Fermor 100Αν είχε γραφτεί τότε το βιβλίο «Οι Σαρακατσάνοι» και αν το είχα διαβάσει, θα κοίταζα πιο προσεχτικά τη φλογέρα του Γιώργου. Εκτός από την ξύλινη φλογέρα που συνηθίζεται σε όλη την Ελλάδα, δυο είδη είναι ή ήταν γνωστά, εκεί σ' αυτούς τους πλανήτες. Το ένα, με βαθύ και βροντερό ήχο, είναι μια πριονισμένη κάννη τουφεκιού όπου έχουν ανοίξει τρύπες στα ανάλογα διαστήματα. Το άλλο είδος, λέει στο Οι Σαρακατσάνοι, το φτιάχνουν με το πιο μακρύ κόκαλο από τη φτερούγα του αετού.

Ξέρουμε πως αυτό το πουλί το αποστρέφονται. Νομίζω ότι η φλογέρα του Γιώργου ήταν από κείνες. Αφού σκότωσε τον αετό και καθάρισε το κόκαλο της φτερούγας θάβοντας το στο χώμα, θα έπρεπε να εξουδετερώσει το κακό μάνα* του αφήνοντας το σαράντα μέρες κάτω από την Αγία Τράπεζα για εξαγνισμό και για ξόρκισμα, προτού ξεθαρρευτεί ν' ανοίξει τις τρύπες για τα δάχτυλα και να το ακουμπήσει στα χείλη του.

