Fermor 100Οι Σαρακατσάνοι δεν ήταν μεγάλοι βιρτουόζοι, αλλά το τρα­γούδι τους άξιζε για τη δύναμη και την πειθώ του. Μου έκανε εντύπωση ένα από τα τραγούδια τους, όπου η τελευταία λέξη - Μακαρονάδες, επίθετο περιφρονητικό για τους Ιταλούς - είχε προφανώς, αν έκρινε κανείς από το ύφος των λέξεων και από το σκοπό, αντικαταστήσει το όνομα κάποιου πολύ παλαιότερου εχθρού, ώστε να ταιριάξει με τη χειμερινή εκστρατεία του 1940:

Να ήμουν πουλί πετούμενο, να πέταγα του ψήλου
ν' αγνάντευα την Ήπειρο, τη δόλια τη Χιμάρα
και να 'βλεπα τον πόλεμο...
που πολεμάν οι Έλληνες με τους Μακαρονάδες.

Η σύγχρονη απόληξη ήταν ένα είδος μετάπτωσης, ιδίως μετά την αναφορά στη Χιμάρα, ένα πολεμικό οχυρό των Ελλήνων στα Ακροκεραύνια όρη, πέρα από τα αλβανικά σύνορα, που είναι σχεδόν τόσο δοξασμένη για την πολεμική της αντοχή, τον καιρό της Τουρκοκρατίας, όσο και το Σούλι και τα Σφακιανά όρη στην Κρήτη. Υπήρχαν επίσης ευδιάκριτα ίχνη μετάπτωσης, αλλά και ιδιορρυθμίας, σ' ένα άλλο τους τραγούδι:

Όποιος θέλει να πάει στην Αμερική
ας καθίσει να το συλλογιστεί.
Σαράντα μέρες θάλασσα λύπες κι αναστενάγματα.
Σ' ένα καράβι μπαίνουνε
στη Νέα Υόρκη βγαίνουνε.
Ψυχή δεν ξέρουν εκεί δα,
γυρίζουν πίσω σαν πουλιά.

Μια θλιβερή μικρή ιστορία, αλλά πολύ περίεργη εδώ, επειδή, αν και στις περισσότερες ελληνικές συγκεντρώσεις, όταν είναι τόσο πολυάριθμες, τουλάχιστο μισή ντουζίνα άνθρωποι θα 'χουν περάσει μερικά χρόνια στο Μπρούκλιν, στο Σικάγο ή στη Νεμπράσκα, ο μπαρμπα-Πέτρος με βεβαίωσε ότι κανένας από δω μέσα δεν είχε πάει στην Αμερική, ούτε και ποτέ κανένας Σαρα-κατσάνος, απ' όσο ήξερε. Η ιδέα τους για τα κατατόπια και για τα χαρακτηριστικά της, όσων τουλάχιστον είχαν ακουστά τ' όνο­μα, θα ήταν τόσο νεφελώδης όσο οι γνώσεις ενός κοινού θνητού για τη ζωή στον Άρη.

Όση ώρα κρατούσε το συμπόσιο και η μακριά παρέλαση των ποτηριών που ξαναγέμιζαν και η αλληλουχία των τραγουδιών, οι δυο δέσμες οι ηλιαχτίδες που έμπαιναν από τα παράθυρα είχαν γίνει λοξές, σχεδόν οριζόντιες, και είχαν στρίψει πλάγια, πιο μέ­σα στην κάμαρα: τα μακρόστενα ηλιοφώτιστα παραλληλόγραμ­μα στον αντικρινό τοίχο έπαιρναν ένα δειλινό βερικοκί χρώμα. Όλες αυτές τις ώρες της χαράς η νύφη δεν είχε φανεί πουθενά.

- Απάνω είναι, είπε ο μπάρμπα-Πέτρος. Πάμε να τη δούμε. Και πιάνοντας σφιχτά το ξύλο της όρθιας γκλίτσας του, σαν το σταλίκι του προιαριού, καθώς οι κλειδώσεις του έτριξαν για μια στιγμή από την τόση ώρα που καθόταν, σηκώθηκε στα πόδια του με κόπο.

- Τα γεράματα! είπε χαμογελώντας.

Προχώρησε μπροστά μου στην ξύλινη σκάλα και η οχλοβοή λιγόστεψε.

