Έβγα Απρίλη, αρχές Μάη δεν τον κρατάει το Σαρακατσιάνο ο κάμπος. Δεν τον χωράει ο τόπος.
Καψώνει κι ο νους του είναι στα βουνά. Έπειτα, το κυριότερο, αρχινάει και ξεραίνεται κι ο τόπος και τα πράματα δεν έχουν να βοσκήσουν. Όλα καλούν το Βλάχο για τα β'νά. Του φαίνεται, πως άμα κάτσει στον κάμπο, πάει χάθηκε, θα σκάσει απ’ τη ζέστα, θα πεθάνει. Στο μυαλό του δε μπορεί να ξεχωρίσει το καλοκαίρι απ’ τα βουνά και τα κρύα τα νερά.
Νιά κι ήρθε ο καιρός λοιπόν κι είμαστε για τα β'νά, πρέπει και να τοιμαστούμε. Οι άντρες όπως είδαμε ξελογαριάζονται. Μα μπορεί νάχουν κι άλλες δουλειές να τελειώσουν, πριν ξεκινήσουν για τα βουνά. να χρωστάν σε κάναν ντόπιον χωριάτη από τίποτα γέννημα που πήραν το χειμώνα, ή κάναν λογαριασμό στον Αρμυρό σε έμπορα και τέτοια. Όλα αυτά τα ταχτοποιούν. Ακόμα διορθώνουν και μπαλώνουν κάνα σαμάρι, μπαλντούμια, ίγκλες. αλλά και οι γυναίκες δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια. Αποξαίνουν τα μαλλιά κι όποια προφταίνει τα λαναρίζει κιόλας.
Πότε έφευγαν οι Σαρακατσιαναίοι απ’ τα χειμαδιά για τα βουνά;
Ανάλογα με το χειμαδιό, αν ήταν τόπος ζεστός ή ψήλωμα κι αν ξεραίνονταν γλήγορα ή άργειε, τη στράτα πούχαν να κάμουν, το αν ήταν δικό τους το χειμαδιό, γιατί αν δεν ήταν δικό τους (πούταν ο κανόνας τα χρόνια τα παλιά) έπρεπε να τ' αδειάσουν τ' άη-Γιωργιού με το παλιό. Όσο για τη στράτα πούχαν να κάμουν, πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν στάνες που ξεκίναγαν απ’ την Παλιά Ελλάδα (Κωπαϊδα, Ωρωπό κι Αλλά μέρη) κι έφταναν στη Μακεδονία κι έκαναν μέχρι και σαράντα και πενήντα μέρες στη στράτα. Πάντως το ξεκίνημα γένονταν εκεί, πίσω μπροστά απ’ τον Αη-Γιώργη, με το παλιό, όπως είπαμε.
Ύστερα απ’ το πρώτο κονάκι η στράτα (το ταξίδι) για τα β'νά έμπαινε σε κανονικό ρυθμό. Πριν όμως προσπαθήσουμε να το ζωντανέψουμε περιγράφοντάς το, ας θυμηθούμε κι ένα επεισόδιο: Εξόν απ' τ' αλαφρώματα, όσοι είχαν λίγο τον τρόπο τους, έστελναν κανιά βολά με το τραίνο και κανιά γριά ή γέροντα, λιανοπαίδια, κανιά μικρομάνα, ή κι ολόκληρη τη φαμελιά τους, για ν' αποφεύγουν την ταλαιπωρία της στράτας. Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια, τόσο και περσότερο γένονταν αυτό κι από περσότερους, ώσπου, εκεί γύρω απ’ το τριάντα και δώθε σιμά-κοντά, έβαναν και τα πρότα στο τραίνο, ιδίως όσοι πάαιναν στη Μακεδονία κι ήταν αλάργα κι η στράτα μακρινή.
