Ύστερα απ’ το πρώτο κονάκι η στράτα (το ταξίδι) για τα β'νά έμπαινε σε κανονικό ρυθμό. Πριν όμως προσπαθήσουμε να το ζωντανέψουμε περιγράφοντάς το, ας θυμηθούμε κι ένα επεισόδιο: Εξόν απ' τ' αλαφρώματα, όσοι είχαν λίγο τον τρόπο τους, έστελναν κανιά βολά με το τραίνο και κανιά γριά ή γέροντα, λιανοπαίδια, κανιά μικρομάνα, ή κι ολόκληρη τη φαμελιά τους, για ν' αποφεύγουν την ταλαιπωρία της στράτας. Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια, τόσο και περσότερο γένονταν αυτό κι από περσότερους, ώσπου, εκεί γύρω απ’ το τριάντα και δώθε σιμά-κοντά, έβαναν και τα πρότα στο τραίνο, ιδίως όσοι πάαιναν στη Μακεδονία κι ήταν αλάργα κι η στράτα μακρινή.

Νιά χρονιά λοιπόν ο πατέρας μου, όταν φόρτωσαν τα κονάκια, άφ(η)κε πίσω τη βαβά μ' τη Ζώϊω, τη μάνα του, και μας τα λιανοπαίδια, δυό-τρία. Καθόμασταν ακόμα τότε στα κονάκια (καλύβια), αλλά μας άφηκε στο χωριό κι έμειναμε κανιά βδομάδα εκεί, όσο να φτάσουν τα κονάκια στην Καρδίτσα. 

Είχε κανονίσει και την ορισμένη μέρα μας πήρε ένας χωριάτης με το κάρο του και μας πήγε στο σταθμό στ' Αϊβαλί. Μας ξεφόρτωσε κι έφυγε ο άνθρωπος. Η βαβά μ' ρωτώντας πήγε κι έβγαλε εισιτήρια κι εμείς κολλημένα στο φουστάνι της. Καθόμασταν μαζωμένα με τη βαβά σε νιά ακρούλα, κι όταν σφύριξε και φάνηκε ένα τραίνο και θέλοντας ν' αλαργέψουμε λίγο απ’ τη γραμμή, η βαβά μ' τάχασε κι αντί να φύγει, τράβαγε κατά παν' στη γραμμή, το τραίνο έφτανε και θα μας έκοβε όλους για σημάδι, όπως είμασταν μαζωμένα στη βαβά, αν δεν σαλτάριζε ένας καποτραίνης (σιδηροδρομικός) και δε μας άρπαζε και με τα δυο τα χέρια του, γριά και λιανοπαίδια, να μας σβαρνίσει πέρα απ’ το τραίνο. Αναβέλαξαμε απ’ τη λαχτάρα κι η βαβά μ' τα ‘χασε η καημένη και σταυροκοπιόνταν. Δεν είχε ιδέα η καημένη!.

Και τώρα ας ματαγυρίσουμε στη στράτα μας. Ας πούμε ότι είμαστε ξεφορτωμένοι, ότι έχουμε κάμει κονάκι σε νιά μεριά, και την άλλη μέρα θα νάκαναμε άλλο κονάκι, άλλη διαδρομή.

Αργά λοιπόν το δειλινό, μόλις κρυώσει και σκαρίσουν τα κοπάδια κι αφού βοσκήσουν λίγο και ξεμουδιάσουν, τα μαζώνουν οι τσιοπαναραίοι κι από ένα-ένα τα φέρνουν στα κονάκια, εκεί δηλαδή πούναι στημένες οι τέντες, για άρμεμα, οι άντρες που δεν είναι τσιοπαναραίοι, έχουν φκιάσει στο μεταξύ στρούγκα. Η στρούγκα αυτή είναι πρόχειρη και γίνεται με παλούκια που μπήχνονται κυκλωτερά, λίγο σα μακρυνάρι, δένονται στην κορφή τους ένα με τ' άλλο με τριχιές, κι απάνω στην τριχιά ρίχνονται τσιόλια, που παίρνουν απ' όλα τα κονάκια. Αφήνουν ένα άνοι(γ)μα τρανό στο πίσω μέρος και νιά ντίρα (στενό πέρασμα) μπροστά, το μπροστοστρούγκι. Εκεί κάθονται στην αράδα από δω κι από κει οι αρμεχτάδες, απάνω σε τρανά λιθάρια, κοτρώνια, ή και σε κακάβια και καρδάρια αναποδογυρισμένα, ή και σε πυροστιές σκεπασμένες με κανιά διπλωμένη κάπα ή τσιόλι, άμα δεν έχει λιθάρια ο τόπος. Τα λιανοπαίδια τρέχουν όλα, άλλα να βαρέσουν από πίσω, δηλαδή να μην αφήκουν τα πρότα να φύγουν απ’ τη στρούγκα κι άλλα, ένα-δυό, μπαίνουν μέσα και «κεντάν», σκουντάν μπροστά τα πρότα από ένα-ένα με την κλίτσα, για να περνάν στο μπροστοστρούγκι να τ' αρμέν. Αρμέν (αρμέγουν) οι Βλάχοι και κουβεντιάζουν για τα πράματα, για τους τζερεμέδες που πλέρωσαν σε δραγάτες για κανιά ζημιά πώκαμαν, για το χορτάρι πούβραν στη στράτα, για την τιμή πώχει το γάλα και το τυρί, για το καινούργιο κονάκι που θα κάμουν και τέτοια.

