια μας. Τα ποτήρια τσούγκριζαν κεφάτα το 'να με τ' άλλο, και μισογέμιζαν ξανά, με θαυματουργό τρόπο, αμέσως μόλις άδειαζαν· τα πιάτα πήγαιναν κι έρχονταν με δεύτερες και με τρίτες μερίδες. Έξω από το παράθυρο, ένα τσούρμο καλεσμένοι γλεντούσαν κάτω από τα δέντρα. Αρνιά ολόκληρα επιδεικνύονταν καθώς τσιτσιρίζανε και αχνίζανε πάνω στις σούβλες τους, κι ακούγαμε το χτύπο του μπαλτά πάνω στο ξύλο και το τσάκισμα από τα λιανισμένα κόκαλα, καθώς ένας νευρώδης σκηνίτης πάλευε σαν δήμιος για να προφτάσει διακόσια στόματα ορεξάτα. Τίποτ’ άλλο δε συνόδευε αυτό το εξαίσιο ψητό, εκτός από φέτες μαύρο νοστιμότατο ψωμί από καρβέλια που έμοιαζαν σαν μικρές μυλόπετρες, ζεστά ακόμα από τους θολωτούς φούρνους εκεί έξω. Ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ένα συμπόσιο της Λίθινης εποχής. Οι ξένοι, σε τέτοιες περιστάσεις, γίνονται αντικείμενο μεγάλων περιποιήσεων: ξεχωριστοί μεζέδες, πιρουνιές συκώτι και νεφρό, κι ακόμα πιο απόκρυφα μέρη, προσφέρονται διαρκώς, και μερίδες μυαλό μέσα από κεφαλάκια κομμένα του μάκρους στα δυο κι ανοιχτά σαν κασετίνες, ενώ στο κάθε μισό κρατιέται ακόμα, μερικές φορές, ένα τσουρουφλισμένο και στριφτό κέρατο. Το πώς ν' αποφύγεις τα μάτια του αρνιού είναι πάντα ένα πρόβλημα για τους ξένους. Οι ορεσίβιοι τα έχουν περί πολλού, αλλά για όλους τους άλλους, εκτός από τους ψημένους ταξιδιώτες, το μήνυμα που εκπέμπεται από τα δόντια του πιρουνιού είναι μια σπαραχτική μομφή.
Ύστερα από κάνα δυο ώρες, το μουρμουρητό της κουβέντας καταλάγιασε κι έμεινε ένας βαθύς βουερός ήχος που κατάληξε στις εναρκτήριες φράσεις ενός κλέφτικου τραγουδιού. Την πρώτη στροφή την τραγουδούσε μια ομάδα από δυο τρεις κι έπειτα την επαναλάβαιναν όλοι οι βοσκοί, μ' έναν αργό και μακρόσυρτο βρυχηθμό που άρχιζε μ' ένα ορμητικό τράνταγμα. Κατά περίεργο τρόπο, τόσο μακριά από το Μοριά, το τραγούδι ήταν για τον μεγάλο αρχηγό της Ελληνικής Επανάστασης, τον Κολοκοτρώνη. (Θα περίμενα κανέναν κλέφτη από πιο βορινά μέρη, ιδίως τον Κατσαντώνη, από τα κακοτράχαλα βουνά, τα Άγραφα, μεγάλο καπετάνιο τον καιρό του Αλή-πασά και μάλιστα Σαρακατσάνο· ή ίσως τον Καραϊσκάκη).
τραγουδούσαν οι σκηνίτες
Κολοκοτρώνης φώναξε
κι όλος ο κόσμος τρόμαξε:
«Πού 'σαι, καημένε Νικηταρά,
πού 'χουν τα πόδια σου φτερά;
Άιντε
πιάσε τους Τούρκους ζωντανούς
σαν τα ζαγάρια τους λαγούς.
Άλλους πιάνεις κι άλλους σφάζεις
κι άλλους μες στο κάστρο βάζεις.