Στη στράτα την Άνοιξη, όπως και το Χινόπωρο, πέρναγαν μέσα ή δίπλα από χωριά και κανιά βολά κι από πολιτείες. Σ' αυτές τις περιπτώσεις κοντοστέκονταν λίγο το καραβάνι, ή κι αναμερώντας καένας πούληγε το τυρί, αγόραζαν τίποτα ψιλοπράματα που τους χρειάζονταν κι οπωσδήποτε τίποτα ψευτογλυκατζούρια και καλούδια για τα μικρά ή για κανιά γριά ανήμπορη και πριν απ' ούλα χαλβούλη! Τα λίμαζαν τα καλούδια τα καημένα τα Βλαχόπ'λα, γιατί πολύ τα στερεύονταν. Αριά και πού τάγλεπαν, κι ύστερα και το φαΐ τους ήταν ολοένα γαλατάκι και ψωμοτύρι, κι αν τούχαν όλα και το τυρί μπόλικο. Και το ψωμί τους ήταν τις περσότερες βολές μπομπότα.
Οι Σαρακατσιαναίοι, ιδίως τα παλιά τα χρόνια, ήταν κοσμογυρισμένοι άνθρωποι και με πολλές γνωριμίες. Αλώνιζαν όχι τη σημερινή Ελλάδα, αλλά όλη τη Βαλκανική, ιδίως επί τουρκοκρατίας. Το καλοκαίρι στα βουνά, το χειμώνα στα χειμαδιά. Φέτος σε τούτη τη στράτα, του χρόνου στην άλλη. Πέρσι κατά κείνο το βουνό, φέτο κατά τ' άλλο. Δυο βολές το χρόνο άλλαζαν κατοικιό. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου γεννήθηκε (νομίζω το 1882) στη Ρετσιώνα. Δεν είναι χωριό, τσιφλίκι πρέπει νάταν τότε και τούχε ένας Ρετσιώνης, που ή πήρε τ' όνομα απ’ το τσιφλίκι ή έδωκε τ' όνομα στο τσιφλίκι. Υπάγεται στο χωριό Βαθύ (τώρα Αυλίδα), είναι εκεί πούναι το βουνό Ρετσιώνα, που πάμε απ’ την Αθήνα στη Χαλκίδα. Εκεί ξεχείμαζαν.
Ο τόπος την Άνοιξη είναι κλειστός, γιατί ολούθε είναι σπαρτά. Και πολλές βολές τα κοπάδια είναι αναγκασμένα να περπατούν τη νύχτα κατάστρατα, ανάμεσα απ’ τα σπαρτά, χωρίς ν' αναμεράν για βοσκή. Κι όσο νάναι, κοπάδια ολόκληρα είναι, και θα πατήσουν στο σπαρτό και κάτι θ' αρπάξουν να φαν περπατώντας. Κι αυτό θα γένει όσο και να θελήσουν οι τσιοπαναραίοι να τ' αμποδίσουν, άσε που οι Σαρακατσιαναίοι όλο και θα τ' αφήκουν κάτι ν' αρπάξουν, κάτι να φαν.
Την Άνοιξη άμα ξεκινάγαμε, δε χασομέραγαμε στη στράτα. Και για να μην πιάσουν δυνατές ζέστες και κακοπάθει το βιο, αλλά και γιατί το βιο μαξουλεύονταν, κι όσο νάναι, στη στράτα το μαξούλι πάαινε χαμένο με το να το δίνουμε τσαντίλα εδώ και τσαντίλα εκεί και σε ό,τι τιμή κι αν βρίσκονταν.
Απ’ το κονάκι πώκαναμε Απ' όξω απ’ την Καρδίτσα, δηλαδή το Τσιαούσι, Προσηλάκι, Παλιόκαστρο ή Μεριά της Καρδίτσας, πάαιναμε στη Νεβρόπολη. Από κει στου Καραμανώλη, εκτός τελευταία που πάαιναμε απ’ το Νεχώρι, κι από κει στην Καρυά μας. Αυτά ήταν τα τελευταία κονάκια μας.
Φορτώνοντας απ’ το Τσιαούσι, ας πούμε, για τη Νεβρόπολη περνάγαμε απ’ το Βλάσδο. Εκεί είχαμε μόνιμους από χρόνια φίλους και κουμπάρους, το Μοσχοβάκη, το Φούντα, πούχαν καί μαγαζιά. Το Βλάσδο ήταν απαραίτητο πέρασμα, σκάλωμα, Άνοιξη-Χινόπωρο. Εκεί άφιναμε και τα τεντόξυλα, τις τεντόφουρκες.