Νεκρική σιγή βασίλευε στην απάνω κάμαρα. Τα προικιά ήταν αραδιασμένα μπροστά στους δυο πλαϊνούς τοίχους: τόπια τυλιγ­μένα από σκούρο υφαντό για κάπες και για τις σκηνές που στή­νουν στις πορείες· μερικά άσπρα, άλλα γκρίζα ή σκούρα κοκκι­νωπά, αλλά τα περισσότερα μαύρα· τα χρώματα δηλαδή των κο­παδιών που κουρέψανε, και πολλά απ' αυτά είχαν μια τραχιά και αναμαλλιασμένη υφή σαν τον κουβαριασμένο καπνό. Κουβέρτες που σε γδέρνουν, με γεωμετρικά σχέδια, ήταν στοιβαγμένες σε ψηλούς γιούκους, και μαξιλάρια που φαίνονταν σκληρά σαν το γρανίτη, και ο ασπρόμαυρος ρουχισμός της νύφης. Στη μέση του αντικρινού τοίχου, με κεφάλι σκυφτό και χαμηλωμένα βλέ­φαρα και με τα μελαχρινά της χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της, η νύφη στεκόταν ασάλευτη. Από τις δυο μεριές, στο πάτωμα, κάθονταν οι παρακουμπάρες, αγριωπά κορίτσια με υποταχτική ωστόσο την όψη. Στις καθιερωμένες ευχές μας -«Καλορίζικοι!» - η νύφη έγειρε λίγα εκατοστά το κεφάλι της, αλλά δεν πρόφερε ούτε συλλαβή. Και εκτός από μια μο­νοκόμματη υπόκλιση, δε σάλεψε ούτε τόσο δα εκείνη η ίδια ή τα χείλη της, όταν ήρθαν άλλοι αργοπορημένοι και ψιλοκουβέντιαζαν με τον μπάρμπα-Πέτρο και μαζί μας αδιάφορα, λες και οι φιγούρες στην άλλη άκρη της κάμαρας ήταν ομοιώματα σε εθνολογικό μουσείο. Οι καταπληκτικές φορεσιές τους ήταν σχε­δόν όμοιες, εκτός από τα λουλούδια και τα χρυσά φλουριά που στόλιζαν τη νύφη.

Στα ελληνικά εκείνα χωριά όπου οι γυναίκες φορούν ακόμα τις τοπικές τους φορεσιές στις γιορτές και στα πανηγύρια - και υπάρχουν ακόμα αρκετά, αν και όλο λιγοστεύουν - και σε μερι­κά απόμερα σημεία όπου μια απλούστερη μορφή της γιορτινής στολής, τα ρούχα της δουλειάς, φοριούνται και τις καθημερινές - ξαφνιάζεται κανένας με τον πλούτο, την ποικιλία και τη χάρη τους· με τις φαρδιές φούστες, που φουσκώνουν κάτω από τη σφιχτή μέση, από δαμασκηνό, μπροκάρ ή από βελούδο της Προύσας· με τα μαλακά τσακισμένα φέσια που έχουν το χρώμα των μούρων και μακριές μεταξένιες φούντες ή με τα χρυσοκέ­ντητα βελούδινα καλπάκια ή τα μεταξωτά μαντίλια με το περί­πλοκό δέσιμο· κι ακόμα, σε κάποια περιοχή της Μακεδονίας, με τα κεφαλοδέματα που έχουν από πάνω ένα ημικυκλικό λοφίο σαν το κράνος της Παλλάδας Αθηνάς. Βλέπεις κουμπιά ντυμένα με ατλάζι, ασημένιες σκαλιστές πόρπες και ανατολίτικα συρματερά από τα Γιάννενα· και πάνω στα βελουδένια κοντογούνια τους και τα στενά μανίκια - ή τα μανίκια που κρέμονται σκιστά και ελεύθερα από τον αγκώνα, σαν πέταλα τουλίπας - ένα όργιο από χρυσό γάίτάνι ξεδιπλώνεται και διακλαδίζεται σ' ένα ξεχεί­λισμα ανατολίτικου μπαρόκ και περίτεχνης ροκοκό διακόσμη­σης, τόσο πλούσιο και πολύπλοκο όσο τα στολίδια πάνω σ' ένα ιερατικό φαιλόνι της Αντιμεταρρύθμισης στη Δύση. Στα άγρια ορεινά μέρη είναι πιο μονοκόμματα και αδρά, αλλά ο βασικός κανόνας είναι μια εκθαμβωτική ποικιλία χρωμάτων και υφασμά­των κι ένα στιλ ρευστό, θηλυκό, βαθιά ρομαντικό. Πέφτουν πο­λύ κοντά στα οράματα που μας ξυπνούσαν η Χαϊδή του Μπάι­ρον και η Κόρη των Αθηνών.