Στα ονόματα του Hoeg και της Χατζημιχάλη, πρέπει να προστεθεί τώρα ένα τρίτο, και, αυτή τη φορά, αγγλικό. Εφέτος μόνο, την Άνοιξη, σε κάτι πεταχτές επισκέψεις σε καταυλισμούς, στη μακρινή Ήπειρο, για ανανέωση της επαφής, άκουσα για πρώτη φορά να μιλάνε για τον «Τζων» και τη «Σήλα». Πρόφεραν πάντοτε με στοργή, σαν να τους ανήκαν, αυτές τις συλλαβές, που ήταν ονόματα μαγικά ανάμεσα στους νομάδες. Μου χρειάστηκε κάμποσος καιρός για να συσχετίσω αυτά τα μυστηριώδη και σχεδόν μυθικά πλάσματα (που, καθώς μας είπαν οι νομάδες, είχαν ζήσει χρόνια κοντά τους, σε μια καλύβα που τους είχαν χτίσει, μιλούσαν το ιδίωμα τους και τους συνόδευαν στις μετακινήσεις τους) με τον John Campbell, τον κοινωνικό ανθρωπολόγο, και τη γυναίκα του τη Sheila. Εν τούτοις ήταν αυτοί, και αργότερα είχα την τύχη να τους βρω στην Αθήνα. Μιλήσαμε για τους Σαρακατσάνους ώρες ολόκληρες, και για να διακοσμήσω αυτό το κεφάλαιο, που μυρίζει κιόλας κλεφτολόγημα, δανείστηκα διάφορα πολύτιμα ψήγματα γνώσεων από το δικό τους σπήλαιο του Αλαδίνου. Τα παλαιότερα βιβλία, ακόμα και τούτες οι σελίδες, αγωνίστηκαν ν' αποδείξουν κάποια θεωρία ιστορικής προέλευσης. Έτσι, μια καθαρά ανθρωπολογική μελέτη των Σαρακατσάνων, όπως του John Campbell, έχει μοναδική σημασία, και αν την αγνοήσει όποιος σπουδάζει τη σημερινή Ελλάδα, δε θα είναι για καλό του.
Οι τελευταίοι σχεδόν Σαρακατσάνοι που είδα ήταν ένας καταυλισμός πάνω από το Ριζάνι, στους πρόποδες των βουνών της Θεσπρωτίας, στη Δυτική Ήπειρο. Οι λεύκες και η βοτσαλόστρωτη κοίτη του πρασινογάλαζου Καλαμά ξετυλίγονται προς τα δυτικά, μέσα από τις οροσειρές του Μπάιρον, κατά την Ηγουμενίτσα και το Ιόνιο πέλαγος. Το περίγραμμα της Κέρκυρας κόβει στα δύο το οδοντωτό τρίγωνο των βουνών που βρίσκονται στο πρώτο πλάνο, σαν το κούτσουρο που κρατάει ορθάνοιχτο το στόμα ενός αιχμαλωτισμένου αλιγάτορα. Φυσούσε, και είχε από ώρα σκοτεινιάσει, όταν η Ιωάννα και ο Τζων Κράξτον κι εγώ φτάσαμε στον μικρό οικισμό της οικογένειας Χαρίση. Εδώ, το σύνθημα για να περάσεις, που ήταν το όνομα του Campbell, έκανε αμέσως το θαύμα του, και σε λίγο είχαμε καθίσει με τις κάλτσες χάμω στα στρωσίδια, και σε μεντέρια από χαμόκλαδα και φτέρες σκεπασμένα με βελέντζες, πλάι στο τζάκι, στη γωνιά της ορθογώνιας καλύβας του Γιάννη του τσέλιγκα, που ορθωνόταν ανάμεσα στις άλλες, τις κωνικές, σαν μια μικρή καλαμένια βασιλική. Η γωνιά γύρω στο τζάκι χωριζόταν από την υπόλοιπη καλύβα με ένα είδος τέμπλου από πλεγμένες λυγαριές. Οι άντρες φορούσαν όλοι σακάκια από μαύρο υφαντό του αργαλειού και παντελόνια που στένευαν προς τα κάτω· οι γυναίκες τους, δυστυχώς, είχαν εγκαταλείψει τις γεωμετρικές και δίχρωμες φορεσιές τους κι είχαν υιοθετήσει το συνηθισμένο πένθιμο μαύρο φουστάνι που φοράνε οι περισσότερες χωρικές στην Ελλάδα· δεν ξεχώριζαν από κείνες παρά με τις κοκαλωτές πιέτες της φούστας τους και τις μετάλλινες πόρπες στις ζώνες. Οι παράξενες στολές που έβαζαν οι γριές είχαν μείνει στοιβαγμένες στην άκρη· τις έβγαζαν μονάχα και τις καμάρωναν, μια φορά στο τόσο, σαν πολύτιμα αλλά ξεπερασμένα κειμήλια. Ένα ακόμα σημείο των καιρών ήταν ότι αυτή η εγκατάσταση είχε γίνει ημιμόνιμη χειμερινή διαμονή. Καθώς περνούσαμε, ο φακός που κρατούσαμε μας είχε φανερώσει δυο σειρές κρεμμύδια και μερικές νιοφυτεμένες ελιές: αμείλικτοι τοτεμικοί στύλοι μιας επικείμενης μονιμότητας. Σε κανένα μήνα ακόμα οι σκηνίτες θα τραβούσαν για τις ορεινές βοσκές πάνω από το χωριό τη Βίτσα, ψηλά στα γυμνά και υπέροχα βουνά του Ζαγορίου, ανάμεσα στα Γιάννενα και στα αλβανικά σύνορα.