Τελείωσε τ’ άρμεμα, θα μετρήσουν το γάλα σε καζάνι χαλκωματένιο ή τσίγκινο που θα το έχει φέρει όποιος παίρνει το γάλα, όποιος έχει αράδα, και πιάνοντας το δυο απ' τ' αρβάλια (χερούλια) το σηκώνουν και το πάν στο κονάκι του, στην τέντα του, για να το πήξει.

Στο μεταξύ οι τσιοπαναραίοι, αφού βράσουν στα γλήγορα το γάλα τους (τους βγάνουν από μισή οκά τον καθένα σε κάθε αρμεξιά, όπως έχουμε πει) και φαν στο ποδάρι κι αφού τους διατάξει (συμβουλέψει) ο τσέλιγκας κι οι γεροντότεροι από πού θα παν και πού θα φτάσουν και θα σταθούν, εκεί που θα καρτερέσουν την άλλη μέρα τα κονάκια, ορμώνουν (κατευθύνουν) τα κοπάδια, τα μετράν και ξεκινάν. Όλη τη νύχτα, κι απ’ αγάλια-αγάλια, πότε βόσκοντας και πότε περπατώντας και κανιά βολά βάνοντας τα κοπάδια και στη γραμμή στη στράτα, όθε ο τόπος είναι κλειστός απ’ τα σπαρτά, προχωράν, και την άλλη μέρα το πρωί, έρχοντας και τα κονάκια θα τα βρουν στο συμφωνημένο το μέρος, έτοιμα για άρμεμα.

Όμως τα κονάκια κάθονται ακόμα. Εκείνος πώχει αράδι και πήρε το γάλα, θα το πήξει, θα το μάσει αργά τη νύχτα στις τσαντίλες, και την άλλη μέρα θα τις έχει κρεμασμένες στο σαμάρι σε κάνα άλογο, και όπως θα περνάν τα κονάκια σε κάνα χωριό ή πολιτεία, ή κι αναμερώντας επίτηδες, θα το πουλήσει. 

Αλλά και τ' άλλα τα κονάκια θάχουν αρμέξει τα γίδια τους. Το γιδόγαλο δε μπαίνει στην αράδα και το κάθε κονάκι αρμέει τα γίδια του ξεχωριστά, δηλαδή όχι σε άλλη στρούγκα, αφού ένα κοπάδι τάχουν όλοι, αλλά στο δικό του καρδάρι. Έτσι, θα βράσουν κι αυτοί το γιδόγαλό τους να φαν, πολλές βολές θυμώμαι τότρωγαμε κι άβραστο, ή θα πήξουν και διαούρτι για να τη βάλουν σε σακούλα, να την έχουν έτοιμη την άλλη μέρα για τ' άλλο κονάκι, να φαν. Μπορεί να φκιάσουν και κουσ(ι)μάρι ένα πεντανόστιμο και πολύ παχύ φαΐ από τυρί τσαντίλας που τ' αφήνουν και ξυνίζει και μετά τ' ανακατώνουν και το δουλεύουν με αλεύρι σε κατσαρόλα ή σε βαθύ τηγάνι στη φωτιά. Θυμήθηκα και στάνες τρανές, σαν του Γιάννη Ράφτη που ξεχείμαζε στο Καρανταναλί (Μαυρόλοφο), που πάαιναν στη Μακεδονία κι είχαν γαλατά (έμπορα) και στη στράτα ακόμα. Είχε κι αυτός τη σκηνή του ακολουθώντας τη στάνη κι έπαιρνε το γάλα. Είχε προχωρέσει περσότερο πια η οικονομία της στάνης στην εμπορευματοπαραγωγή.