Εδώ ήταν όλα διαφορετικά. Όχι μόνο δεν έβλεπες μετάξι ού­τε ατλάζι ούτε βελούδο ούτε χρυσό γαϊτάνι από τη Δύση και την Ανατολή, αλλά ούτε μια βελονιά κλωστή που να μην είχε βγει από τις ράχες των κοπαδιών τους κι από τους αργαλειούς τους με την προϊστορική μορφή· και όσο κι αν ήταν πολυσύνθετη η φορεσιά, δεν είχε ούτε μια καμπύλη σε σχήμα φύλλου, έναν κύ­κλο, μια έλλειψη, τίποτα που να ελίσσεται ή να διακλαδίζεται ή να συμπλέκεται ή να σχηματίζει λουλούδι. Τα μόνα στρογγυλά πράγματα ήταν οι αλυσίδες και τα γιορντάνια, τα χρυσά ναπολεόνια, τα τούρκικα φλουριά και τα χρυσά τάλιρα που κρέμονταν γύρω στο λαιμό της νύφης. Μια άλλη πρόσφατη προσθήκη στο γεωμετρικό σύνολο, κοινή και στη νύφη και στις ακόλουθες της, ήταν ένας φαρδύς άσπρος στρογγυλός γιακάς, πλισεδωτός ή πλεγμένος με το βελονάκι, σαν πατικωμένο φρίλι ιδαλγού, που τελείωνε στους ώμους με φεστόνι. Το περίπλοκο κεφαλόδεμα από λουλούδια και κολλαρισμένο τούλι και το πέπλο που κρεμόταν στην πλάτη της νύφης είχαν το εξωτικό και γοητευτι­κό ύφος των αναθηματικών στολιδιών που βάζουν στα αγάλμα­τα της λιτανείας στις καλαβρέζικες ή στις ανδαλουσιάνικες γιορτές. Από μια ροζέτα που είχε πάνω από κάθε της αυτί κρε­μόταν μια μακριά φούντα από κορδέλες· πλαισίωναν το πρόσω­πο της όπως τα κρεμαστά κοσμήματα στο διάδημα της αυτοκρά­τειρας Θεοδώρας στη Ραβέννα.

Αλλά εκτός από αυτά τα γιορτινά στολίδια, όλα τ' άλλα ήταν αυστηρές μαύρες και άσπρες γραμμές και γωνίες, και τόσο φαρ­διές και στητές ήταν οι μαύρες πιέτες με τις λευκές ταινίες ώστε, αν κάποιο από τα κορίτσια έκανε καμιά κίνηση, τα βαριά και δυ­σκίνητα ρούχα τους μετατοπίζονταν αλύγιστα σαν πανοπλίες. Οι ποδιές κρέμονταν ως τα γόνατα, κοκαλωτές όπως οι αρχιερατι­κοί σάκοι ή όπως τα ταμπάρα των μεσαιωνικών μαντατοφόρων· οι πουκαμίσες τους ήταν άκαμπτες σαν άμφια και τίποτα πάνω τους δεν είχε την παραμικρή συγγένεια με τις συμβατικές ιδέες για το ανθρώπινο σχήμα. Με την καμπυλότητα και την ανατομι­κή διάρθρωση είχαν μια σχέση τόσο αυθαίρετη όσο τα ελάσματα που αποτελούν ένα μετάλλινο ψάρι ή τα τμήματα ενός ξύλινου ψεύτικου φιδιού με τα πρότυπα τους, είτε τα διάφορα στρώματα στην πανοπλία ενός σαμουράι. Θα 'λεγες πως το ρούχο, άμα θα έβγαινε, θα στεκόταν όρθιο, σαν χαρτονένιο. Τα μπράτσα και οι κνήμες τους ήταν περικλεισμένα σε περιβραχιόνια και περικνη­μίδες με γεωμετρικά σχέδια, και οι καρποί των χεριών της νύ­φης βροντούσαν από τα βαριά βραχιόλια. Όλες, παράξενο και συγκινητικό, φορούσαν στα πόδια γερά χαμηλοτάκουνα παπού­τσια πεζοπορίας. (Οι μανάδες τους θα φορούσαν τσαρούχια με φούντες). Ήταν λοιπόν δύσκολο να προσδιορίσει κανείς γιατί αυτά τα ρούχα φαίνονταν τόσο όμορφα. Ασκούσαν, όπως αντι­ληφθήκαμε τελικά, την ιδιαίτερη σαγήνη των αρχαίων ελληνι­κών αγγείων της γεωμετρικής εποχής· το κάθε σχέδιο ήταν κα­μωμένο με ευθείες και τρίγωνα, κι εδώ κι εκεί με μια υποτυπώδη αρχή εκείνων των σχημάτων με τους άσπρους σταυρούς πάνω σε μαύρο κάμπο, και μαύρους πάνω σε άσπρο, που σκεπάζουν τα άμφια των επισκόπων στις τοιχογραφίες κάποιου νάρθηκα. Τα πάντα ήταν γωνιώδη: τρίγωνα που συνδυάζονταν σε πυραμίδες ή ξεπετάγονταν διαγώνια σε τεθλασμένες και σε οδοντωτά και κλιμακωτά σχήματα και, πολύ σπάνια, μ' ένα μικρό τρίγωνο ή ένα ψαροκόκαλο σε ανοιχτή ώχρα ή κεραμιδί ή ξέθωρο γαλάζιο, τοποθετημένο διακριτικά ανάμεσα στο κυρίαρχο ασπρόμαυρο. «Γεωμετρικά» και «νεολιθικά» ήταν τα επίθετα που άρχισαν ν' ανεβαίνουν στην επιφάνεια του μυαλού μου, και να πλανιώνται εκεί από τότε, φέρνοντας μαζί τους την ερεθιστική σκέψη ότι τούτα τα ρούχα και τούτα τα σχέδια ίσως να μην έχουν αλλάξει εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια ή και παραπάνω. Ξέρουμε όλοι πως παρόμοιες σκέψεις πρέπει να τις διώχνουμε μακριά, μέσα στα τάρταρα του απίθανου, ώσπου να φτάσουμε στην επιβεβαίω­ση τους. Αλλά μια τέτοια ερωτοτροπία είναι πάντα διεγερτική. Υποστηριζόταν, σ' αυτή την περίπτωση, από τη βεβαιότητα ότι τίποτα που να μοιάζει μ' αυτές τις φορεσιές δεν υπάρχει στην Ελλάδα ή στη Βαλκανική Χερσόνησο ή στην Ευρώπη ή στην Εγ­γύς Ανατολή.