Παρ' όλα αυτά, δεν μπορούσες να μην αντιληφθείς την απόλυτη διαφορά του οικοδεσπότη μας και των πολλών του αδερφιών και των γυναικών τους και των απογόνων τους - που ήταν όλοι κατά κάποιον τρόπο στοιβαγμένοι μέσα σε αυτή την κατάφωτη κόχη - από τον υπόλοιπο κόσμο· στο γλωσσικό ιδίωμα, στη συμπεριφορά, στην εμφάνιση, στο ύφος και στον τρόπο με τον οποίο εκφράζονταν. Τα μαλλιά τους ήταν ξανθά και ξεχτένιστα, τα πρόσωπα τους με βουλιαγμένα μάγουλα και αετίσια κατατομή, τα γκριζογάλανα μάτια τους ορθάνοιχτα, ξύπνια και θαρρετά. Το αποφασιστικό και λεπτό περίγραμμα του πηγουνιού, των ρουθουνιών, της μύτης, των μήλων και του μετώπου, που φωτίζονταν όλα από κάτω - όπως τα πρόσωπα των Αποστόλων στο Δείπνο στους Εμμαούς - από τα πουρναρόκλαδα που καίγονταν κι από ένα λαδολύχναρο πάνω σ' ένα σιδερένιο τρίποδο, έμοιαζε σχεδόν αφύσικα αριστοκρατικό. (Θα έκαναν πιο ύστερα τους πολίτες της μικρής σκυθρωπής πολιτείας, της Ηγουμενίτσας, να δείχνουν πληβείοι, σχεδόν κτηνώδεις, στα κακομαθημένα μάτια μας). Ο ανέμελος ρυθμός της κουβέντας τους, η τόλμη, το χιούμορ και η άνεση και η φιλική διάθεση και η έλλειψη νευρικότητας στον τρόπο με τον οποίο σε καλωσόριζαν, ήταν πραγματικά υψηλού επιπέδου, ένα διδακτικό παράδειγμα εκείνου που ο Ψαστιγλιονε στο Cortegιanο ονομάζει Spezzatura η υπέρτατη λεπτότητα στους τρόπους. Το ίδιο ίσχυε και για τα παιδιά - οι σκιές, σαν τον Άργο, ήταν γεμάτες από τα μάτια των όμορφων γόνων τους - και για τις γυναίκες που στέκονταν στα κατώφλια και συχνά έμπαιναν στη γενική συζήτηση αυθόρμητα και παραβλέποντας την ιεραρχία. Πρόσεξα ότι μόνον οι σύζυγοι φώναζαν τις γυναίκες τους με τα βαφτιστικά τους ονόματα· οι άλλοι τους απευθύνονταν με τη θηλυκή μορφή του ονόματος των αντρών τους, «Γιάνναινα», «Αντώναινα», «Νικόλαινα», «Γιώργαινα», και τα λοιπά.


Μετά το ψωμί και το γάλα, το ποτήρι με το ούζο άρχισε να περνάει γύρω γύρω ολοταχώς. Για να μας τιμήσουν, είπαν να σφάξουν ένα από τα δυο μικρούλικα κατσικάκια που είχαν φέρει το πρωί στον καταυλισμό. Αρνηθήκαμε (και πιθανότατα τους στενοχωρήσαμε πραγματικά, γιατί λαχταράνε μια δικαιολογία για να φάνε κρέας)· πρώτον γιατί δε θέλαμε να γίνουμε μπελάς - λάθος μας - και δεύτερον γιατί είχαμε δει τα δυο κατσικάκια μαζί με τη μάνα τους σ' ένα καλυβάκι εκεί δίπλα· χαριτωμένα μικρά πλάσματα με άσπρες και μαύρες βούλες, που δε μας έκανε καρδιά να τα καταδικάσουμε. Βρήκαμε πρόφαση τη Σαρακοστή, κι όλοι γύρισαν ο ένας στον άλλον με θαυμασμό και θλίψη λέγοντας:

- Για κοίτα! Τι θρήσκοι είν' αυτοί οι ξένοι· όχι σαν εμάς!