Κοντεύει να νυχτώσει κι οι νοικοκυρές μαζώνουν το κονάκι τους. Καλιάζουν και σακιάζουν όλα τα πράματά τους, όσα δεν τους χρειάζονται ως την άλλη μέρα. Κι έτσι μόλις νυχτώσει, τα κονάκια συχάζουν, λαρώνουν γλήγορα, γιατί την αυγούλα πρέπει να σηκωθούν νύχτα, για να φτάσουν στ' άλλο κονάκι στην ώρα τους, πριν το γιόμα, για ν' αρμέξουν τα πρότα προτού να πιάσει η ζέστα και κουβαριαστούν και σταλίσουν και για να μην καούν και τα μαστάρια τους απ’ το γάλα, γιατί την Άνοιξη τα πρότα έχουν γάλα πολύ. Κοιμόνται λοιπόν τα κονάκια. Τ' άλογα, όταν ή στάνη δεν έχει βαλμά, έχουν το νου τους και τα φυλάν οι άντρες που δεν πάν κοντά σε πράματα. Φυλάν νουμπέτι, δηλαδή με την αράδα. Βαθιά χαράματα όμως, κι ανάλογα με την απόσταση ως τ' άλλο κονάκι, όλη η στάνη θα νάναι πάλι στο ποδάρι. Φέρνουν τ' άλογα, τα πιάνουν, τα σαμαρώνουν. Οι γυναίκες μαζώνουν ό,τι πράματα είναι ακόμα αμάζωχτα, χαλάν τις τέντες, τις διπλώνουν και τις σακιάζουν κι αυτές, κι όταν όλα είναι έτοιμα για φόρτωμα, ξυπνάν και τα μικρά τους. Και κείνο το ξύπνημα είναι δράμα. Το θυμώμαι, δε μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο απ’ αυτό το νυχτιάτικο ξύπνημα, Άνοιξη καιρός, πούθελα να πλαϊάσω, ώσπου να βγάλει ο ήλιος κέρατα. Μας έστενε λόρθα η μάνα μου και μείς κουτσοκεφαλιάζομασταν απ’ τη νύστα κι έπεφταμε πάλι στα τσιόλια σαν άδεια σακιά. 