Πάνω από το μέτωπο της νύφης με τον γαλάζιο σταυρό, τα μαύρα μαλλιά της ήταν σκληρά και γυαλιστερά σαν χαίτη φορά­δας, κάτω από ένα λινό κολλαρισμένο σκουφάκι φορτωμένο με μπιχλιμπίδια και λουλούδια. Το ηλιοκαμένο της πρόσωπο ήταν στο βαθύ χρώμα του χαλκού. Είχε τη μεταλλική ομορφιά με το πλατύ μέτωπο και τα βαριά βλέφαρα, το κάπως λυπημένο στό­μα, την καθαρή γραμμή του προσώπου από το σαγόνι ως τ' αυτί και, πάνω από τη στρωτή τραχηλιά κι έναν μπούστο από φλου­ριά, τον δυνατό κολονάτο λαιμό που είχα θαυμάσει τόσο πολύ, εδώ και μερικά χρόνια, στους Μάγιας, μέσα στις ζούγκλες της Ονδούρας και της Γουατεμάλας. Οψιδιανός, χαλκηδόνιος ή βασάλτης, να η πέτρα που θα 'παιρνα για να σκαλίσω εκείνα τα χαρακτηριστικά και τη στάση της μελαγχολικής ηρεμίας, όπου το σούρουπο καταργούσε όλο και πιο πολύ τις λεπτομέρειες. Εί­χε μια εντυπωσιακή κομψότητα, μια δύναμη στα μέλη που θύμι­ζε πρόσωπα του Γκωγκέν και που ερχόταν σε αντίθεση με την ευλυγισία της Ταναγραίας που φαίνεται να άφησε μια ανεξάλειπτη σφραγίδα στις ιδέες της Δύσης για την ευγένεια και τη χάρη.

Δεν υπήρχε καιρός για περισσότερους τέτοιους διαλογι­σμούς. Ο οξύς ήχος ενός κλαρίνου αντήχησε κάτω από το παρά­θυρο όπου χλώμιαζε το φως· κατόπι, μετά από μερικές δοκιμές με τα δάχτυλα, ένα βιολί και ο παλμικός ήχος του λαγούτου και το δοκιμαστικό πετάρισμα που κάνουν οι μπαγκέτες πάνω στα τέλια του σαντουριού.

- Τα όργανα! είπε ο μπάρμπα-Πέτρος. Επιτέλους.

Ρώτησα αν ήτανε Σαρακατσάνοι. Εκείνος με κοίταξε κατά­πληκτος.