Ξέροντας πόσο αυστηρή είναι η νηστεία τους, και καταλαβαίνοντας πολύ αργά πόσο καλόδεχτη θα ήταν μια παράβαση δικαιολογημένη ή επικυρωμένη από τους νόμους της φιλοξενίας, καταντραπήκαμε, γεμάτοι αμηχανία για την υποκρισία μας, και ευχηθήκαμε να μπορούσαμε να ανακαλέσουμε την άρνηση μας. Ο Αντώνης, ο μικρότερος αδερφός του τσέλιγκα, ο πιο όμορφος και ο πιο ξύπνιος της παρέας, μας έδειξε το κυλινδρικό μετάλλινο σκέπασμα, ένα μέτρο περίπου διάμετρο, που εφάρμοζε ακριβώς στο στρογγυλό υπερυψωμένο και στρωμένο με άργιλο κοίλωμα του τζακιού· εκεί από κάτω έψηναν το ψωμί και τις πίτες τους και αρνιά και κατσικάκια, όταν είχαν. Κοντά μας ήρθε ένα ζωηρό παλικάρι που το έλεγαν Χρίστο Γκόγκολα· αυτός ξεχειμώνιαζε σε μια στάνη πενήντα μίλια μακριά, αλλά το καλοκαίρι ήτανε γείτονας κι είχε έρθει να τους καλέσει στο γάμο του, αμέσως μετά το Πάσχα. Ξανακυκλοφόρησε το ούζο, και σε λίγο η καλύβα γέμισε τραγούδια που υμνούσαν τον Κατσαντώνη, τον Τζαβέλλα κι άλλους ήρωες της κλεφτουριάς. Σιγά σιγά η βραδιά κατάληξε σε μια βεγγέρα με παραμύθια, προπάντων από τον Αντώνη, σ' ένα βαρύ και δυσνόητο ιδίωμα, που έκοβε άσπλαχνα τα τελικά φωνήεντα κι έτρωγε τα μεσαία, μ' έναν τρόπο που θύμιζε κάπως τα ρώσικα. Έπρεπε να εντείνεις όλες σου τις διανοητικές ικανότητες για να παρακολουθήσεις το νόημα. Ήτανε παραμύθια που μοιάζανε κάπως με του Γκριμμ, όπου έπαιζαν μεγάλο ρόλο φίδια και λύκοι και σκύλοι που μιλούσαν· είχε και βοσκούς που καταλάβαιναν κι αυτοί τη γλώσσα των ζώων κι επιστράτευαν βοηθούς από το βασίλειο τους - πετεινούς, γαϊδάρους, σκύλους και χελιδόνια - για να συμβιβάσουν τους συζυγικούς τους καβγάδες. Ναι, αποστρέφονταν τους αετούς, είπε ο Αντώνης όταν τον ρώτησα, και για τους γνωστούς λόγους. Οι κούκοι, τα περιστέρια και τα χελιδόνια ήταν τ' αγαπημένα τους πουλιά· αντιπροσώπευαν το καλοκαίρι και τα βουνά, κι όταν φεύγεις από τα βουνά για τους κάμπους, είναι πάντοτε σαν εξορία: «Έτσι κι ακούσουν τον κούκο τ' αρνιά, ξέρουμε πως είμαστε εν τάξει». Μιλούσαν για φίδια που πήγαιναν και έπιναν γάλα κοντά στη φωτιά· ποτέ δεν πρέπει να πειράξεις ένα τέτοιο φίδι -είναι το στοιχειό, το πνεύμα, ο δαίμονας της κατοικίας, ακριβώς όπως ήταν και στην αρχαιότητα, και φέρνει καλοτυχιά στο σπιτικό. Έξω από τα παραμύθια, λέγανε πως μερικοί γέροι καταλαβαίνουν τη γλώσσα των ζώων και μίλησαν για την περίπτωση ενός βοσκού που τον είχαν πάρει τα γεράματα και που έμαθε πότε ακριβώς θα πεθάνει κρυφακούοντας ένα σκυλί κι έναν κόκορα που κουβέντιαζαν έξω από την καλύβα του.


- Αυτά όλα είναι λόγια, είπε ο τσέλιγκας, άνθρωπος με νοοτροπία ρασιοναλιστική. Εμένα ποτέ δε μου έτυχε τέτοιο πράγμα. Ίσως εδώ και πολλά χρόνια, στον καιρό των παππούδων μας. Όχι τώρα...