strataΧρειάζονταν ολόκληρη φασαρία για να ξυπνήσουμε και να σταθούμε στα ποδάρια μας, πότε με το καλό και πότε με το άγριο. Τα φορτώματα, είπαμε, ήταν έτοιμα κι ήταν ετούτα πάνω-κάτω: Ένα-δυό φορτώματα τα χαράρια με τ' αλλαξίματα, τις καλές φορεσιές και τα πράματα αξίας του κονακιού (ρούχα, τσαρούχια, παπούτσια, στολίδια κι ασημικά). Αυτά φορτώνονταν και στα καλύτερα τ' άλογα. Άλλο φόρτωμα γένονταν τα καζάνια. Σ' αυτό το φόρτωμα, έκτος απ’ το καζάνι, έβαναν το γάστρο, τη σκαφίδα, ταψιά, την πυρουστιά, κακάβια, καρδάρες, χαλκώματα κι άλλα τέτοια. Τάβαναν τόνα μέσα στ' άλλο, να πιάνουν λίγον τόπο, να μη γένεται το φόρτωμα καμπάτικο (ογκώδες). Τρίτο φόρτωμα ήταν η τέντα, δηλαδή η σκηνή, που ήταν δυο κομμάτια χοντρό τραγομαλλίσιο ύφασμα άσπρο, ένα το τρανό κομμάτι κι ένα το μικρό πώκλεινε από πίσω την τέντα. Κανιά βολά τα καζάνια κι η τέντα γένονταν ένα φόρτωμα. Άλλο φόρτωμα μπορεί νάταν τ' αλευροσάκι αντάμα μ' άλλα πράματα. Το πόσα φορτώματα θα γένονταν το κονάκι εξαρτιόνταν απ' τ' άλογα πούχε κι απ’ το νοικοκυριό, τα σέϊα πούταν για φόρτωμα. Τ' άλογα τα φόρτωναν συνήθως οι άντρες, ενώ οι γυναίκες τα κράτηγαν απ’ το καπίστρι, όπως κράτηγαν και τη νιά μεριά, να μη βαΐζει όσο να φορτωθεί κι η άλλη. Σε πολλά φορτώματα έβαναν και πανωγώμια, δηλαδή κάποιο πράμα πάνω στο σαμάρι, ανάμεσα απ’ τις δυο μεριές, βαρέλα, καζάνι, τεντόξυλα, κότες, γάτες, γιατί κι αυτά κουβαλιόνταν μαζί, ακόμα και κάνα μικρό κουταβάκι που δε μπόρεγε ακόμα να περπατήσει. Στα πιο γερά και πιο ήμερα άλογα, ιδίως σε κείνα που φόρτωναν τα χαράρια, έστρωναν πανωσάμαρα κανιά βελέντζα και κει έβαναν τα μικρά παιδιά, που τα σκέπαζαν κιόλας άμα ήταν πολύ μικρά και με άλλη βελέντζα από πάνω, που την έδεναν από δω κι από κει απ’ το παιδί. Κι αυτά μόλις τάβαναν εκεί και ξεκίναγε το καραβάνι, κι αρχίναγε, όπως περπάταγαν τ' άλογα, το ζαγκάνισμα, το λίκνισμα, κι αφού κλαψομουρμούριζαν λίγο απ' τ' αγουροξύπνημα και τ' αγιάζι της αυγής, τάπαιρνε πάλι ο ύπνος κι αποκοιμιώνταν. Τα φορτώματα τα σκέπαζαν με βελέντζες, σκέτες και φλοκιαστές, σκούρες και χρωματιστές, ανάλογα. Τα καλά τα φορτώματα, τα χαράρια, τα σκέπαζαν με ειδικά γι' αυτή τη δουλειά φκιασμένα άσπρα υφαντά σεντόνια, μαλλινοβάμπακα, με γαλάζιες φούντες στις τέσσερες άκρες ή και σε περσότερες μεριές, για λούσο. Αλλού έρριχναν παλιότσιολα, έδεναν από πάνω τα τεντόξυλα, τα ξύλα με τα οποία στένονταν η τέντα, και στα τεντόξυλα έδεναν τις κότες που άφιναν κουτσιλιές. Μπορεί κανιά βολά νάβαναν καβάλα και κανιά ανήμπορη γριά ή γέροντα. Καβάλα στο σελλάτο μπινέκι του, στητός και κορδωτός, πάαινε τις περσότερες βολές κι ο τσέλιγκας...