- Σαρακατσάνοι! Εμείς δεν παίζουμε άλλο από φλογέρα. Γύ­φτοι είναι.

Γύφτοι ήτανε πραγματικά, πολύ μαυριδεροί, καθισμένοι στη σειρά κάτω από ένα δέντρο, με μπλε κοστούμια και μυτερά μαύ­ρα παπούτσια, και όλοι με γραβάτες, τις μοναδικές σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων. Φαίνονταν του κουτιού, και πολύ αστοί ανάμεσα σε τούτους τους άλλους νομάδες, και μάλλον κακή φά­ρα. Ακούστηκε ένα ξύσιμο από παπούτσια με καρφιά που ανέ­βαιναν τη σκάλα, και ο γαμπρός, με τους συντρόφους γύρω του, ήρθε να πάρει τη νύφη να σύρουν τον πρώτο χορό. Την πήρε μέ­σα από τους ίσκιους της, την έφερε κάτω, στα δέντρα. Ο ήλιος βασίλευε στο έβγα της κοιλάδας. Ο γαμπρός χόρεψε με τη νύφη έναν εξαιρετικά εθιμοτυπικό συρτό, κι έπειτα έναν καλαματια­νό· ο καθένας τους μπήκε με τη σειρά πρώτος σε μια ντουζίνα καλεσμένους, που με τα χέρια τους χαλαρά δεμένα σχημάτιζαν ένα μισοφέγγαρο. Κανένας από τους δυο δεν κοίταζε τον άλλον· αισθανόσουνα καθαρά έναν αόριστο καταναγκασμό στον αέρα. Δεν ήταν περίεργο· οι δυο τους προέρχονταν από γειτονικές κα­λοκαιρινές βοσκές, αλλά πιθανότατα δε θα είχαν ιδωθεί ποτέ τους. Ο γάμος τους είχε τόσο λίγη σχέση με δική τους εκλογή όσο μια επιγαμία δυναστειών ανάμεσα σ' έναν Βίττελσμπαχ και σε μια Χόχενσταουφεν, το Μεσαίωνα. Είναι δύσκολο να μην απορήσεις για τις αρχικές φάσεις των πρωτόγονων γάμων σε όλη την Ελλάδα· το ρίγος του φόβου που θα κυριαρχεί από τη μια μεριά και η αποθαρρυντική απειρία από την άλλη. Ως τελευ­ταία, στη Μάνη, η αιδημοσύνη των νεόνυμφων ξένων ήταν τόσο ανασταλτική ώστε τοποθετούσαν κάτω από το μαξιλάρι ένα σπαθί, με την ελπίδα ότι θα έκοβε στα δυο, με μια γόρδια κίνη­ση, το δεσμό της συστολής. Αυτές οι δυσκολίες θα γίνονταν ακόμα πιο εξουθενωτικές, καθώς τους βάραινε η έγνοια για την παρθενία της νύφης: οι καλεσμένοι αγρυπνούσαν έξω από τον νυφικό θάλαμο ώσπου να διαλαλήσει η μάνα του γαμπρού το σύνθημα «όλα εν τάξει», με κόκκινο πάνω στο άσπρο χρώμα, ανεμίζοντας το σεντόνι ή το πουκάμισο. Ομοβροντίες και αγροτικά επιθαλάμια χαιρέτιζαν την είδηση. Σ' αυτές τις αυστη­ρές κοινωνίες, τέτοιες αποδείξεις ήταν ορισμένως περιττές· αλ­λά έχω ακούσει για γαμπρούς Κρητικούς που, έχοντας πειστεί, και πιθανότατα χωρίς βάση, ότι άλλοι είχανε πάει πριν με τη νύ­φη, την έδιωξαν, εξαπολύοντας για αντιστάθμισμα ατελεύτητες αιματοχυσίες ανάμεσα στις οικογένειες. Άσε πια τον καημένο το γαμπρό. Άραγε ο χείμαρρος του κρασιού θα τον περνούσε θριαμ­βευτικά μέσα απ' όλα τα εμπόδια ή θα τον ξαρμάτωνε ολότελα; Δεν είναι παράξενο που δείχνονται ντροπαλοί. Οι νεαροί Σαρα­κατσάνοι κάνουν τώρα τη στρατιωτική τους θητεία όπως οι άλ­λοι Έλληνες, και ορισμένως τραβάνε κατά τα δρομάκια των ακραίων συνοικιών, στις πόλεις όπου υπηρετούν, εκστρατεύο­ντας για ζευγαρώματα μαζί με τους άλλους κληρωτούς. Παλαιό­τερα όμως, ζώντας σε μια κοινωνία απάνθρωπης αγνότητας, έφταναν στο γάμο με μόνο εφόδιο τη θεωρία και τις φήμες... Ισως, υπαινίσσονται πονηρά οι δυσφημιστές τους, οι αφελείς νεαροί τσοπάνηδες, καθώς παντού στους ποιμενικούς πληθυ­σμούς, θα είχαν ρίξει καμιά ματιά με νόημα στις προβατίνες τους για να σβήσουν τις πρώιμες φλόγες τους. Κι αυτό πάλι, θα ήταν σχετική μόνο βοήθεια τούτη τη στιγμή.