Οι λύκοι, ιδίως στα Ζαγοροχώρια, ήταν αδιάκοπη απειλή· μπορούσες να τους δεις να μαζεύονται ανάμεσα στους βράχους, κοπάδια από είκοσι και παραπάνω, και το ουρλιαχτό τους σου πάγωνε την καρδιά. Όποιος σκότωνε λύκο, του έκοβε το κεφάλι και το 'φερνε γύρο στις καλύβες, το κατέβαζε μάλιστα και στα χωριά, και μάζευε δώρα, λεφτά είτε αυγά είτε κρασί. Ο Αντώνης, εδώ και τρία χρόνια, είχε πετύχει μια φωλιά λυκόπουλα και προσπάθησε να τα μεγαλώσει - άδικα. «Όμορφα ζωντανά, αλλά η κακία τους φαίνεται στα μάτια τους...» Και τα τσακάλια είναι κίνδυνος για τα αρνιά και τα γίδια. Αλεπούδες είχε πλήθος, αλλά αυτές κυνηγάνε μόνο τα κοτόπουλα, κι έτσι δεν τους νοιάζει για δαύτες. Καμιά φορά βλέπουν ελάφια στα βουνά, αρκούδες όμως βρίσκεις μονάχα πολύ πιο ανατολικά, στους Κουτσόβλαχους, στις μακεδόνικες πλαγιές της Πίνδου.


- Κι είναι και οι δίποδοι λύκοι, είπε με μυστηριώδες ύφος ο τσέλιγκας. Και δεν κυνηγάνε μόνο πρόβατα και αρνιά. Κάτι τέτοιοι μου 'κλεψαν έξι άλογα που τα είχα πεδικλώσει και τα είχα αφήσει να βόσκουν πέρα στο βουνό. Μπορεί να τα πήραν οι χωριάτες, πάντα έχουμε μπελάδες με δαύτους. Είτε οι Βλάχοι. Μέρες ολόκληρες τα γύρευα, αλλά δεν ξαναείδα ούτε τρίχα από τ' άλογα μου. Ίσως να τα πουλήσανε στα Γιάννενα, ή και πιο μακριά, στη Θεσσαλία. Μπορεί και στους Βλάχους.


Ήξεραν τα πάντα για τους Ίσκιους και τους Δαίμονες, τα Σκιάσματα και τον Δαούτη· ήτανε καταραμένη φάρα. Ο Αντώνης μίλησε για κάτι χειρότερο. Μέσα στα βουνά του Ζαγορίου, πέρα από τη Βίτσα και το Μονοδέντρι, εκεί που έβοσκαν τα κοπάδια τους το καλοκαίρι, περνάει το στενό και τρομαχτικό φαράγγι του Βίκου, που πέφτει κατακόρυφα στην άβυσσο, σε μεγάλο βάθος: ένα απερίγραπτο χάος από κοτρόνια και μυτερούς βράχους, κι ανάμεσα τους, όταν φουσκώνουν τα νερά, ένας παραπόταμος του Αώου αφρίζει μ' έναν κρότο σαν μακρινή βροντή.

- Αν ακούσεις φλογέρες και όργανα να παίζουν εκεί κάτω, έλεγε ο Αντώνης και τα μακριά του δάχτυλα απλώνονταν κατά τη φωτιά για να ξορκίσουν αυτή την ολέθρια μουσική, βιολιά και κιθάρες και μαντολίνα - να ξέρεις, δεν είναι κανένας εκεί κάτω, δεν έχει μουσικούς - είναι πολύ πολύ κακό... Κακό για τα κοπάδια, κακό για μας, κακό για όλους...

Οι άλλοι κουνούσαν το κεφάλι συγκατανεύοντας, σκεφτικοί και μελαγχολικοί, σαν να μετάνιωναν που έφεραν στη μέση αυτό το θέμα. Τα Γιάννενα, η πρωτεύουσα της Ηπείρου, την οποία, μόλο που είχαν περάσει εκατό φορές από κοντά με τα κοπάδια τους, λίγοι είχαν επισκεφτεί, ξεφύτρωνε μες στην κουβέντα τους και τους κοβόταν η ανάσα, λες κι ήταν το Λονδίνο ή το Παρίσι ή η Βαβυλώνα, εστία ανήκουστης χλιδής και κεντρικό μοτίβο εξωφρενικών εικασιών και διαδόσεων. Αλλά όταν η κουβέντα γύριζε στα καλοκαιρινά τους βοσκοτόπια, στα Ζαγοροχώρια, ολωνών τα μάτια φωτίζονταν, όπως των τέκνων του Ισραήλ όταν σκέφτονταν τη Χαναάν, κι άρχιζαν να μιλάνε όλοι συγχρόνως. Εκεί πέρα έπρεπε να πάμε να μείνουμε μαζί τους! Τι πιτσούνια, τι λαγοί! Εκεί δε σου χρειαζότανε κρασί - σε μεθούσε ο αέρας· κι άσε πια τον ίσκιο, το χορτάρι, τα δέντρα καί το νερό -να δεις το νερό πώς αναβρύζει μέσα από τον ριζιμιό βράχο, κρύο μπούζι, δεν πίνεται, έτσι κρύο που είναι, και μπορείς να το πίνεις με την οκά και να νιώθεις γίγαντας... Δεν έβρισκαν πια λόγια.