Armegma Strata 01Μπίτισε το φόρτωμα, ρίχνουν νιά ματιά γυροβολιά μην αστοχήσουν (ξεχάσουν) τίποτα, και ξεκινάν. Μπαίνουν στην αράδα, κανταρελιάζεται το καραβάνι, μπροστά το κονάκι του τσέλιγκα συνήθως, κάνουν το σταυρό τους και πάν... Τ' άλογα τα καλά και τα πιο στολισμένα τα κρατούν, σέρνοντας τα απ’ το καπίστρι, οι νιές οι γυναίκες, κορίτσια και νιόπαντρες και κανιά βολά έχουν συγκαιριασμένο κι άλλο πράμα από πίσω. Οι γριές πάν χωρίς να σέρνουν άλογα και κανιά βολά και φορτωμένες κάτι, ας πούμε κανιά κλώσα με τα κλωσσοπούλια της μέσα σ' έναν γκαζοντενεκέ. Οι άντρες δεν τράβαγαν άλογα, εκτός κανιά βολά κάνα πολύ άγριο και κλωτσιάρικο. Περπατούν και άμα ξημερώσει καλά και βαρέσει ο ήλιος, το καραβάνι ζωντανεύει περσότερο. Κουβεντιάζουν, και κάνας άντρας και σιγοτραγουδάει. Οι γυναίκες ισιάζονται. Όλες, αλλά περσότερο οι νιές, νιόπαντρες και κορίτσια, φοράν τα καλά τους. Σέρνουν τ' άλογα και περπατούν καμαρωτά-καμαρωτά. Θέλουν να φανούν, να δειχτούν, γιατί κι από μέσα από χωριά περνάν, και, το κυριότερο, και μ' άλλα καραβάνια μπορεί να σταυρωθούν στη στράτα, ή εκεί που θα ξεφορτώσουν και θα πάν να πάρουν νερό στην ίδια βρύση ή στο ίδιο ρέμα, ή να μάσουν ξύλα ή να πλύνουν. Και θέλουν να ιδούν κάνα κορίτσι που τους προξενεύουν για νύφη, ή να τις ιδούν αυτές, ή να ιδούν κάναν που γένεται λόγος να τον κάμουν γαμπρό. Αλλά και τίποτα απ' ούλα αυτά να μην είναι, πάλι δε θέλουν ούτε αυτές ούτε κάνας άλλος απ’ τη στάνη τους, να φανούν κατώτεροι απ’ τον κόσμο της άλλης στάνης. Οι γριές όμως σέρνουν τα χρονάκια τους και κανιά βολά, όπως είπαμε και φορτωμένες και κάτι στην πλάτη τους, ή και με κάνα πλέξιμο στα χέρια. Οι άντρες λεν τα δικά τους, κουβεντιάζουν και σμπορίζουν (καλαμπουρίζουν) ή μολογάν παλιές ιστορίες απ’ τα τόπια που περνάν. Τα λιανοπαίδια πειράζονται τόνα με τ' άλλο κι αναγελλιώνται. Θυμώμαι: Είχαμε δυο μουλάρια, τον Κοκκίνη, έναν κόκκινον καραμούλαρο που θα ματαπούμε γι' αυτόν, και την Τσεβούλα (Παρασκευούλα), όνομα πώδωναν οι Σαρακατσιαναίοι στ' άλογα και μουλάρια που γεννιόνταν μέρα Παρασκευή ή της αγίας Παρασκευής, ένα μικρόσωμο, κοκκαλιάρικο και λίγο κουτσό, θηλυκό μουλάρι. Όταν πάαιναμε την Άνοιξη με τα κονάκια κι είμασταν ακόμα μικρά, στον Κοκκίνη πούταν πολύ δυνατός και φορτώναμε τα χαράρια, έβαναν πανωσάμαρα τον μικρόν αδερφό μου το Νώντα και στα καλοθρεμένα και γυαλιστερά καπούλια του εμένα και κρατιόμαν απ’ τα κουτσάκια απ’ το σαμάρι. Άντεχε ο πουτσαράς ο Κοκκίνης. Το μεσιακόν αδερφό μου το Γιώργο, τον έβαναν πισωκάπουλα στην Τσεβούλα, πούχε τα καζάνια. Σ' όλη τη στράτα λοιπόν εγώ με το Γιώργο είχαμε ξεσυνερισιά και παινεύαμε ο καθένας το μουλάρι του. Στο κοντραστάρισμα αυτό ο Γιώργος, παρόλο που το μουλάρι του ήταν κατώτερο, όμως τα κατάφερνε ολοένα να μην το βάνει κάτω με τα επιχειρήματα πώφερνε για την ημεράδα και την καλωσύνη της Τσεβούλας του. Αλλού εύρισκε ζόρια ο Γιώργος. Επειδή ήταν πολύ μελαχροινός κι έμοιαζε μικρός σα γυφτάκι, την Άνοιξη στη στράτα, ο μπάρμπα Σπύρος ο Σταφύλης, ένας καλότατος γέροντας, γαμπρός του πατέρα μου απ' αδερφή, όλο τον πείραζε και ρώταγε τάχα τη μάνα μου ή τον πατέρα μου μήπως τον έχουν πάρει από τίποτα γύφτους. Ή πάλι, άμα σταυρώναμε στη στράτα τίποτα γύφτικα καραβάνια, και γύρναγαν τότε πολλά τέτοια σαν και μας, διάταζε (συμβούλευε) τάχα τη μάνα μου να τον φυλάξει, μη τυχόν τον γνωρίσουν οι γύφτοι και μας τον πάρουν. Ο Γιώργος στριμώχνονταν, στενοχωριόνταν κι ευτυχώς πώβρισκε παρηγοριά στη μάνα μου, που τον ησύχαζε ότι δεν είναι από γύφτους. Αλλά όταν πιανόμασταν (τσακόνομασταν), το πρώτο που του πέταγα ήταν το «γύφτε»...