Άμα τελείωσαν οι δυο τους χοροί, η νύφη αποσύρθηκε στο πάνω δωμάτιο και άρχισε ο γενικός χορός. Ήταν απλός, εθιμο­τυπικός και ευπρεπής. Πολλούς από τους νεαρούς Σαρακατσά­νους τους είχε χτυπήσει για καλά το κρασί· ήταν έτσι από ημέ­ρες· αλλά η ορμή και το κέφι τους τους εγκατέλειπαν τη στιγμή που πιάνονταν στη μακριά αλυσίδα των χορευτών. Το βήμα τους καταλάγιαζε και γινόταν ένα τελετουργικό συρτό πάτημα. Αυτό δεν είναι τίποτα το ασυνήθιστο· με λιγοστές εξαιρέσεις, οι ελλη­νικοί χοροί, όσοι άνθρωποι κι αν πιαστούν χέρι χέρι, είναι στην πραγματικότητα ατομικές επιδόσεις· ο πρώτος σηκώνει όλο το βάρος, και ο κάθε χορευτής, όταν έρθει η σειρά του, παίρνει προσωρινά το ρόλο του κορυφαίου. Δουλειά των άλλων, και ιδίως του διπλανού του, που τον κρατάει από ένα μαντίλι, είναι να τον στηρίζουν στους ελιγμούς του. Ελιγμοί καταπληκτικοί, όταν μπαίνει μπροστάρης ένας γνήσιος ορεσίβιος λεβέντης. Αλ­λά εκείνη την ημέρα, ακόμα και μετά τον πρώτο γαμήλιο επί­σημο χορό, η διονυσιακή φλόγα φάνηκε να εγκαταλείπει τους άλλους τη στιγμή που πιάνονταν από τα χέρια. Αρχίσαμε να υπο­ψιαζόμαστε την κυριαρχία του τυπικού στη ζωή αυτών των νο­μάδων.

Έξω από το ημικύκλιο, εν τούτοις, ήταν όλο γλέντι. Η σοβα­ρότητα εξατμιζόταν με την αποδέσμευση και δεκάδες νεαροί σκηνίτες ξεφάντωναν κάτω από τα κλαριά με όλο και πιο αχαλί­νωτη γιορταστική διάθεση. Καθισμένες ανακούρκουδα είτε όρ­θιες, κύκλοι από γυναίκες της Γεωμετρικής εποχής ψιλοκουβέντιαζαν ή τραγουδούσαν μαζί, υπήρχε μάλιστα κι ένας αποκλει­στικός μικρός ελλειπτικός κύκλος από γυναίκες που χόρευαν. Μερικές από τις νεότερες ανάμεσα σε αυτές τις κυράδες είχαν ξύλινες κούνιες κρεμασμένες στη ράχη τους, όπως κάνουν οι Ερυθρόδερμες με τα μωρά τους, κι η κάθε κούνια είχε μέσα ένα μικρούτσικο σπαργανωμένο Σαρακατσανάκι. Τα τραγούδια τους είχαν τα ίδια επικά θέματα, πλεγμένα με μοιρολόγια, όπως και των αντρών. Το μουρμουρητό της κουβέντας τους κοβόταν ξανά και ξανά από ξεσπάσματα γέλιου.