Σ' Αντίκορφα και Τρίκορφα
το αίμα τρέχει σα νερό...
Από δω ξεκίνησε μια άλλη βαθιά μονότονη μελωδία από το Νότο:
Κλείσαν τις στράτες του Μοριά,
κλείσαν και τα ντερβένια...
Όταν έσβηναν οι ομαδικές φωνές, η σταθερή και αμετάβλητη νότα της μικρότερης ομάδας συνέχιζε, μισό θρήνος μισό μουγκρητό, με τον δικό της περίεργο παλμό. Αυτό το σχετικό καταλάγιασμα το ακολουθούσε πάντα η μακρόσυρτη βαθιά κραυγή της επίκλησης - ορέ! - που εισάγει τις στροφές των περισσότερων κλέφτικων τραγουδιών· κι άρχιζε μια καινούργια πράξη από το πολεμικό παρελθόν, που την έκοβαν και την ενθάρρυναν με ξαφνικές αναφωνήσεις οι άλλοι και την παρόξυναν οι τσοπάνικες σφυριγματιές που σου έσκιζαν τ' αυτιά.
Αυτά τα τραγούδια ξετυλίγονται με μια αργή μετρική διεργασία από ημιτόνια κι επαναλαμβανόμενα ημιστίχια και με μια δύναμη στην απόδοση που μοιάζει να φέρνει τους τραγουδιστές στο χείλος της λιγοθυμιάς. Τα κεφάλια τους γέρνουν πίσω με μάτια μισόκλειστα ή χαμένα μακριά και οι φλέβες στο μέτωπο και στο λαιμό τους ξεπετιούνται σαν σκοινιά. Οι ιστορίες, ηρωικά συνήθως αφηγήματα, συχνά κρυμμένα πίσω από μια αλληγορία, είναι βίαιες και μελαγχολικές όπως κι η μουσική. Η αργή συσσωρευτική δύναμη μιας μαγικής επωδής γεμίζει τον ντουμανιασμένο από τους καπνούς αέρα, πάνω από τα κεφάλια, με μιναρέδες που γκρεμίζονται, φλεγόμενα κάστρα, ομοβροντίες από τα καριοφίλια με τις μακριές κάννες, τη μυρωδιά του μπαρουτιού και την κλαγγή των γιαταγανιών, καθώς οι κλέφτες και οι γενίτσαροι σμίγουν στις ημικυκλικές γέφυρες πάνω από μυθικά φαράγγια... Πέρα από την κοιλάδα των Τεμπών, ο Όλυμπος που δίνει καταφύγιο στους κλέφτες κεραυνοβολεί με κατηγορίες την τουρκοπατημένη Όσσα. Παλικάρια με φλογερά μάτια μπαίνουν καλπάζοντας στις εκκλησιές για να μεταλάβουν καβάλα· ασπρομάλληδες από τα χρόνια και τις σφαγές, και με το σπαθί στο χέρι, κείτονται και ξεματώνουν ως το θάνατο κάτω από τα πλατάνια, πλάι στο ρέμα... Μεταφερόμαστε στα οχυρά της Ρούμελης, στα Τζουμέρκα, στην Πίνδο, στα Χάσια, στο Κακοσούλι: ονόματα που κάνουν τις τρίχες σου να σηκώνονται. Η δύναμη και η αγριάδα και η λυρική ομορφιά αυτών των λέξεων ενώνονται για να δημιουργήσουν ολόγυρα στους τραγουδιστές και στους ακροατές τον ελεύθερο κόσμο των βουνοκορφών, μακριά από τους Τούρκους που μυρμηγκιάζουν στους κάμπους. Είναι το βασίλειο της κλεφτουριάς, που το κατοικούν οι αετοί. Ορέ αμάν!
Απόσπασμα πό το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φερμορ "ΡΟΥΜΕΛΗ" των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