Απ’ το κονάκι πώκαναμε Απ' όξω απ’ την Καρδίτσα, δηλαδή το Τσιαούσι, Προσηλάκι, Παλιόκαστρο ή Μεριά της Καρδίτσας, πάαιναμε στη Νεβρόπολη. Από κει στου Καραμανώλη, εκτός τελευταία που πάαιναμε απ’ το Νεχώρι, κι από κει στην Καρυά μας. Αυτά ήταν τα τελευταία κονάκια μας.
Φορτώνοντας απ’ το Τσιαούσι, ας πούμε, για τη Νεβρόπολη περνάγαμε απ’ το Βλάσδο. Εκεί είχαμε μόνιμους από χρόνια φίλους και κουμπάρους, το Μοσχοβάκη, το Φούντα, πούχαν καί μαγαζιά. Το Βλάσδο ήταν απαραίτητο πέρασμα, σκάλωμα, Άνοιξη-Χινόπωρο. Εκεί άφιναμε και τα τεντόξυλα, τις τεντόφουρκες.
Αυτό γένονταν και γιατί ζυγώναμε στον προορισμό μας και δε μας χρειάζονταν και πολύ, αλλά προ παντός γιατί ήταν δύσκολο να κουβαλιώνται και τα τεντόξυλα από κει κι απάνω, πώμπαιναμε στα βουνά πια κι η στράτα ήταν δύσκολη και κακοτράχαλη. Στη Νεβρόπολη έκοβαμε φούρκες και τεμπλιά για τις τέντες απ’ τα δέντρα που υπήρχαν εκεί άφθονα κι έστηναμε τις τσιατούρες πρόχειρα.
Η Νεβρόπολη, το μέρος ακριβώς πούναι τώρα η λίμνη του Μέγδοβα ή Ταυρωπού, ήταν τότε ένα απέραντο τσιαΐρι, με λίγα χωράφια καλλιεργημένα, δω και κει. Και την Άνοιξη που πέρναγαν οι Σαρακατσιαναίοι ζωντάνευε από κονάκια και κοπάδια. Ήταν διάβα για πολλές στάνες που ξεκαλοκαίριαζαν στ' Άγραφα, είτε έρχονταν απ’ τη Θεσσαλία, είτε έρχονταν απ’ την Παλιά Ελλάδα, Λειβαδιές, Φήβες, Κωπαΐδες, Ωρωπούς. Και τις μέρες εκείνες φύσαγε ο τόπος απ’ το βιό. Έχω μπροστά μου ολοζώντανη την εικόνα: Γιομάτος ο τόπος από φλώρες τσιατούρες, ομάδια-ομάδια, άλλες εδώ κι άλλες εκεί, κοπαδούρες γιδόπρατα ολούθε, άλογα βαλμαριά ολόκληρα να χλιμιτράν και να τρέχουν, Βλάχοι και Βλάχισσες να πααίνουν πέρα-δώθε και να χουιάζουν, δραγάτες καβάλα σ' άλογα και με γκράδες στον ώμο ν' αλωνίζουν τον τόπο σιουρώντας με σιουρίστρες και ρίχνοντας και τουφεκιές άμα έβλεπαν κάνα κοπάδι σ' απαγορεμένο μέρος ή σε σπαρτό, κι όλος ο τόπος να σειώται απ’ τα κυπροκούδουνα των κοπαδιών. Κι όλα αυτά μέσα στα χορτάρια και τα λούλουδα, μέσα στα φουντουμένα δέντρα και τις ανθισμένες μουρτζιές και τσαπουρνιές. Θεού χαρά ήταν όλα.
Κατακαημένη Νεβρόπολη! Αν έβλεπε κανένας τους τσοπαναραίους με τι καμάρι και περφάνια σαλάγαγαν τα κοπάδια, αρματωμένα με όλα τα κυπριά και τα κουδούνια τους, τους τσελιγκάδες πως διάβαιναν καβάλα στα μπινέκια τους, τις βλαχοπούλες ντυμένες στις καλές, σα σαλαμέντρες, πως πάαιναν φορτωμένες για νερό και καμαρωτές-καμαρωτές και τα Βλαχόπουλα πως χούϊαζαν, έπαιζαν και πήδαγαν, θα νάλεγε ότι όλος αυτός ο πρωτόγονος κόσμος ένοιωθε τον εαυτό του ευτυχισμένον. Κι όσο κι αν αυτή η εντύπωση ήταν εντύπωση της παιδικής μου ψυχής, ήταν κι αληθινή ως ένα σημείο, καθώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι έβγαιναν απ’ τη δοκιμασία του χειμώνα κι ένοιωθαν ότι φτάνουν στα βουνά τους και στα κρύα τα νερά τους.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"