Οι Σαρακατσάνισσες, τόσο σιωπηλές συνήθως μπροστά στους άντρες, περιμένουν τους γάμους ως τη μοναδική τους ευ­καιρία για διασκέδαση. Η κουβέντα, σαν να είναι προκαθορι­σμένη, παίρνει μια τροπή άσεμνη, με ανατριχιαστική αθυροστο­μία. Καμιά από τις ερεθιστικές, κωμικές είτε εξωφρενικές πλευ­ρές του σεξ δε μένει ανεκμετάλλευτη. Ρίμες, ανέκδοτα και ανα­μνήσεις επαναλαμβάνονται πρόθυμα και εξογκώνονται, το ένα γραϊδιο μουρμουρίζει φαφούτικα στο άλλο γραίδιο, οι παντρεμέ­νες, χειρονομώντας σαν ψαράδες που μετράνε το ψάρι που έπια­σαν, πετάνε καυχησιάρικους και πειραχτικούς ισχυρισμούς για τη συζυγική τους ζωή, τα κορίτσια ακούνε ερεθισμένα. Ξεσπά­σματα γέλιου υπογραμμίζουν αυτή τη σκανταλιάρικη φλυαρία, τα χέρια τινάζονται εύθυμα στον αέρα, τα πρόσωπα σκεπάζο­νται, τάχατες από ντροπή. Όλα αυτά γίνονται εκεί που δεν τα πιάνει το αυτί των αντρών, ενώ, σε κάποια απόσταση, οι σύζυ­γοι, οι πατεράδες και οι απόγονοι τους χαμογελούν με επιείκεια μπρος στην περιστασιακή αισχρολογία.

Το πέσιμο της νύχτας είχε αλλάξει το σκηνικό μέσα στο σπίτι. Μερικοί που έφτασαν αργοπορημένοι κι ένας δυο ακούραστοι από τους άλλους ήταν ακόμα στο ψητό· οι υπόλοιποι, φωτισμένοι τώρα από σκόρπια λαδολύχναρα, είχανε βουλιάξει σ' ένα αποκάρωμα από κρασί και τραγούδι. Ο γυρισμός μας με τον μπαρμπα-Πέτρο προκάλεσε φιλόξενες κραυγές, καλωσορίσματα και καλέ­σματα, που επαναλήφθηκαν πολλές φορές, υπογραμμισμένα από το τσούγκρισμα των κρασοπότηρων, να καθίσουμε εκεί τη νύχτα - ήταν τόσο αργά - είτε όλη τη βδομάδα, το μήνα, το χρόνο, ή για πάντα, να ξεχάσουμε το Λονδίνο και να μείνουμε στα καλύβια. Αλίμονο, κάποια βαρετή συνάντηση στην Αλεξανδρούπολη, την άλλη μέρα το πρωί, μας ανάγκαζε να φύγουμε· έτσι, μετά από λο­γής αποχαιρετισμούς, ανεβήκαμε τα σκαλιά για να υποβάλουμε τα σέβη μας στη νύφη μέσα στο σιωπηλό ανώι.

Το σπερματσέτο που ήταν ακουμπισμένο σ' ένα σκαμνί έριχνε ένα τόσο θαμπό φως, ώστε η συντροφιά στην πέρα άκρη της κά­μαρας δεν καλοξεχώριζε. Μια από τις καθισμένες παράνυμφες, τσακισμένη από την αγρύπνια, είχε αποκοιμηθεί βαθιά εκεί που καθόταν. Ένα σκούντημα από τη διπλανή της τη συνέφερε, ενώ ανοιγόκλειναν ακόμα τα μάτια της. Καμιά από τις άλλες νυφοστολίστρες δεν είχε σαλέψει, και η νύφη είχε μείνει απολιθωμέ­νη όλη την ώρα, από τότε που την είχαμε δει για τελευταία φο­ρά, στην ίδια υποταγμένη στάση. Η αχνή λάμψη τούς αφαιρούσε ολωνών μια διάσταση. Στεφανωμένες με σκοτάδι από τις σκιές που συμπλέκονταν γύρω τους, γίνονταν ένα με τον τοίχο, και οι ασπρόμαυρες φιγούρες τους έπαιρναν την όψη μιας μισοφωτι­σμένης τοιχογραφίας· εδώ κι εκεί ένα σκουλαρίκι, ένα φλουρί, ένα βραχιόλι, ένα δαχτυλίδι ή ένα περιδέραιο στραφτοκοπούσε για μια στιγμή και θάμπωνε πάλι με το ανεβοκατέβασμα του φιτιλιού, σαν θραύσμα από χρυσοπάφιλα ή σαν ξεμοναχιασμένη χρυσή ψηφίδα σ' ένα μωσαϊκό. Η νύφη πρόσκλινε σιωπηλά απα­ντώντας στο χαιρετισμό μας, η μόνη που σάλεψε σ' εκείνη την ασάλευτη σαν αγιογραφία ομάδα των παρθένων και των μαρτύ­ρων. Βγήκαμε πατώντας στις μύτες των ποδιών.