Μας ικέτευαν να μείνουμε. Ήθελαν να πουν κι άλλα για τα θαύματα των βουνών τους και φλέγονταν κι εκείνοι να μάθουν τα νέα από τον έξω κόσμο - τους τύχαιναν τόσο σπάνια ξένοι για να κουβεντιάσουν.

- Άκου τον άνεμο! έλεγαν.

Αλλά και τώρα, όπως και στη Συκαράγη, κάποια βαρετή αιτία μάς καλούσε στην Ηγουμενίτσα και στη θάλασσα. Σηκωθήκαμε να φύγουμε με το πρώτο άρμεγμα, στις μικρές ώρες, και μας προσκαλούσαν με μια φωνή, καθώς βγήκαμε από την καλύβα, να μοιραστούμε το λαμπριάτικο αρνί τους το Πάσχα και νά 'ρθουμε στο γάμο του Γκόγκολα και προπάντων να τους επισκεφτούμε στα βουνά. Οι μισοί από την παρέα ετοιμάστηκαν να μας συνοδέψουν ως τη δημοσιά «για να μην πέσουμε στους βράχους και στους γκρεμούς». Το φεγγάρι κρυβόταν στον γαλατόχρωμο νεφελοκομμένο ουρανό. Ένας δυνατός άνεμος φυσούσε, κι ένα ξεσκλίδι από μακρύ ασημοκύκλωτο σύννεφο κρεμόταν στον ουρανό πάνω από τη θάλασσα κι από το αχνό σχήμα της Κέρκυρας. Από το διπλανό καλύβι ακούγαμε τα δυο κατσικάκια που βέλαζαν λυπητερά. Ο Αντώνης γέλασε.

- Ακούστε! είπε, ξέρουν πως τη γλίτωσαν και λένε ευχαριστώ. Θα σφάξουμε ένα αρνί όταν θ' ανεβείτε στα Ζαγοροχώρια και θα χτυπήσουμε και κανένα λαγό, τίποτα πιτσούνια και καμιά πέρδικα. Είναι κάτι πουλιά! - πιο παχιά από κείνα που θρέφουν σε κλουβιά, στα Γιάννενα, για τους στρατηγούς και τους νομαρχαίους και τους δικαστές και τους δικηγόρους και τους εμπόρους και τους δεσποτάδες...