Με κάτι τέτοια κι αλλά και λίγο αποσταμένοι και ξαναμένοι απ’ τη ζέστα έφταναμε στο καινούργιο κονάκι. Αναμέραγε το καραβάνι απ’ τη στράτα, ανακατώνονταν λίγο, έριχναν νιά ματιά οι άντρες στον τόπο, διάλεγαν το μέρος κι έδειχναν που θα ξεφορτώσει η στάνη. Τράβαγαν κατά κει όλα τα κονάκια και μέσ' στα λούλουδα και τα χορτάρια της Άνοιξης διάλεγε η κάθε νοικοκυρά κονακότοπο καλόν, νάχει και κάνα κλαράκι δίπλα για ίσκιο, νάναι καθαρός, ίσιος και στραγγερός. Τα παιδάκια όσα ήταν καβάλα, τσίριζαν να τα κατεβάσουν απ’ τ' άλογα, είχε μουδιάσει ο κωλαράκος τους κι απόστασαν. 

TentaΞεφορτώνονταν τ' άλογα, ξεσαμαρώνονταν, κυλιώνταν στη γης και πάαιναν να βοσκήσουν. Κι οι γυναίκες, με βόηθιο και κανενός προκομένου άντρα, ρίχνονταν να στήσουν την τσιατούρα, την τέντα. Έμπηχναν τις δυο ψηλές τεντόφουρκες, τη μίνια αντικρυστά στην άλλη, πέρναγαν από πάνω το τεμπλί, έριχναν απάνω στο τεμπλί το τρανό το κομμάτι την τέντα, την έπιαναν από δω κι από κει με τις κλίτσες, μικρά ειδικά παλουκάκια με τσαρπαλάκι σα γάντζο, απ’ τις θηλιές που είχε, έμπηχναν τις κλίτσες στο χώμα και τέντωναν την τέντα και τη στέριωναν. Ύστερα έριχναν από πίσω και το μικρό κομμάτι της τέντας, που τόπιαναν με ειδική θηλιά απ’ την κορφή της πίσω τεντόφουρκας, το στέριωναν κι αυτό στη γης με τις κλίτσες από δω κι από κει κι έτσι έκλεινε η τέντα από πίσω κι έμενε ανοιχτή μαναχά από μπροστα. Έκοβαν κι έρριχναν μέσ' στην τέντα τίποτα κλαράκια αν ύπαρχαν, μάζωναν ύστερα στα σβέλτα τα φορτώματα πούταν ακόμα σκόρπια, όπως τάχαν ξεφορτώσει και κει απάν' στα κλαριά μέσ' στην τέντα πόστιαζαν με την αράδα τα σακιά. Στο μεταξύ λιανοπαίδια, σκυλιά, γατιά και κότες μπερδεύονταν στα ποδάρια τους με τα, παιγνίδια τους ή τις μουρμούρες τους για ψωμί. 

Συνέχεια, ξεσάκιαζαν κι έβγαναν τα χρειαζούμενα, βαρέλα, καζάνια, σκαφίδα, πυρουστιά, κακάβια, καφοκούτια και καφόμπρικα κι άλλα, κι η πρώτη τους δουλειά ήταν να πεταχτούν στο διπλανό ρέμα ή τη βρύση να φέρουν νερό για να πιούν, να ζυμώσουν ή να φκιάσουν τίποτα για φαΐ. Έτσι γλήγορα-γλήγορα στένονταν η τέντα και μαζώνονταν το κονάκι, γιατί στο μετάξύ έφτανε κι η ώρα για τ' άρμεμα κι έπρεπε να φκιάσουν στρούγκα, νάρθουν τα πρότα ν' αρμεχτούν. Αρμέονταν και τράβαγαν για στάλισμα. Έκανε ζέστα πιά τέτοιον καιρό. Μετά το άρμεμα κουμαντάριζαν το γάλα, έτρωγαν και το μεσημέρι τα κονάκια σύχαζαν, λάρωναν. Τ' απογιοματάκι ματαζωντάνευαν πάλι, πάαιναν στο ρέμα για πλύσιμο και για νερό, τα πράματα σκάριζαν, πετάλωναν κάνα άλογο πούχε ξεπεταλωθεί, έκαναν κανιά μάζωξη οι άντρες για κάναν λογαριασμό, ή άλλη δουλειά, ή για να ιδούν από που θα παν και πού θα κάμουν κονάκι την άλλη μέρα. Και το βραδάκι και την άλλη την αυγή επαναλαβάνονταν πάλι τα ίδια: άρμεμα, φόρτωμα, στράτα, ξεφόρτωμα...

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.