- Ποτέ δε μιλάει; ρώτησα τον μπαρμπα-Πέτρο όταν βρεθήκα­με έξω.
- Τώρα όχι, μου είπε.
- Κρίμα είναι, στο γάμο της.
- Α! Έτσι είναι... Έτσι πρέπει.

Φωτισμένη από τις φλόγες, η σκηνή έξω στο ύπαιθρο έμοιαζε με πίνακα του Μπρέγκελ. Οι χορευτές σάλευαν ακόμα νηφάλια, σαν μαύρα περιγράμματα, ένα τελευταίο αρνί περασμένο στη σούβλα γύριζε πάνω από μια στρώση πυρωμένα κάρβουνα, και συντροφιές Σαρακατσάνοι παραπατούσαν πιασμένοι μπράτσο και γέμιζαν τη νύχτα με δυνατές φωνές και γέλια. Εξαντλημένοι από το κρασί και την κούραση, μερικοί κοιμόνταν κάτω από τα κλαδιά, αλλού χέρι αλλού πόδι, σαν να τους είχαν ρίξει κρυμμέ­νοι σκοπευτές πάνω στην ορμή τους. Μια ηρωική φιγούρα που παραπατούσε, παρακινούμενη από τους συντρόφους, στράγγιζε, με το κεφάλι και το κορμί ριγμένα πίσω, τα τελευταία κατακάθια από μια πελώρια ψαθοντυμένη νταμιζάνα. Σαν άδειασε, έπε­σε με γδούπο και κύλησε πέρα, μέσα στις ζητωκραυγές. Ένα αγόρι με λιναρένια μαλλιά, διπλωμένο πάνω σ' έναν κορμό δέντρου, ξερνούσε έναν σκούρο χείμαρρο, ό,τι είχε βάλει μέσα του όλη μέρα. Μασώντας και γρυλλίζοντας, τα τσοπανόσκυλα τσα­κώνονταν για τα κόκαλα. Τα καλύβια, θαμποφωτισμένα τώρα από μέσα με την αχνή λάμψη των λυχναριών και των τζακιών, είχαν γίνει δυσκολοξεχώριστες σκοτεινές σφαίρες που ξεπρό­βαλλαν μέσα στη νύχτα, κι ακόμα πιο βαθιά μες στους ίσκιους μάντευες την παρουσία των δεμένων αλόγων. Τα τραγούδια ακούγονταν όλο και πιο σιγανά, καθώς φτάναμε στη σιδηροδρο­μική γραμμή.

- Έπρεπε να δεις τους γάμους όταν ήμουνα εγώ μικρός, έλεγε ο μπαρμπα-Πέτρος, καθώς το φίδι των φωτισμένων παράθυρων του τρένου μεγάλωνε κατεβαίνοντας την κοιλάδα. Ξεκινούσαμε καβάλα καμιά εκατοστή παλικάρια να πάρουμε τη νύφη, ρίχνο­ντας ντουφεκιές όσο γρήγορα προφταίναμε να γεμίσουμε. Μπαμ! μπαμ! μπουμ! μπουμ! μπαμ... Άλογα έμεναν κουτσά, άνθρωποι λαβώνονταν, καμιά φορά είχε και σκοτωμένους. Ενώ τώρα...

Το τρένο είχε σταματήσει με πάταγο στο μικρό σταθμό. Σκαρ­φαλώσαμε ξανά στα ύψη, ανάμεσα στις αναχρονιστικές φρά­ντζες και τις φούντες του βικτωριανού βαγονιού μας.

- Να 'ρθείτε να μας δείτε στα βουνά, ψηλά στη Ροδόπη! φώ­ναξε ο μπαρμπα-Πέτρος, καθώς άρχισε το τρένο να ξεκινάει. Δεν είναι καλά στους κάμπους.

Έδειξε με το ραβδί του μες στο σκοτάδι.

- Στη Ροδόπη...

Οι ρόδες έπνιξαν τα υπόλοιπα. Το φως από τα βαγόνια περ­νούσε σαν αστραπή, σε όλο και πιο σύντομα διαστήματα, πάνω στη φιγούρα που μίκραινε, και οι καλύβες που θαμπόφεγγαν και οι φωτιές και οι μικρές μαύρες σιλουέτες που σάλευαν πίσω του φαίνονταν τόσο παράξενες τώρα, τόσο αλλότριες προς την Ευ­ρώπη, όσο μια κατασκήνωση νομάδων στις στέπες της Κεντρι­κής Ασίας.

Απόσπασμα πό το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φερμορ "ΡΟΥΜΕΛΗ" των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.