Την άλλη μέρα κινήσαμε κατά το Νοτιά, μέσα από τα βουνά της Θεσπρωτίας που ορθώνονται πάνω από τις ηπειρώτικες ακτές, ανάμεσα στην Ηγουμενίτσα και την Πάργα, μια απομονωμένη περιοχή γεμάτη κακοτράχαλα χωριά με γκρεμισμένους μιναρέδες και ερειπωμένα τζαμιά, όπου άλλοτε Αλβανοί μπέηδες και αγάδες ζούσαν σε αρχοντικά κονάκια μες στα πλατάνια· πολλοί χωρικοί μιλάνε τσάμικα, μια αλβανική διάλεκτο. Είναι ένας κόσμος σχεδόν απρόσιτος, που σου παρουσιάζει ξαφνικά χλοερά πλατώματα με άγριες ίριδες και ανεμώνες και λιβάδια με νάρκισσους και κωνικούς λόφους και κρυφές λίμνες με βάλτους και καλαμιές και κοπάδια νεροπούλια. Πέρα από το μο-νοκόμματο ανατολικό φράγμα, τα βουνά πέφτουν απότομα στον κάμπο της Αχερουσίας, όπου, κάτω από τον ίσκιο του μεγάλου ορεινού οχυρού, του Σουλίου, σμίγουν οι δυο ποταμοί του Άδη, ο Αχέρων και ο Κωκυτός. Πολλοί Βλάχοι και Καραγκούνηδες βόσκουν τα κοπάδια τους σ' αυτόν τον περίκλειστο τόπο. Κάτω από έναν οικισμό με άχαρες και αποσαθρωμένες καλύβες, σε μια ανεμοδαρμένη πλαγιά, πέσαμε πάνω σε κάτι Σαρακατσάνους από τα βορινά Ζαγόρια μ' ένα μεγάλο κοπάδι μαύρα γίδια. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα κοπάδια, κοντά στις καλύβες και στα μαντριά, υψώνονταν κάτι μυστηριώδεις κωνικοί σωροί από λιθάρια, ψηλοί ίσαμε δυο τρία μέτρα, που είχαν ριγμένη στην κορφή μια τσοπάνικη κάπα με κουκούλα. Φάνταζαν παράξενοι και δυσοίωνοι. Ρωτήσαμε έναν από τους βοσκούς για ποιο σκοπό τους είχαν.
- Για να φοβούνται οι λύκοι και να φεύγουν, είπε.
- Έχετε πολλούς λύκους εδώ;
- Αχ! είπε θλιβερά. Τέτοιος είναι ο τόπος...
Τέτοιος έμοιαζε, αλήθεια.

Τώρα, κάπως απρόθυμα, πρέπει να σταματήσω αυτές τις αναδρομές στο παρελθόν και τα υστερόγραφα - καιρός είναι, πιστεύω - και να πάω κάμποσα χρόνια, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα στο χώρο και καμιά πενηνταριά σελίδες πίσω, στο κεντρικό νήμα τούτης της αφήγησης από όπου αρχίσαμε να λοξοδρομούμε, ανάμεσα στις φούντες και στην ταπετσαρία με τα κουμπιά του βαγονιού που μας πήγαινε με τραντάγματα μες στα σκοτάδια της Θράκης, από τη Συκαράγη στην Αλεξανδρούπολη.


Δεν είχαν περάσει πολλά λεπτά, και ο ελεγκτής πάτησε με κίνδυνο της ζωής του στο εξωτερικό σανίδωμα και σκαρφάλωσε μέσα, όχι για να χτυπήσει τα εισιτήρια μας, αλλά για κουβέντα. Ήμαστε οι μόνοι του επιβάτες. Ήταν ένας μελαχρινός, κεφάτος, στρογγυλοπρόσωπος πρόσφυγας από τη Σμύρνη.