Η Νεβρόπολη έχει μεγάλο υψόμετρο. Γύρω στα οκτακόσια μέτρα πρέπει νάναι. Κι είναι βουνό πια. Όμως για μας τα βουνά ήταν από εκεί και πάνω που αρχινάν τα έλατα και τα σπανά. Και πρώτο κονάκι στα έλατα και τελευταίο στη στράτα μας, πριν φτάσουμε στην Καρυά, ήταν τότε το κονάκι στου Καραμανώλη. Είναι το τρανό βουνό πάνω απ’ την Καρύτσα. Μετά τη Νεβρόπολη εκεί ξεφορτώναμε. Όχι κατάκορφα στο σπανό, λίγο χαμηλότερα, πρός τη μεριά του Καρβασαρά, μέσα στα έλατα. Έκανε ακόμα κρύο τσουχτερό.
Απ' του Καραμανώλη, κάνοντας ξεχωριστό κονάκι, πάαιναμε μόνο παλιά, ως το τριάντα περίπου. Από τότε και πέρα πάαιναμε κατ' ευθείαν απ’ τη Νεβρόπολη στην Καρυά, περνώντας απ’ το Νεχώρι, και μόνο τα κοπάδια πάαιναν απ' του Καραμανώλη. Και τελευταία πάαιναν και τα κοπάδια από κάτω, δηλαδή κατ' ευθείαν τη στράτα Νεβρόπολη-Νεχώρι και τους συνοικισμούς Πλακωτό-Μίσσα-Χώλιανο-Καΐπη-Καρυά. Μ' αυτό το δρομολόγιο κανιά βολά τα κονάκια ξεφόρτωναν και στον Καΐπη, από κάτω απ’ την Καρυά, εκεί που ξεχωρίζει η στράτα για την Καρυά απ’ τη στράτα που συνεχίζει και πααίνει στον Καρβασαρά.
Προτού φτάσουμε στην Καρυά και τελειώσουμε τη στράτα μας, ας κάμουμε έναν υπολογισμό, πόσα και ποια κονάκια έκαναμε απ’ τη Νταουτζιά ως την Καρυά. Πέρα απ' όσα θυμώμαν, ρώτησα τον πατέρα μου και τα εξακρίβωσα συγκεκριμμένα. Κι ήταν ετούτα: το πρώτο κονάκι τόκαναμε στη Γκουτζιαλάκα, στο Τσιαγκλιώτικο το μέρος, έβγαιναμε απ’ το σύνορο το Νταουτζιώτικο. Από κει στα Σπάρτα, περιφέρεια του χωριού Ντιριγκλή, ή στο Τζιαναρλή (Ενιπέα) από πέρα, στα κουλούρια τα Κουκλουμπασίτικα. Ύστερα στην Καράπλα, στα Πλατάνια, πέρα (δυτικά) απ’ τα Φέρσαλα.
Προτού κλείσουμε το ταξίδι μας, ας θυμηθούμε και κάνα-δυο επεισόδια:
Είμασταν ξεφορτωμένοι εκεί γύρα στην Καρδίτσα, που ακριβώς δε θυμώμαι, μάλλον στο Προσηλάκι. Κάποιος είχε ένα άλογο άρρωστο. Είχε φαίνεται σκουλήκια στην κοιλιά του και δε μπόρεγε να το πάρει απάνω του. Έχω μπροστά μου ολοζώντανη τη σκηνή της θεραπευτικής επέμβασης που του έγινε! Μαζώχτηκαν ένα σωρό άντρες και με τριχιές τόδεσαν απ’ τα ποδάρια, τις τράβηξαν απ’ τις άκρες και κρατώντας το κιόλας απουδώ κι απουκεί, τόρριξαν καταή και το ανασκέλωσαν. Έφεραν νιά μακριά βέργα ξύλινη τυλιγμένη με άσπρο πανί, σαν επίδεσμο, και αλειμμένη με μέλι.