- Ε, είπε γελαστά και μας πρόσφερε τσιγάρο, βρήκατε πού κρύβουν τα πιθάρια τους με το χρυσάφι; Μου φέρατε κι εμένα; Δε θα μου κακορχότανε, με τούτη τη δουλειά που κάνω.
Του είπαμε για το γάμο. Καθώς είχα κιόλας αφομοιώσει μια δυο αόριστες έννοιες για την πιθανότητα της αρχαίας καταγωγής των Σαρακατσάνων, τον ρώτησα τι ιδέα είχε γι' αυτό το θέμα.
- Δεν ξέρω, είπε με κέφι, και προπάντων δε με νοιάζει. Τους σιχαίνομαι τους Αρχαίους. Μας έβαζαν να μαθαίνουμε τα πάντα για δαύτους στο σχολείο: τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη, τον Περικλή, τον Λεωνίδα, τον Αριστοτέλη, τον Ευριπίδη, τον Όμηρο -Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον, ος μάλα πολλά, και τα ρέστα. Όχι, δεν τους σιχαίνομαι: τα παραλέω. Αλλά τι σχέση έχουν αυτοί με μένα; Μπορεί να είναι η καταγωγή μας από κείνους, μπορεί και όχι, κι έπειτα; Κι εκείνοι, από πού ήταν η καταγωγή τους, ε; Κανένας δεν το ξέρει. Ήταν Έλληνες, κι εμείς Έλληνες είμαστε, αυτό ξέρουμε μονάχα. Εγώ είμαι από τη Σμύρνη - αρχαία ελληνική πόλη, για να ξέρετε - και ίσως να είμαι πιο Έλληνας από τους Έλληνες της Αθήνας, πιο Έλληνας από τους Σαρακατσάνους σας, αυτό έχω να πω. Κι έπειτα; Η Ελλάδα είναι μια ιδέα, σας το λέω εγώ! Αυτή μας ενώνει όλους - αυτή, και η γλώσσα και ο τόπος και η Εκκλησία - όχι πως μ' αρέσουν ιδιαίτερα οι παπάδες, αλλά τους χρωστάμε πολλά. Και κείνοι οι παλαιοί Έλληνες, οι ένδοξοι προγονοί μας, είναι ένας μπελάς, και θα σας πω το γιατί. Δε μας αφήνουν σε ησυχία. Ποτέ δε θα μπορέσουμε να γίνουμε μεγάλοι σαν και κείνους, κανείς πια δε θα μπορέσει. Μας κάνουν να νιώθουμε ένοχοι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, έτσι νομίζει ο κόσμος, εξαιτίας από κάτι παλιά βιβλία και ναούς και κομμάτια μάρμαρο. Και οι μορφωμένοι ξένοι που ξέρουν τα πάντα για τους Αρχαίους έρχονται εδώ και περιμένουν να δουν γύρω τους Απόλλωνες, και αρχοντόπουλα με περικεφαλαίες και δαφνόφυλλα, και τι βλέπουν; Εμένα: έναν κοντόπαχο μαυριδερό άνθρωπο με μουστάκι και με κάτι μάτια σαν κουμπάκια!
Γέλασε καλόκαρδα.
- Στο διάολο να πάνε! Δώσ' μου τους άντρες του Εικοσιένα που έδιωξαν τους Τούρκους, δώσ' μου τον Αβέρωφ, που μας χάρισε ένα πολεμικό από την τσέπη του, δώσ' μου τον Βενιζέλο, που μας έσωσε όλους κι έκανε την Ελλάδα κράτος της προκοπής. Τι έχουν δηλαδή αυτοί; Αν δεν ήμαστε ηλίθιοι και δεν τσακωνόμαστε όλη την ώρα αναμεταξύ μας, αν μπορούσαμε να μην έχουμε πολέμους ή επαναστάσεις για πενήντα χρόνια - πενήντα χρόνια, δε ζητάω παραπάνω - θα βλέπατε τι χώρα θα είχαμε γίνει! Τότε μπορούσαμε ν' αρχίσουμε να νοιαζόμαστε για τον Δούρειο Ίππο και να ξεδιαλύνουμε τη σχέση μας με τον Περικλή και να ανακαλύψουμε αν οι Σαρακατσάνοι κατάγονται από τους Αρχαίους Έλληνες!

Καταλάβαινα την άποψή του. Για μερικούς οι Αρχαίοι είναι πηγή έμπνευσης και αόριστης περηφάνιας· ο έξω κόσμος τούς δίνει τόση σημασία! Για άλλους είναι μια διαρκής αιτία εκνευρισμού. «Και το Βυζάντιο; Από κει προέρχονται οι παραδόσεις μας, θα μπορούσε να σκεφτεί ένας σημερινός Έλληνας· όχι από τον Περικλή που αγόρευε στην Ακρόπολη ούτε από το βαρέλι του Διογένη ούτε από τη σκηνή του Αχιλλέα».
Τι 'ναι γι' αυτόν η Εκάβη, ή αυτός για την Εκάβη;

Απόσπασμα πό το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φερμορ "ΡΟΥΜΕΛΗ" των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.